Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Γιώργος Μακρής: η Τέχνη είναι διάρρηξη


Πώς; Με το "Σλοπ" και τον Μίνγκους, 
κάποια παραλλαγή (ακουστική θέλω να πω)
επειδή το ψαλίδι και το πικάπ
δεν είναι "οι καλύτεροι φίλοι".
Το αυγό μου με περιμένει. Μα εγώ, είμαι σε κατάσταση
έμπνευσης· ας το λοιπόν να περιμένει και να κρυώσει. 

Γ. Μ. Η κύρια αρρώστια, 1967 (μτφ. Ν. Βαλαωρίτη)


Οι σκόρπιοι στίχοι που έκλεισαν την προηγούμενη ανάρτηση γράφτηκαν απ' τον Γιώργο Μακρή, τον ποιητή που πήδησε από την ταράτσα στα 45 του, το 1968, έχοντας ως τότε δημοσιεύσει μόνο ένα κείμενο με την υπογραφή του, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού ΠΑΛΙ το 1964: μια μετάφραση του ποιήματος Πέτρα του Ήλιου του Octavio Paz. Είχε γράψει και το Προοίμιο στο ίδιο τεύχος του ΠΑΛΙ, αλλά είχε αρνηθεί να το υπογράψει και αυτό. 

Τα ΓΡΑΠΤΑ του Γιώργου Μακρή, που κυκλοφόρησαν το 1986 από την Εστία, επιμελήθηκε ο ποιητής Ε. Χ. Γονατάς. Το 90% απ' αυτά βρέθηκαν και διασώθηκαν από τον φίλο του Μακρή Άγγελο Καράκαλο και παραδόθηκαν στον Γονατά μέσα σ' ένα τσουβάλι. Σε αρκετούς ο Μακρής ήταν γνωστός από το ποίημα του Σαχτούρη Έζησα Κοντά (μνήμη Γιώργου Μακρή) από τη συλλογή Το Σκεύος (1971) που εισάγει στα ΓΡΑΠΤΑ:


Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
όμως η καρδιά μου ήταν πιο κοντά
στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
στους μεγάλους απεριόριστους τρελλούς
κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους.

     
Από τα ΓΡΑΠΤΑ του, το πιο πολύ διαβασμένο υποθέτω πως είναι η Προκήρυξη αρ.1 του ΣΑΣΑ (Σύνδεσμος Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων) για την ανατίναξη της Ακρόπολης (εδώ στην εφημερίδα δρόμου του Ηρακλείου Άπατρις - σχετικό αφιέρωμα και στο HappyFew από τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο). "Μη σε νοιάζει, θα κατέβω αμέσως" λέγεται ότι απάντησε στον θυρωρό του που τον ρώτησε πού πηγαίνει όταν ανέβαινε στην ταράτσα απεριόριστος, κιόλας με φτερά, για τον θαυμάσιο θάνατο. 



Το ποίημα για τον διαρρήκτη Βούρβαχη το έγραψε μαζί με τους φίλους Νάνο Βαλαωρίτη και Πάνο Κουτρουμπούση. Στο Μέγα Λαϊκό (μαζί με την πρώτη εκτέλεση του Σακαφλιά του Τσιτσάνη) έχει δημοσιευθεί όπως περιέχεται στα ΓΡΑΠΤΑ, χωρίς δηλαδή τα κομμάτια των άλλων δύο που βρίσκονται χωριστά στις σημειώσεις. Πιο κάτω, ο ΘΡΗΝΟΣ στο σύνολό του, με τα αρχικά των συντελεστών στα δεξιά του τελευταίου στίχου κάθε κομματιού:



