Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

Νοσταλγία

Μία παιδούλα, η Νοσταλγία, ξαγρυπνά
Τι να μπορέσει σ’ ένα κόσμο αλαλιασμένο;
Καημένη δούλα που, η φτωχή, στα σκοτεινά
Θέλει να πέσει, να σωθεί απ’ τον πεθαμένο

Του πεθαμένου η ανάσα βιαστική
Από το πουθενά σιμώνει και παγώνει
Του τρομαγμένου τη λαλιά που κατοικεί
Στα σκοτεινά, στης νοσταλγίας το μπαλκόνι

Απ’ το μπαλκόνι, στου καπνού την ερημιά
Η δούλα πέφτει με τα χείλη δαγκωμένα
Πεισμώνει η νύχτα, παγωμένη η ξαστεριά
Κόκκινοι κρύσταλλοι από χείλη ματωμένα

Εδώ που μάτωσε του χρόνου ο χαλκάς
Του τρομαγμένου η νύστα έλιωσε το δρόμο
Λες και ντελάλησε της δούλας ο νταλκάς
Λες και του πεθαμένου πάτησε τον ώμο
Λες και του πεθαμένου πάτησε το νόμο


Γι’ αυτό μην κλαις
Γι’ αυτό μην λες
Πως οι νοητές γραμμές που ενώνουν τις ματιές
Είναι ένας κύκλος απειλές
Ξεκουρδισμένος αμανές
Για τις ανόητες θυσίες, για τις μάταιες χαρές

Ότι κι αν το θες,
Όσο κι αν κλαις
Ορθές κοφτές οι λέξεις μπαίνουν στις πληγές
Θραύσματα από άλλες εποχές
Στη θύμησή τους οι βροχές
Πάλι με λάσπες πλημμυρίζουν τις υπόγειες στοές