Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

κι από χρόνου



Στάμου - Βελιώτης



Θα συνταχθούμε 
πάλι, καθώς πρέπει
τη νέα, που 'φτασε, χρονιά.
Να δραματίσουμε τους ρόλους.
Πλοηγημένοι, δυσειδείς στους στόλους
της επιτακτικής  τραυματικότητας.

Σα χαζεμένο μπλουζ που αρρώστησε
στης έμπνευσης το ακόρεστο καθήκον,
σε μια παλιά, καμμένη γραφομηχανή
πάντοτε σιωπηλά και πάντοτε κατ' οίκον.

Ο Χρόνος είναι μαντολάτο και κεφτές.
Η λέξη αυτή πάντα μου θύμιζε πως φταις.
Οι λέξεις που δεν μπόρεσες να πλέξεις 
στριφογυρίζουν έρημες. Θα μπλέξεις. 


Οι στιγμές χάχανα. Οι σφυγμοί χάχανα.
Χα χα. Να. Μια τυπική συγχώνευση εννοιών.
Η στίξη. Πα μεντνόν. Λ' οτρ τον.






Τίποτα δεν φοβήθηκα σ' αυτή την κοινωνία
το μπάτσο βρήκα στη στροφή, ρουφιάνο στη γωνία.
Ο κόσμος είναι ζόρικος, πάντοτ' εν τω γεννάσθαι
εσείς κρεμιέστε απ' το μηδέν κι εδώ, κι όπου και να 'στε.

Ανάθεμα τον αίτιο κι ας το 'χει αμαρτία
που την οθόνη πίστεψε πως θα 'κανε χαρτί. Α-
νάθεμα και για τους πολλούς που σφίγγουνε τις ρίμες
που ξεκινούνε το πρωί, με διαθέσεις πρίμες.

Γιατί πολλά 'ναι τα παλιά, πολλά και τα καινούργια,
πολλοί κι οι αγκιτάτορες που ξεστομίζουν γιούργια.
Τη νύχτα μένω μοναχός, τη μέρα πάω να σβήσω
σαν το κερί που φύσηξες λίγο πριν σε φιλήσω.


Karl Bulla - 1910
Όταν πτωχαίνει ο άνθρωπος - Ρίτα Αμπατζή (1935)


Τούτες τις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη,
ίδια, απαράλλαχτη η στυφότης, ίδια πάντα.
Μα φέτος νιώθω παγερό το μούδιασμα·
φέτος κατέρρευσε το γκλάμορους Ελλάντα.

Ο Χρόνος, μια ιδεοληψία των πειθήνιων,
σέρνεται αργά, σαν της Οδύσσειας 2001,
του Kιούμπρικ της ταινίας, το διαστημόπλοιο·
το μόνον όχημα που χρεία δεν έχει φρένα.

Το μέλλον έτος, και το μέλλον γενικότερα,
διαγράφεται, όπως λεν, άστα να πάνε.
Καιρός δε θα 'ρθει για ν' αλλάξουνε τα πράγματα·
διατάζει ο Χρόνος κι οι στιγμές με κυνηγάνε.


οι  ανωτέρω  τρεις στροφές
πρωτοδημοσιεύθηκαν στο νεοσσό 
που φωλιάζει 
στη Σπηλιά του Νοσφεράτου



τα περσινά, αρρώστιες και θανατικά·
ηλεχτρισμένη μηχανή για τη χρονιά τη φετινή
Δ. Σ.


Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

ο Ξεπεσμένος Δερβίσης



Αυτός ο κόσμος 
είναι σφαίρα
και γυρίζει.
Πλάνης δερβίσης.
Ανέστιος, φερέοικος.
Το νάι πέφτει 
από τα χέρια.
Αιμωδιασμένος.

Στο τούνελ, απάγκειo.
Μπου ντουνιά.
Το νάι ζεσταίνει. 
Φυσά, ζεσταίνει.
Μακάμ ουζάλ. 
Ήχος πλάγιος
του δευτέρου.
Τρόπος υπολύδιος.

Γύρω απ' το νάι 
το γλυκύ
χορεύουνε 
το ζήτα 
κι οι κουκκίδες.
Κι είτα, 
το εξωρισμένο ζήτα
έρπει και ριγά 
που διάλυσαν 
το πράο το ναι 
οι κουκκίδες.

Χαρά 
στους πλάνητες 
που νιώθουν
και γυρίζουν.