ΘΡΗΝΟΣ 
για τον διαρρήκτη Κώστα Βούρβαχη


Δεν πρόλαβε
πριν γίνουν δυο
τα εκατομμύρια· τον σκότωσαν στον ξεροπόταμο
κι έτσι
δεν θα κατηφορίσει μ' ένα άσπρο Triumph στην
κεντρικότερη λεωφόρο 
του Rio de Janeiro
δεν θα κατέβει στο ξενοδοχείο Montana 

rue Saint-Benoît
υπέρκομψος και νευρικός                                                 ΓΜ
στα κόλπα,
με φουλάρι,
ωραία κοκτέιλ σε φίνα ρεσόρτ
φοινικιές στους κήπους
σταυρωτά πόδια 
στα μεγάλα καφέ των βουλεβάρδων...
...αφού κι ως τώρα, 
πριν το φίνις του ξεροπόταμου,
στα μπουζούκια τα κορίτσια
τον είχαν όλο "έλα"
και "όπα-όπα"                                                                   ΠΚ
όμως αυτός γουστάριζε ντύσιμο James Bond
και είχε άλλη όψη των πραγμάτων.
Αυστρία - Semmering - Gstadt
Εξωτερική Μογγολία - Μεξικό - Περού
ήταν στο πρόγραμμά του από παιδί.
Θα προτιμούσε εξερευνητής, κατάσκοπος
και σε μυστηριώδη κόλπα εν γένει
ίσως και διπλωμάτης· κι ο πατέρας
του ξυπνούσ' εκείνη τη στιγμή του ονείρου 
τη μάνα του, να σφάξει έναν κόκορα και 
να 
γεμίσει κρασί
το κανάτι γιατί είχε έρθει με το φίλο του 
τραγουδώντας τον "Σακαφιά στα Σάλωνα στα
δυο στενά που τον σκοτώσανε"
κι η μάνα του ξυπόλυτη στις πλάκες με το μαχαίρι
τρεις η ώρα το πρωί.                                                        ΓΜ

Λοιπόν, έτσι εξηγείται
και η κατοχή
του "αναισθητικού" πιστολιού
όπως και όλα τα άλλα
εξηγούνται. 
Και στο τέλος ο "λυπημένος νέος"
τινάχτηκε στα ξεροπόταμα
χωρίς να συμπληρωθεί
το κόλπο 
και να σκορπιστούν γύρω-γύρω
οι θησαυροί
σ' όλους αυτούς τους τόπους
και να πέφτουν τα τσιπς
ελεύθερα στις τσόχες.                                                      ΠΚ    


Άλλωστε ως πλασιέ δεν έζησε
Με αδιάκοπο παράπονο
πως δεν μπορούσε να πληρώσει
το νοίκι - δραχμές 400 - 
ενώ στο δωμάτιό του
ήτανε κρυμμένη μια μικρή
περιουσία, μα
κυρίως τα γάντια του τα άσπρα
η γνώση του για ψεύτικα διαμαντικά
το γούστο του για έργα τέχνης·
δίπλα στις εικόνες ίσως
κανένας Τσαρούχης κανένας
Εγγονόπουλος, κι έτσι
τελικά, το συμπιεσμένο όνειρό του
έσκασε σαν λάστιχο αυτοκινήτου
ντεραπάροντας στην άσφαλτο
μια μέρα βροχερή
πέφτοντας τ' αυτοκίνητο
επάνω σ' ένα δέντρο - και το δέντρο ήταν αυτός.              ΝΒ


Έτσι λοιπόν αρχίσανε οι μπούκες 
με τ' όνειρο μιας γενναιοδωρίας προσεχούς.
Γιατί το ορόσημο της λεβεντιάς
και
της 
άνεσης
λεγόταν 2.000.000.
Έτσι το σκέφτηκε: Δεν ήθελε να νοικοκυρευτεί
μετά, ούτε κατάστημα ν' ανοίξει
ήθελε όμως να γνωρίσει κάποτε
τον Charles Mingus, ή τον Kenny Clarke
και να την φουμάρουνε παρέα σε 
ένα μόρτικο studio, rue de l' Ancienne Comédie
ή στους 52 δρόμους

ήθελε να γνωρίσει τον Genet
ήθελε ίσως να γράψει ένα πολύ μυστήριο 
βιβλίο στο Saint-Paul de Vence
ή στο Urbino (που το 'χε δει τότε που
δούλεψε στο καμιόνι-ψυγείο της
Perrugia σαν σωφέρ) μακριά από την οδό Μαυρομιχάλη.  ΓΜ

Και συνάμα σκέφτηκε:
να φτιάξει μια στολή 
σαν στρατιωτική αλεξιπτωτιστού
γεμάτη με τρανζίστορ μηχανήματα
για κάθε σκοπό
από ραδιοφωνάκι
μέχρι ακτίνες θανάτου
γεμάτη με καλώδια και εξαρτήματα,
μέχρι και προωθητήρες τζετ
στις μπότες, 
και μ' αυτά τα ρούχα να εργάζεται.
Να εμφανίζεται τιμωρός 
και να χάνεται αόρατος, 
αήττητος απ' τη χωροφυλακή
και τους αστυφύλακες, 
περιφρονητής και ολύμπιος. 
Ώσπου να τα 'φτιαχνε δυο 
τα εκατομμύρια και μετά
να το 'ριχνε στα "γούστα".                                                ΠΚ    
Περί αυτού επρόκειτο δηλαδή. 
Πλην όμως, αν εξαιρέσει κανείς
κάμποσους δίσκους από Μάρκο Βαμβακάρη
μέχρι Eric Dolphy και McLean και Pergolesi
προς το παρόν
τίποτ' ακόμα: το '66 θα γινόντουσαν δυο τα
εκατομμύρια. Κι αυτός θα έμπαινε στα είκοσι οχτώ
κι ήταν καιρός ν' αρχίσουν τα ωραία.
Αλλά στον ξεροπόταμο της Φιλοθέης
η μπερέτα εκπυρσοκρότησε 
και ο σφαγμένος κόκορας λάλησε για τελευταία
φορά
τρεις η ώρα το πρωί, ενώ ο πατέρας του
τραγουδούσε τον Σακαφιά
κι η μάνα του ξυπόλυτη τον ξεπουπούλιζε
ενώ η Ursula Andress μισόγυμνη
χαμογελούσε από το Playboy, Via Veneto
τρεις η ώρα το πρωί!                                                        ΓΜ






     To σημείωμα του Γιώργου Μακρή, 
στο τέλος του χειρογράφου του ΘΡΗΝΟΥ:

Άγνωστός μας, υπογραφόμενος "διαρρήκτης - ποιητής" (προφανώς φίλος του νεκρού), μας απέστειλε το παρακάτω ποίημα. Το δημο-σιεύουμε μ' ευχαρίστηση: Αφού (κι αφότου) ο De Quincey μίλησε "περί της δολοφονίας θεωρουμένης ως μιας των Καλών Τεχνών", νομίζουμε πως δεν θα 'ταν άσκοπο να τονιστεί πως η Τέχνη είναι με τον τρόπο της μια διάρρηξη: Διάρρηξη του οποιουδήποτε κλεμμένου και προφυλαγμένου χώρου. Και δεν αναφερόμαστε κλειστά στο γνωστό απόφθεγμα του Proudhon:"La propriété s' est le vol". Ο χώρος είναι ο κόσμος. 


  


Το απόφθεγμα του Προυντόν είναι το γνωστό η ιδιοκτησία είναι κλοπή. Εννοώντας το ίσως, έγραφε σ' ένα νεανικό ποίημα "Είμαι χαρούμενος.../ που δεν αφήνουμε ίχνη". Το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο το χρησιμοποιούσε. Όπως στο ποίημα ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ που κατέληγε: 

Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.