Neyzen Tefvik - Huseini Taksim by orsel1000


     Ἦτον Δερβίσης; Ἦτον βεκτασῆς, χόντζας, ἰμάμης; Ἦτον οὐλεμᾶς, διαβα-σμένος; Ὑψηλός, μελαψός, συμπαθής, γλυκύς, ἄγριος. Μὲ τὸ σαρίκι του, μὲ τὸν τσουμπέν του, μὲ τὸν δουλαμᾶν του. 
     Ἦτο εἰς εὔνοιαν, εἰς δυσμένειαν; Εἶχεν ἀκμάσει, εἶχεν ἐκπέσει, εἶχεν ἐξο-ρισθῆ; Μποὺ ντουνιᾶ τσὰρκ φιλέκ. Αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι σφαῖρα καὶ γυρίζει.
      Ἐκείνην τὴν βραδειὰν τὸν εἶχε προσκαλέσει μία παρέα. Ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ φίλοι ἀχώριστοι. Ἀγαποῦσαν τὴν ζωήν, τὰ νιᾶτα. Ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἔβαλλε γιουβέτσι κάθε βράδυ. Οἱ ἄλλοι ἔτρωγαν. 
     Ἦτον λοταρτζῆς κ’ ἐκέρδιζε δέκα ἢ δεκαπέντε δραχμὰς τὴν ἡμέραν. Τί νὰ τὰς κάμῃ; Τοὺς ἔβαλλε γιουβέτσι καὶ τοὺς ἐφίλευε. Ἦσαν λοτοφάγοι, μὲ ὀμικρὸν καὶ μὲ ὠμέγα. 
     Ἀγαποῦσαν τὰ τραγούδια, τὰ ὄργανα. Ὁ Δερβίσης δὲν ἔπινε κρασί, ἔπινε μαστίχαν. Δερβισάδες ἦσαν κι αὐτοί. Τοῦ εἶπαν νὰ τραγουδήσῃ. Ἐτραγούδησε. Τοῦ εἶπαν νὰ παίξῃ τὸ νάϊ. Ἔπαιξε. 
     Δὲν τοὺς ἤρεσε. Ὤ, αὐτὸς δὲν ἦτον ἀμανές. 
     Δὲν ἦτον, ὅπως τὸν ἤξευραν αὐτοί. Ἀλλ’ ὁ Δερβίσης τοὺς ἔλεγε τὸν καθ’ αὐτὸ ἀμανέν.


 Kani Karaca by recephuzzam


     Παρῆλθεν ὥρα. Ὁ κλήτωρ, ὅστις ἐπεριπάτει ἐκεῖ τριγύρω, ἐσκέπτετο τί νὰ εἶχε γίνει ὁ Δερβίσης, τὸν ὁποῖον εἶχε ἰδεῖ νὰ καταβαίνῃ εἰς τὴν σήραγγα.
     Ποῦ νὰ εἶναι;
     Εἰς τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν τὴν ἄφωνον ἀπήντησε φωνή, ἦχος, μέλος γλυκύ.
     Ὁ ξένος μουσουλμάνος εἶχε παγώσει ἐκεῖ ὅπου ἐκάθητο κ’ ἐνύσταζε. Διὰ νὰ ζεσταθῇ,ἔβγαλε τὸ νάϊ του καὶ ἤρχισε νὰ παίζῃ τὸν τυχόντα ἦχον, ὅστις τοῦ ἦλθε κατ’ ἐπιφορὰν εἰς τὴν μνήμην.
     Νάϊ, νάϊ, γλυκύ.
     Νάζι - κατὰ ἓν ζῆτα ἐλαττοῦται.
     Αὔρα, οὐρανός, ᾆσμα γλυκερόν, μελιχρόν, ἁβρόν, μεθυστικόν.
     Νάϊ, νάϊ.
     Κατὰ δύο κοκκίδας, διαφέρει διὰ νὰ εἶναι τὸ Ναί, ὁποὺ εἶπεν ὁ Χριστός.
     Τὸ Ναὶ τὸ ἥμερον, τὸ ταπεινόν, τὸ πρᾷον, τὸ Ναὶ τὸ φιλάνθρωπον.
     Κάτω εἰς τὸ βάθος, εἰς τὸν λάκκον, εἰς τὸ βάραθρον, ὡς κελάρυσμα ρύακος εἰς τὸ ρεῦμα, φωνὴ ἐκ βαθέων ἀναβαίνουσα, ὡς μύρον, ὡς ἄχνη, ὡς ἀτμός, θρῆνος, πάθος, μελῳδία, ἀνερχομένη ἐπὶ πτίλων αὔρας νυκτερινῆς, αἰρομένη μετάρσιος, πραεῖα, μειλιχία, ἄδολος, ψίθυρος, λιγεῖα, ἀναρριχωμένη εἰς τὰς ριπάς, χορδίζουσα τοὺς ἀέρας, χαιρετίζουσα τὸ ἀχανές, ἱκετεύουσα τὸ ἄπειρον, παιδική, ἄκακος, ἑλισσομένη, φωνὴ παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνοῦ χειμαζομένου, λαχταροῦντος τὴν ἐπάνοδον τοῦ ἔαρος.



Απόμακρος.
Τ' αφτιά του 
φχαριστιούνται τη φωνή
σαν άχνη, που το άπειρο ικετεύει.
Σαν τη φωνή κι αυτός, 
το έαρ ελαχταρούσε.

Ήταν τρυγόνι χειμαζόμενο 
που σκοτεινά μινύριζε. 

Μ. Λιαπάκης - Σ. Μάλαμας από vereniki88




Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης σε pdf
με επιλογικό σημείωμα του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου
και 15 ζωγραφιὲς τοῦ Δημήτρη Μοράρου.

Το 2011 ήταν "έτος Παπαδιαμάντη".

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Άβλιχος: τα Χριστούγεννα





Στη φάτνη των χτηνών Χριστός γεννάται
χωρίς της Επιστήμης συνδρομή·
η θεία Φύσις κάνει για μαμμή
κι ο δράκος, σαν αρνί, θεός κοιμάται.

Αύριον, άντρας, σα ληστής κρεμάται –
νέα του κόσμου θέλει οικοδομή.
Σταυρό του δίνει ο Νόμος πληρωμή -,
πλην άγιο φως στον τάφο του πλανάται.

Διάκοι του Βάαλ, δεν είναι δικός σας
αυτός της φάτνης ο φτωχός Χριστός,
που εκήρυξε για νόμο του τη χάρη.

Εσάς τιμή σας μόνη το στιχάρι.
Πομπές, θεοπομπές το ιδανικό σας,
κι είν’ ο Θεός σας, σαν κι εσάς, μιαρός!

Μικέλης Άβλιχος (1844 - 1917)

το ποίημα τα Χριστούγεννα του Άβλιχου,
στην εκδοχή που βρήκαμε σε σελίδα του Ν. Σαραντάκου









Ο θεούλης πάλι λείπει σε ταξίδι για δουλειές·
άλλοι τρώνε το χαβιάρι κι άλλοι τρων ψωμί μ' ελιές.
Κι όπως γράφεται στον τύπο, όλες οι στατιστικές
δείχνουν πως η πείνα παίρνει διαστάσεις επικές. 

Του θεούλη οι δουλίτσες δεν τελειώνουνε ποτέ
και δουλεύει για καθένα σύστημα πρετ-α-πορτέ.
Άλλες παίρνουνε σπουδαίους, στο στιλάκι του Λαδή,
κι άλλες παίρνουν τον Μουλά τους, μαύρη φτώχια, δηλαδή.

Όμως τώρα δεν είν' ώρα· για τις αδερφές Κικίδη
θα τα πούμε άλλην ώρα, πώς φορέσαν δαχτυλίδι. 
Τώρα είν' ώρα για εκείνους που, θεούλη, σε βοηθούν·
τω Εφραίμ αφιερούνται τούτ' οι στίχοι, αν σωθούν. 




     Συμπληρώνω: Ψάχνοντας για τη σελίδα στο facebook των οπαδών του άδικα προφυλα-κισμένου γέροντα, έπεσα πάνω στη σελίδα του Αγίου Εφραίμ Νέας Μάκρης, χωρίς να δώσω σημασία. Κακώς. Αργότερα διαπίστωσα ότι περιγράφονται περί τα 15 θαύματα από ισάριθμους πιστούς που ανατριχιάζουν και τους πλέον απίστους. 
     Γρηγορείτε και αόκνως μεταβείτε! 

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

ανθρωπιά: χοιρινά λουκάνικα
για την έλευση του θεανθρώπου

  



Πώς σφάζεται το κάθε πράμα. 

     Το αρνί το πιάνει, το ρίχνει κάτω, το πατάει και το σφάζει. Του κόβει το λαιμό με ένα μαχαίρι. Σπαρταράει κάπου περίπου δέκα λεπτά. Μόλις του κόβει το λαιμό το κρατάει με το πόδι δυο τρία λεπτά για να ξεθυμάνει και μετά σπαρταρούσε στη γης μοναχό του. Μετά το φουσκώνει για να το γδάρει. Αυτό γίνεται από το φουσκωτή ο οποίος του ανοίγει τα όπισθεν για να το πάρω εγώ, να είναι ανοιχτό να το γροθιάσω. Με το χέρι γροθιά έτσι, το γροθιάζω και του βγάζω το τομάρι όλο. Και εδώ στο στήθος ρίχνουμε πέντε, έξι, οχτώ μαχαιριές γιατί δεν βγαίνει αλλιώς. Βγαίνει το τομάρι του ακέραιο, το βάζαμε στο τσιγγέλι, έμενε έτσι, μετά το βάζαμε πάρα κάτω να το πάρει ο άλλος μάστορας, αν υπήρχε, να το ξεκοιλιάσει. Να του βγάλει τις βρώμες, τα άντερα, τη χολή, τα κάτουρα από τη φούσκα και τελείωσε. Τα κατσίκια, τα ίδια κι απαράλλαχτα. 