 
O Mingus το 68, τη χρονιά 
που ο Μακρής σάλταρε (dcjohn62)


Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

η
ζωή
είναι ένα
ποδοπατημένο
λάφυρο θανάτου

PLaY:   ΖΩή - Lost Bodies (theochar79)


η ζωή είναι ένα ποδοπατημένο λάφυρο
ένα δακρύβρεχτο στριφτό τσιγάρο
ένα αεροστεγές δοχείο
για τα λιγοστά 
όχι πια
της
άνομβρης
όσο της βίαιης
πραγματικότητάς μας
που παραφορτωμένη με ζωή
κλυδωνίζεται ανάμεσα σε νικητές
δεν είναι κάτι τόσο απλό όσο
μπορεί να σκεφτήκαμε
όταν η ερώτηση
αμείλικτα
και
αδήριτα
τέθηκε για να 
απαντηθεί από απόντες
πανταχού απόντες οριστικά σε
μοναδικές, παροιμιώδεις σχοινοβασίες 
δες το λοιπόν τι σου ταιριάζει και
μη θαρρείς πως θά βρεις
αλλού άλλο κράτος
τόσο τρυφερό
τόσο, ναι,
ναι,
τόσο, ναι,
πρόστυχο, ναι,
το τόσο πρόστυχο
πρόστυχο μόνο θα το πω
πρόστυχο και τίποτε άλλο τώρα 
ναι, πουέχει τόσο ποδοπατηθεί 
που κανείς πια δεν θα 
βάσταγε ποτέ του 
να τη δει τη
ζωή
σαν κάτι
διαφορετικό
σαν κάτι αλλιώτικο
μόνο σαν παραδειγματικά
κονιορτοποιημένη αντίρρηση


Luigi Rubino Nostalgie (selenography2010)

Ζωή είν' αυτή;
Γιώργος Μακρής, ΒΙΑΘΑΝΑΤΟΣ ή ΧΡΟΝΟΝΟΣ (1964;)

από τα ΓΡΑΠΤΑ ΓΙΩΡΓΟΥ Β. ΜΑΚΡΗ
εκδ. Εστία, 1986


απ' το ίδιο ποίημα:
Τρελλή ζωή
Σκατοζωή
Νόημα της ζωής
Ζωή χωρίς νόημα
Κλεμμένη ζωή
Ξένος στη Ζωή
Ζωή σε σας
Λανθασμένη ζωή
Ζωή χαώδης
Ζωή Μαλακισμένη
Ζωή ζωεμπόρου
Έκλυτος βίος
Ζωή εμποδισμένη
Ζωή θανάτου
Ζωή του αυτόχειρος
Οργιαστική ζωή
Θλιβερή ζωή


 


Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

make love - not parade


Θ. Βρυζάκη - η Ελλάς ευγνωμονούσα (1858)


     Όταν πήγαινα στο δημοτικό σχολείο, στα τελευταία χρόνια της χούντας και στα πρώτα της μεταπολίτευσης (που απ' ό,τι ακούω εδώ και 20 χρόνια μας τελείωσε), μας μάθαιναν δημοτικούς χορούς και τραγούδια. Θυμάμαι καλά, νομίζω πως μπορώ να τα χορέψω, δυο από δαύτα. Θυμάμαι τους πρώτους στίχους τους: "Μακεδονία ξακουστή, του Αλεξάνδρου η χώρα, που έδιωξες τους Βούλγαρους κι ελεύθερη είσαι τώρα" και "Όποιος δεν είναι Έλληνας και δεν λατρεύει Ελλάδα, τάχα γιατί να ζει;". Μάλιστα. Αυτά μαθαίναμε. Βιοπολιτική στα δεκάχρονα της δεκαετίας του '70. Πολιτική για το σώμα, για τον έλεγχο του σώματος. Διαχείριση της πειθάρχησης έγκλειστων σωμάτων. Τα βήματα του χορού σωμάτων που δεν εκστασιάζονταν ούτε παρηγορούνταν, όπως εννοούν οι φιλοσοφικές ορίζουσες που έθεσε πρόσφατα ο Δημ. Τζωρτζόπουλος. Κι έπειτα θυμάμαι αυτό το "στοιχηθείτε". Όπου τα πράγματα ξεκαθάριζαν, η υπόνοια της χάρης του σώματος - που θα πάσχιζε, φαντάζομαι, να αποδράσει διαρκώς μέσω του χορού - μετουσιωνόταν σε γουοναμπί ρώμη. Τα παιδικά και τα εφηβικά ακόμα σώματα δεν μπορούσαν να συγκριθούν με αυτά των ηρώων, που ήταν πρότυπα όχι για τη δική μας ενήλικη ζωή αλλά για τη ζωή μας σαν μελλοντικών καταναλωτών ηρωισμού μελλο-ντικών ηρώων (που, ως γνωστόν, πουλάνε τη μπατσίνη). Στοιχιζόμασταν. Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, και η σωστή παρέλαση προϋποθέτει τέλεια στοίχιση