     Τα βόδια τα παίρναμε απ' τη μάντρα και τα πηγαίναμε στο σφαγείο, τα δέναμε σ' έναν χαλκά εκεί, μέχρι να 'ρθει η ώρα να τα σφάξουμε. Μόλις έρθει η ώρα, το 'παιρνα το βόδι, το 'δενα  εκεί στο χαλκά που είναι για το σφαγείο να το σφάξουμε. Το χτύπαγα από πάνω απ' τα κέρατα με το μαχαίρι, έπεφτε κάτω. Στο σβέρκο. Το δίνουν μια μαχαιριά κάτω απ' το κεφάλι, εκεί που η σπονδυλική στήλη συνδέεται με το μυαλό. Πέφτει το πράμα κάτω σκοτωμένο. Έπεσε κάτω, είναι σκοτωμένο. Μερικά σπαρταράνε. Ύστερα το γυρίζεις ανάσκελα και του κόβεις το λαιμό. Και αφού το λοιπόν ξεκόψεις, έχεις μακαράδες, σκοινιά, που χτυπάνε τα ποδάρια του τα πισινά και περνάνε μια τσιγγέλα μεγάλη και το κρεμάνε απάνω ψηλά να το ανοίξουνε την κοιλιά, να βγάλουνε τον πατσά και τις βρώμες. Και το καθαρίζουνε. Μετά βγάζουνε το τομάρι. Αυτό θέλει γδάρσιμο με το μαχαίρι, όχι φούσκωμα, και μετά το σχίζουμε με την τσατίρα εις τέσσερα - δύο μπούτια, δύο πλάτες - κι είναι έτοιμο για το χασάπικο, να το κόψει ο τεζακιάρης στο τεζάκι, να το πουλήσει λιανικώς. Τεζάκι είναι το μέρος που κρεμάνε τις φέτες επάνω στα τσιγγέλια και έχει και το κούτσουρο. 

     Τα στραγγίσματα πέφτανε στο πάτωμα που είχε μια τρύπα και από κει φεύγανε τα αίματα στη θάλασσα. Εγώ τότες κυνήγαγα τα παντελόνια τα ναυτικά που ήταν καμωμένα από κάτι σα μουσαμάς, έτσι σκληρά. Και μια μπλούζα πάλι τα ίδια. Και το 'βαζα και δεν επέφτανε τα αίματα στα ρούχα μου. Βέβαια ελερωνόντουσαν από μέσα αλλά όχι πολύ. Μετά τα 'βγαζα τα ρούχα πάλι και τα κρέμαγα εκεί στον καναρά. Καναρά ελέγονταν το μέρος που είχαμε και κρύβαμε τα εργαλεία, τα τσιγγέλια, τα τέτοια. Κάθε μαγαζί είχε τον καναρά του και τα κλείναμε μέσα. 

     Τώρα τα χοιρινά. Τα παίρναμε απ' τις μάντρες κατά τις δύο τρεις η ώρα τη νύχτα και τα πηγαίναμε σιγά σιγά που ήταν ησυχία απ' τον κόσμο και τα βάζαμε μέσα στο σφαγείο. Άλλα εβάζαμε σε μια μάντρα κι άλλα εβάζαμε μεσ' στον καναρά. Μεσ' στον καναρά όμως είχαμε μέσα στο καζάνι που άναβε για να τα μαδήσουμε. Μόλις εγίνονταν το νερό το λοιπόν, τσακώναμε ένα ένα γουρούνι και το σφάζαμε. Το πιάναμε απ' τα πισινά ποδάρια. Το δίναμε μια κι έπεφτε χάμω. Και το καβαλάγαμε εκεί στο λαιμό, το πατάγαμε, και το 'βρισκε το μαχαίρι από το λαιμό στην καρδιά. Ήτανε ένα μεγάλο μαχαίρι. Και ετελείωνε. Όταν ετελείωνε, το επιάναμε το λοιπόν ένα ένα. Εσφάζαμε πέντε δέκα. Τ' αφήναμε κει πέρα να ψοφάνε, να εκπνέονται. Μέσα σ' αυτό το νταραβέρι, όταν φέρνανε γουρούνια κι ήταν από κοπάδια από βουνά, καμιά φορά πήγαινε και κανένα αγριογούρουνο μαζί τους μέσα. Έχει λάχει να 'χω σφάξει γουρούνι δηλαδή και να 'ναι έγκυος και να θέλει δυο μέρες για να γεννήσει. Και να πιάσω να βγάλω τα γουρουνάκια από σφαγμένο γουρούνι ζωντανά, και να περπατάνε χάμω. Αλλά δε ζούσανε πολύ, δε ζούσανε γιατί τα 'βγαζα εγώ που έσχιζα την κοιλιά της μάνας τους να πούμε. Την έσχιζα και ήτανε ζωντανό. Μποράει να ζήσει αγέννητο; Δεν το 'χε γεννήσει η μάνα του παρά ανοίξαμε την κοιλιά εμείς και βγήκανε. Μποράγαναε να ζούνε πάνω από πέντε δέκα λεπτά, μισή ώρα το πολύ; Πώς τα λυπόμουνα. Λοιπόν τα βάζαμε τα σφαγμένα μέσα σε ζεματιστό νερό κι όταν εθέλαμε για να τα βγάλουμε επιάναμε π.χ. τις αμασχάλες του γουρουνιού και βγαίνανε αυτά. Ήταν έτοιμο να μαδηθεί το δέρμα. Έβγαινε τούφες τούφες. Το μόνο δέρμα που χρειαζόταν ακέραιο ήταν από καπριά, εννοώ τα σερνικά τα γουρούνια. Αυτό το γδέρναμε με το μαχαίρι. 


Μάρκος Βαμβακάρης
Αυτοβιογραφία
επιμέλεια Αγγελική Βελλου - Καϊλ
εκδ. Παπαζήση - Αθήνα 1978




the smiths - meat is murder by jefimovitz

από της δύσης τη μεριά
ως το βαθύ οριεντάλι
μπήχτηκε μία μαχαιριά
τραβήχτηκε σκανδάλη

σκιστήκανε οι ουρανοί
λασπώθηκαν μπεντένια
μούσα ξανά δεκεμβριανή
κανίβαλων ντουζένια

αλησμονώ και χαίρομαι
θυμιούμαι και δακρύζω
μπροστά στον άγιο επαίρομαι
αγριόσκυλο γρυλλίζω

πρώτα του κοπανήσανε
βαριά στην κεφαλή του
κι ύστερα λαιμοκόψανε
αίμα πηχτό η οργή του

του κτήνους το στριγγιό οδυρμό
η εξέλιξη δεν πλένει
στης χώνεψής μου το φρυγμό
σκεπάζει το αίμα η βλέννη

ντροπιάζομαι στην ανθρωπιά
του πλάνητα την πλάνη
πρωτεύων δράκος και σουπιά
μπόχας σφαγείων χοάνη


     Εμείς οι άνθρωποι, δεν διαφέρουμε σε τίποτα από τους άλλους συντρόφους μας πάνω στον πλανήτη. Δεν μπορούμε να θέσουμε ένα τέλος στη φύση· το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να θέσουμε σε κίνδυνο τους εαυτούς μας. Η άποψη ότι μπορούμε να καταστρέψουμε όλες τις μορφές ζωής, συμπερι- λαμβανομένων και των βακτηρίων που αναπτύσσονται στις δεξαμενές νερού των πυρηνικών εγκαταστάσεων ή σε στόμια θερμοπηγών, είναι γελοία. Ακούω κιόλας τα αδέλφια μας που δεν έχουν ανθρώπινη μορφή να κρυφογελούν: "Τα καταφέρναμε μια χαρά και χωρίς εσάς, τότε που δεν σας είχαμε ακόμη συναντήσει· έτσι θα τα καταφέρουμε και τώρα". Τα ακούω να τραγουδούν εν χορώ ολόγυρά μας. Τα περισσότερα από αυτά, οι φάλαινες, τα έντομα, τα σπερματόφυτα και τα πουλιά, τραγουδούν ακόμη. Τα δέντρα του τροπικού δάσους σιγομουρμουρίζουν μεταξύ τους, περιμένοντας να τελειώσουμε το αλαζονικό μας ξυλοκόπημα, για να μπορέσουν να επιστρέψουν στη συνηθισμένη ασχολία τους, την αδιάκοπη ανάπτυξή τους. Και θα συνεχίσουν τις κακοφωνίες ή τις αρμονίες τους για πολύ καιρό ακόμη, αφότου εμείς θα έχουμε αποχωρήσει.