     Μεγαλώσαμε με τις παρελάσεις. Χαβαλές, στραγάλια, καφές στην παραλία. Επαρχιακή πόλη, πρώτα οι ανάπηροι πολέμου, μετά οι πρόσκοποι κλπ, έπειτα τα σχολεία, και στο τέλος οι ένστολοι ένοπλοι. Οι παρελάσεις είναι η επιβεβαίωση της κυριαρχίας της στρατιωτικής λογικής στην καθημερινή ζωή. Μιας κυριαρχίας όχι πανταχού παρούσας, αλλά πάντα ενεδρεύουσας ή πάντα λανθάνουσας. Κι είναι θλιβερό στις μέρες μας, τώρα που δεν έχουμε πια ζωντανούς ανάπηρους πολέμου (ίσως ελάχιστους - κάπου το άκουσα), να πρέπει να παρελάζουν τα παιδιά τών έτσι κι αλλιώς θλιβερών σπέσιαλ ολίμπικς, να πρέπει να παιδεύονται άνθρωποι με κινητικά προβλήματα για να επιδείξουν τη θέλησή τους να μιμηθούν τους κανονικούς

     Για τις παρελάσεις και την ιστορία τους έχουν γραφτεί πολλά. Εμπνευστής τους ήταν ο δικτάτορας Μεταξάς, εποχιακός κονφερασιέ του φασιστικού και ναζιστικού μοντέλου στην Ελλάδα. Η ιδεολογική τους λειτουργία θα έπρεπε να θεωρείται προφανής. Προκαλεί πραγματικά απορία η στάση της αριστεράς στο θέμα των παρελάσεων. Ακόμα πιο πολύ, η στάση της για την παρέλαση που θα γίνει στις 25 Μαρτίου, ύστερα μάλιστα από όσα συνέβησαν στην προηγούμενη της 28ης Οκτωβρίου. 
     Η αγχωτική προσπάθεια της αριστεράς εδώ και έναν αιώνα, να πείσει ότι είναι πατριωτικότερη των αδιαμφισβήτητων πατριωτών, ενίοτε ότι αποτελεί τον μόνο αδιαμφισβήτητα πατριωτικό χώρο, συνεχίζεται έως τις μέρες μας, είτε από τη βατή - με την ανάμνηση του πατριωτικού πολέμου - σοβιετικής κοπής τάση της, είτε από την ριζοσπαστική (όσο πατάει ο Τσίπρας) τάση. Ο προδομένος λαός θα πρέπει να γιουχάρει, να μουντζώσει, να ξεδώσει με τους προδότες πολιτικούς. Το πλήθος των θεατών αισθάνεται ότι έχει αμετάκλητα αδικηθεί, γι' αυτό και γίνεται μνησίκακο πλήθος που ενεργεί πια, ανήμπορο ν' απαντήσει στην κατάστασή του αλλά και βρίσκοντας μια απολαυστική διέξοδο στην εθνολαϊκιστική του αυταπάτη, όπως έχει διεξοδικά αναλύσει ο Πέτρος Θεοδωρίδης. Από πλήθος-θεατής, τηλεοπτικό θέαμα. Αυτή είναι μια λαϊκή κινητοποίηση για τους αντιμνημονιακούς: αριστερούς, καρατζαφυρερικούς και, προπάντων, για τους γνήσιους και χωρίς προσμείξεις ελληναράδες· έτσι, χωρίς διακρίσεις. Κι οι μαθητές που θα στρέψουν το κεφάλι ή θα μουντζώσουν τους επίσημους, δεν θα έχουν αμφισβητήσει τη στοίχισή τους στην αγέλη, ούτε καν τους θεσμούς. Μόνο τα πρόσωπα. Και η συζήτηση θα ανακυκλώνεται στο αν η προσβολή των προσώπων είναι και προσβολή των θεσμών, που ίσως να έχουν δακρύσει μες στην πίκρα για την αχαριστία των κουρδισμένων υπηκόων. 