Lyyn Margulis
Ο συμβιωτικός πλανήτης
Μια νέα θεώρηση για την εξέλιξη
εκδ. Κάτοπτρο, 2001
Μτφ. Δημήτρης Γιαννόπουλος


Μάρκος - σερ Μπιθί δια του pankonstantopoulos




Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Μπέλλου όπως Μπίλλυ


     Την έβλεπα, λοιπόν, στο γιουτιούμπ και θυμήθηκα τη Μπέλλου. Ίσως επειδή ήταν δυο γυναίκες με πάθη φωλιασμένα μες στις φωνητικές χορδές, για να φτερουγίζουν κάθε που κατάπιναν πόνο. Έτσι είναι συνήθως. Αυτό που ξεχωρίζει κάποιες φωνές απ' τις άλλες, δεν είναι κανένα μέταλλο με μετρήσιμες ιδιότητες. Είναι το πάθος που υποδαυλίζουν τα πάθη τους, αυτό το πάθος τους που μας αφήνει άφωνους. 
     
  Διαβάζω κι αντιγράφω από το βιβλίο της Γκαίηλ Χολστ Δρόμος για το Ρεμπέτικο (μτφ. Ν. Σαββάτη, εκδόσεις Ντ. Χάρβεϋ - πρώτη έκδοση 1977):

     Έλυωσα, από το παίξιμο, τους δίσκους της Σωτηρίας Μπέλλου που είχα μαζί μου - για μένα αυτή είναι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του ρεμπέτικου, με φωνή που μπορεί να βαθύνει σαν αντρική και να γεμίσει πόνο όπως της Μπίλλυ Χόλλινταιυ. 




     Η Μπέλλου έχει ζήσει σκληρή ζωή, έχει κάνει φυλακή, κέρδισε αρκετά χρήματα και ξόδεψε πολλά απ' αυτά για βοηθήσει άλλους μουσικούς. Μπορεί να συμβιβάστηκε κάπως, τραγουδώντας σε φανταχτερά "πλούσια" κέντρα, αλλά η φωνή της μένει το ίδιο καλή όσο και παλιά. Το τραγούδι της "Σαν πεθάνω στο καράβι" με κάνει ν' ανατριχιάζω ακόμα, αν και πρέπει να τόχω ακούσει πάνω από χίλιες φορές. 



Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Sodade όπως Cesaria



Τη βλέπω στο γιουτιούμπ.
Θυμάμαι τη Μπέλλου.
Εκείνη γλίτωσε απ' το απέραντο δίχτυ.

Τόσο μακριά.
Ξυπόλητη με τη μποτίλια.
Ύστερα φώτα, βίντεα.

Σαν τα παλιά ρεμπέτικα,
τα μόρνας.

Απ' αλλού ως εδώ.
Πράσινο Ακρωτήρι, όπως Σοντάντ.
Σεζάρια όπως Σοντάντ.




Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

λοστρέ γοσλά (χτούρησα)




Να ματώνει στα σύρματα,
να περδικλώνεται στις λάσπες.
H νύχτα να σκίζεται,
να φέγγει απόκοσμα
χαράματα.

Με γλώσσα που
έσταζε πρησμένη,
με μάτια βουρκωμένα
που πρήσκονταν.

Στο στόμα ένα
έντομο σκοτεινό 
στροβίλιζε θανατίλα. 

Ύστερα σαν το λευκό
κουνέλι της Αλίκης,
ο τρελός λαγός:
μια μικρός, 
μια μεγάλος,
μια σπουδαίος παπαγάλος
της αγκαθωτής φτερούγας
που στάζει
αίμα και πούπουλα και
σπάζει
στου τρελού λαγού
το ξεδόντιασμα,
στης ανοιγμένης νύχτας
του ανηγμένου της φρίκης
προς τον τρόμο κλάσματος
των σπασμών του
στους πανικρότους 
καθώς ο θάνατος 
μπαινόβγαινε 
στο στόμα και 
ο τρελός λαγός
έγραφε το ίδιο ποίημα
χίλιες φορές το ίδιο 
συρίγγιο ουρλιαχτό. 