     Η γνώμη μου (δεν ήταν πλάκα) για το τι θα έπρεπε να συμβεί και σε αυτή την παρέλαση, εκτέθηκε συνοπτικά στο τουίτερ πριν από λίγες ημέρες και περιελήφθη σε σχετική ανάρτηση του AlluFunMarx, ο οποίος είχε εμπνευστεί τη μικρομπλογική αυτή λίστα.  Θα μπορούσε να υποστηριχτεί πολιτικά ένα μη-κίνημα αποχής των μαθητών από τις παρελάσεις, που θα υποστηριζόταν από ένα μη-κίνημα αποχής των θεατών. Ας το υποστήριζε αυτό η αριστερά. Αλλά κάτι τέτοιο δεν υπάρχει για να το υποστηρίξει. Κάποιοι, που πιστεύουν μέχρι σήμερα ότι η μάζα σαν τέτοια χρειάζεται καθοδήγηση, θα πρόσθεταν ότι δεν υπάρχει η κατάλληλη πολιτική δύναμη για να καθοδηγήσει ένα αντι-κίνημα αποχής από τις παρελάσεις. Το θέμα είναι ότι καμιά πολιτική δύναμη δεν δύναται να το εμπνεύσει. 


     Ας έμεναν, λοιπόν, οι πολιτικοί, στρατιωτικοί και θρησκευτικοί ταγοί, οι ελληναράδες και τα κανάλια να κάνουν την παρέλαση. Και είναι λάθος των ελευθεριακών που ζητούν να καταργηθούν οι παρελάσεις. Ας παρελάζει όποιος θέλει και τη βρίσκει έτσι. Ας γίνει μια γραφική, μειονοτική καρικατούρα η παρέλαση. Οι παλαιοημερολογίτες που κάνουν λιτανείες 13 μέρες αργότερα από τούς μέινστριμ χριστιανούς είναι μάλλον διασκεδαστική μειονότητα, παρά  ενοχλητική. Στο βαθμό που το φίδι που παραμονεύει παραμένει σε νάρκη, γιατί έχουμε ζήσει και τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία. 


Διάλειμμα: Ερώτηση Κρίσεως
από τον Θ. Παπακωνσταντίνου (LordMarks)
     


     Δεν ξέρω τι θα γίνει στις παρελάσεις της Κυριακής και, στην ΑΘήνα, του Σαββάτου. Το υπουργείο προστασίας του πολίτη θα έχει πάρει τα μέτρα του. Όλα δείχνουν ότι οι αντιδράσεις είναι δύσκολο να αποτραπούν. Ή ίσως και να μην είναι επιθυμητό. Στις καταστάσεις εξαίρεσης που είναι εξαιρετικά κανονικές δηλαδή μόνιμες, το κράτος μεριμνά για να συμβαίνουν επεισόδια, και δεν προσπαθεί να τα προλαμβάνει, αφού στόχος είναι η παρέμβαση (όταν έχουν ήδη συμβεί υπό τους όρους του και στο γήπεδό του) για τη διαχείριση και τον προσανατολισμό τους. Αυτή η ιδέα για τις καταστάσεις εξαίρεσης εξηγείται εξαίρετα μέσα σε λίγα λεπτά από τον Giorgio Agamben σε μια συνέντευξή του στον Άκη Γαβριηλίδη για την εκπομπή της ΕΤ-3 με γενικό τίτλο Τόποι Ζωής - Τόποι Ιδεών (τη βλέπετε και στο youtube, ο Agamben από το 4:27 λεπτό).