ρίζεγι στους μούσδρο 
ο λοστρέ γοσλά
ρίζεγι στους μούσδρο
φέβγεξε απ' τα μάτασιρ 
ο λοστρέ γοσλά
πέφτεε στις πέσλα



γκάνφε τα ματάχαρα 
ο λοστρέ γοσλά
νίγεα η χτάνι
ζάνστα μάε οι διεσκάρ
ο λοστρέ γοσλά
φέγγεε ο σμόσκο




κόνανβουρ τα τιάμα του 
ο λοστρέ γοσλά
σκόντανπρι η σάγλο
γκάεβο βρόμα μόεντο 
ο λοστρέ γοσλά
νατοσθά στο μάστο


Ο τρελός λαγός σε κόμικ
από την Επιλαρχία
όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό 9 της Ελευθεροτυπίας,







Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

λιποτάκτης ποιητής




Δεν έχω γράψει ποιήματα, ούτε εγώ.
Μήτε σταυρούς σε μνήματα καρφώνω.
Δεν πρόκειται ποτέ να εκραγώ. 
Ο λιποτάκτης είμαι· τραύματα επουλώνω.


Δεν έχω ποιήματα απαγγείλει τις νυχτιές. 
Δεν έχω τρόπο τα στιχιά να τα στιχίζω. 
Δεν έχω έτοιμες εδώ στιχοπυτιές, 
να ρίχνω στίχους, συλλαβές· και να ξακρίζω. 


Απ' τα χαρτάκια μου πηδούν μέσα στην τσέπη
οι φλομωμένες λέξεις. Κρένουν και σφαλούν
όσες τρυπούλες το κλειδί όταν πέφτει βλέπει·
κι όσες δεν βλέπει, τις αφήνει να χαλούν. 


Δεν έχω. Ποιήματα κι εγώ δεν έχω γράψει.
Δεν επιτρέπω αμφιβολίες επ' αυτού. 
Χωρίς σταυρούς, σε μνήματα έχω θάψει
κάθεν ελπίδα του παντέρμου τού εμαυτού.



Eξόρισέ με η Mοίρα μου - Ψαραντώνης δια του stinknomore

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Χάινε στα χάη. Ναι.




     Στις δύο από τις τρεις προηγούμενες αναρτήσεις, στα συμμαζέματα, ερμηνείες και βουλώματα και στις αυταπόδεικτες αυταπάτες, εμφανίστηκαν στίχοι του Χάινε

     Ιδιαίτερα στην πρώτη από αυτές τις αναρτήσεις, ο Χάινε δεσπόζει και υπερέχει ακόμα και σε σχέση με την ηρωίδα της ανάρτησης, την κ. Κικίδη - Μουλά. Στην ίδια ανάρτηση δίνεται και ο σύνδεσμος για το ιστολόγιο του Κώστα Κουτσουρέλη, που τον έχει μεταφράσει. Η πρώτη ελληνική μετάφραση του Χάινε έγινε από τον Άγγελο Βλάχο, όπως πληροφορεί σε άρθρο του στο Βήμα το 1997 ο καθηγητής του Παν. Ιωαννίνων Γιώργος Βελουδής. Στο όνομα του Χάινε στηρίζεται η «ειρωνικότερη» και η πιο απροσδόκητη, σύμφωνα με τον Βελουδή, ομοιοκαταληξία σ' ολόκληρη τη νεοελληνική ποίηση. Καρυωτακική, αλλά του Ρίτσου, παρακαλώ:


Θα σας χτυπά τη βάρβαρη και κούφια κεφαλή
το ίδιο σφυρί που τ' άγαλμα κομμάτιασε του Χάινε,
μα η μέρα πάντα των Ποιητών τα μέτωπα φιλεί
κι' άστρινες μνήμες των νεκρών γενεών σε λήθης χάη 'ναι.

     Ο Χάινε είχε προσωπικές σχέσεις με τον Μαρξ. Στο σημείωμά του στην Εκλογή από τις Grundrisse, ο Γ. Χοντζέας αναφέρει ότι ο Μαρξ αφιέρωνε σε κάποιους μαρξιστές σοσιαλδημοκράτες τη φράση τού Χάινε έσπειρα δόντια δράκοντα και φύτρωσαν ψύλλοι. Ο Ένγκελς, στο ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το Τέλος της Γερμανικής Κλασικής Φιλοσοφίας, κατηγορεί τους Γερμανούς καθηγητές - δάσκαλους της νεολαίας: Και έπρεπε η επανάσταση να κρύβεται πίσω από αυτούς τους καθηγητές, πίσω από τις σχολαστικά σκοτεινές λέξεις τους, τις βαριές ανιαρές περίοδές τους; Δεν είταν, λοιπόν, ίσα-ίσα, οι άνθρωποι που περνούσαν τότε για εκπρόσωποι της επανάστασης, οι φιλελεύθεροι, οι πιο σφοδροί αντίπαλοι της φιλοσοφίας αυτής που μπέρδευε τα μυαλά; Αυτό όμως που δεν είδαν ούτε οι κυβερνήσεις ούτε οι φιλελεύθεροι, το είδε από το 1833 κιόλαςένας τουλάχιστο άνθρωπος και αυτός, βέβαια, ονομαζόταν Ερρίκος Χάινε.

     Όπως διαβάζουμε στο Radical Desire, ο Χάινε είχε πει ότι ο κομμουνισμός χρησιμοποιεί μια γλώσσα που κάθε λαός μπορεί να καταλάβει: τα στοιχεία της είναι η πείνα, ο φθόνος, και ο θάνατος. Αυτός ο φαρμακόγλωσσος κομμου- νισμός θα ήταν ο ακτινοβόλος, υπέροχος σκοπός προς τον οποίο θεωρούσε ο Χάινε ότι τρέχει ο 19ος αιώνας, πάντως, πάνω σε σιδερένιες ράγες, δηλαδή πάνω σε τρένο, που με την ασταμάτητη δύναμη του έγινε και ο νέος μύθος της κοινωνίας του 19ου αιώνα, πού αντικατέστησε τις παλαιότερες φυσικές μεταφορές της ‘’θύελλας και ορμής’’ ή ‘’λάβας’’ των επαναστατικών κινημάτων του 18ου αιώνα, όπως επισημαίνει στο Οι Μεταμορφωσεις της Ταυτότητας -  Έθνος, Νεωτερικότητα και Εθνικιστικός Λόγος ο Πέτρος Θεοδωρίδης.
     
     Ίσως η πιο γνωστή φράση που αποδίδεται στον Χάινε είναι: Όπου έχουν κάψει βιβλία, θα καταλήξουν να καίνε ανθρώπους. Βιβλία που κατασχέθηκαν δυνάμει του "ιδιώνυμου", βιβλία του Χάινε, ανάμεσα σε πολλών άλλων, όπως ο Μαρξ και ο Φρόιντ, έκαιγαν φασίστες στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά. Σήμερα η αστυνομία στις ΗΠΑ κατάσχει βιβλία των ανταλλακτικών βιβλιοθηκών του κινήματος Occupy, που ξεκινούν με τη φράση του Χάινε ένα απαντητικό φιλμάκι:




     Ο Φρόιντ γεννήθηκε επτά μήνες μετά το θάνατο του Χάινε, το 1856. Δεν έκρυβε τη γοητεία που του ασκούσε, αναφερόταν συχνά στα γραπτά του, μάλλον όχι τόσο συχνά όσο το έκανε για τον Γκαίτε. Μια υποσημείωση του Φρόιντ στο ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας (μτφ. Γ. Βαμβαλή, Επίκουρος 1994), ήταν και η αφορμή για να γραφτούν όσα προηγήθηκαν. Σ' αυτή την ξεκαρδιστική "ομολογία" του Χάινε, παρατιθέμενη από τον Φρόιντ, ήθελα να καταλήξω τόση ώρα:

     Σε έναν μεγάλο ποιητή επιτρέπεται να εκφράζει, τουλάχιστον αστειευόμενος, αυστηρά απαγορευμένες ψυχολογικές αλήθειες. Έτσι ομολογεί ο Χ. Χάινε: "Είμαι ο ειρηνικότερος άνθρωπος. Οι επιθυμίες μου είναι: μια ταπεινή καλύβα, μια αχυρένια στέγη, αλλά ένα καλό κρεβάτι, καλό φαΐ, γάλα και βούτυρο, πολύ φρέσκα, λουλούδια στα παράθυρα, μπροστά στην πόρτα μερικά ωραία δέντρα, κι αν ο καλός θεός θέλει να με κάνει τρισευτυχισμένο, ας μου δώσει τη χαρά να δω κρεμασμένους σε αυτά τα δέντρα κάπου έξι με εφτά από τους εχθρούς μου. Με όλη μου την καρδιά θα τους συγχωρήσω πριν από τον θάνατό τους όλα τα κακά που μου έκαναν στη ζωή - ναι, πρέπει να συγχωρούμε τους εχθρoύς μας, όχι όμως πριν κρεμαστούν". (Heine, Gedanken und Einfälle).

     
     Εντάξει, οι συνειρμοί είναι συνειρμοί και εδώ έχει παρατηρηθεί ότι γινόμαστε έρμαιά τους. Διαβάζοντας την "ομολογία" του Χάινε, μου 'ρχονται στο νου τα δέντρα του νότου με τα παράξενα φρούτα, με το αίμα στα φύλλα και στις ρίζες... 


     Μου 'ρχεται στο νου το Strange Fruit και η συγκλονιστική ερμηνεία της Billie Holliday:




     Όχι ότι τέτοια δέντρα δεν ευδοκίμησαν και στην Ελλάδα...



Αυτά...