     Δεν ξέρω και πόσο βαρύ συμβολισμό έχει πια αυτή η ιστορία με τις παρελά-σεις. Τόσο βαρύ ώστε να καθορίζει την επιλογή του Χρυσοχοΐδη και του πρόθυμου να παραστεί Μπαμπινιώτη για τις νέες και προσωρινές υπουργικές θέσεις; Για τον δεύτερο ο Πιτσιρίκος είναι βέβαιος. Πιστεύω ότι η επιλογή Μπαμπινιώτη στηρίχθηκε κατ' αρχήν στο πλασάρισμά του σαν εθνικού γλωσσο-λαγνολόγου. Η ελληνική γλώσσα προτείνεται σαν ένα από τα πιο αποτελεσματικά όπλα για την αντιμετώπιση της διεθνούς συνωμοσίας κατά του γένους. Κι από κοντά η παρέλαση για την επέτειο του ξεσηκωμού - του γένους πάντα. Η πρόβλεψη του Αθανασίου Τριανταφυλλιά Δρατζίδη από την Ανώτατη Σχολή Κακών Τεχνών ότι οι πολιτικοί δεν θα παραστούν στην παρέλαση, βγήκε για κάμποσες πόλεις όπου ανακοινώθηκε ότι δεν θα στηθούν εξέδρες για επίσημους. Όμως, η συνολική στάση των δυνάμεων που τώρα κυβερνούν λέει μην αμφισβητείτε τους πολιτικούς, έχουν κάνει λάθη αλλά είναι απαραίτητοι, δεν είναι όλοι λαμόγια κλπ. Προφανώς επειδή για διάφορους λόγους η γενική ανανέωση του πολιτικού προσωπικού είναι πρακτικά αδύνατη. Άρα οι ίδιοι θα πορευτούν, ο Σαμαράς κι ο Μπένι θα πείσουν, κι ο Καρατζαφέρης και άλλοι κωλοτουμπίστες, έκαστος το ποσοστό του. Κοπιάστε, λένε. Θα σιδερο-φραχτούμε, αλλά εδώ είμαστε. Το ξέρετε εξάλλου ότι εδώ είμαστε. Κάθε βράδυ παρελάζουμε στα κανάλια. 


     Ό,τι κι αν γίνει στις παρελάσεις, δεν θα αμφισβητεί την εθνεγερτική τους αξία. Θα αμφισβητεί μόνο πρόσωπα για την αναξιότητά τους να σηκώσουν αυτή την αξία. Τι άλλο... Μόνο μια ευχή: Κάνετε έρωτα, όχι παρέλαση. Ήδη, κάποια σκυλιά, όχι αυτά που τρώνε χαράμι το ψωμί μας, το έκαναν πράξη:



Θέλεις να με ξεγελάσεις
και μου λες για παρελάσεις.
Τώρα σίμωσε, μην κλάσεις,
στης αγίας σου της πλάσης
τις χυδαίες διαθλάσεις.



RedheadMetalC


Μωρέ το ξανάπα:
Με όλα ετούτα τα συμβάντα
παραμελώ την ποίηση·
κι ας λέω μέσα μου αγάντα,
μου ανεβαίνει η πίεση.


Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

ο Αλή φιλούσε αγέρωχα

  



    
     
     Ακόμα μια μικρή τεθλασμένη αναρτήσεων, από τη Δόμνα Σαμίου μέσω του Samuel Baud-Bovy στα Γιάννινα, τους Γύφτους και τον Αλή Πασά, και, με πάσα του πασά, στον ποιητή Λόρδο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, φτάνει στην άλλη άκρη της. Ο Αλή πασάς δίνει τη σκυτάλη στον Μπάιρον , δεν την αφήνει όμως, κι έτσι την κρατούν κι οι δυο. Βρισκόμαστε στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 19ου αιώνα. Για τα όσα συνέβησαν στη συνάντηση Αλή πασά - Μπάιρον, υπάρχουν κάμποσα δημοσιευμένα κείμενα, επιστολές του ίδιου αλλά και βιογραφίες, όπως η μυθιστορηματική του Frederic Prokosh (πρώτη έκδοση Αστάρτη 2003, επανέκδοση Ελευθεροτυπία 2011, μτφ. Παναγιώτη Σκόνδρα, υπάρχει και στο scribd):

Δυο εβδομάδες αργότερα εισχωρήσαμε στα βουνά της Αλβανίας και στο τέλος αντικρίσαμε τους πύργους του Τεπελενίου. Ήταν προχωρημένο απομεσήμερο, ο ήλιος ετοιμαζόταν να βασιλέψει, και οι στρατιώτες παρήλαυναν ευθυτενείς μπροστά από το μέγαρο. Τάρταροι με ταυρίσιο πρόσωπο και πυργωτά σκουφιά, Τούρκοι με τουρμπάνι και κάπα, Αφρικανοί σκλάβοι που οδηγούσαν άλογα κατάλευκα και, επιβλητικότεροι όλων, οι Αλβανοί, με χρυσοκέντητους μανδύες, κόκκινα βελούδινα γιλέκα και, περασμένα στη ζώνη, πιστόλια και εγχειρίδια με ασημένια λαβή. Μου θύμισαν το παλιό μου βιβλίο με τις Χίλιες και μια νύχτες και, καθώς χωνόμουν βαθιά στους δρόμους του Τεπελενίου, μου ήρθε να μουρμουρίσω : «Άνοιξε, Σουσάμι!». 

Και το Σουσάμι άνοιξε, πέραν πάσης αμφιβολίας. Προσκλη-θήκαμε στο μέγαρο, και επισκέφθηκα τον πασά μέσα στα δροσερά μαρμάρινα δώματα του. Ανατολίτικοι καναπέδες, μεγάλοι και κόκκινοι, ήταν ευθυγραμμισμένοι κατά μήκος των τοίχων, και στη μέση ανέβρυζε ένα σιντριβάνι. Ο πασάς σηκώθηκε από τον καναπέ και με περιεργάστηκε. 
«Είστε νέος» , είπε γλυκά. «Πείτε μου, γιατί αφήσατε τη χώρα σας;» 
«Μου αρέσουν τα ταξίδια», του απάντησα. 
«Τα ταξίδια! » γουργούρισε. «Τα ταξίδια είναι επικίνδυνα! Εκτίθεστε σε ακατονόμαστους κινδύνους, αγόρι μου». 

Κάθισα, κι εκείνος παρήγγειλε σερμπέτια και ένα μπολ με γλυκίσματα. Αυτός ο αιμοσταγής τύραννος, ο Αλή Πασάς, που είχε δολοφονήσει χιλιάδες ανθρώπους, ήταν ένας άντρας με φίνους τρόπους και μεγάλη οξύνοια. Το πρόσωπο του ήταν σημαδεμένο και γωνιώδες, το βλέμμα διαπερα-στικό κι ωστόσο γλυκό, η γενειάδα μαλακή και κάτασπρη, τα χείλη μικρά σαν γυναικεία. Φορούσε χρυσοκέντητο φέσι, μαύρο γούνινο γιακά και παντόφλες από γαλάζιο επιχρυσωμένο μαροκινό. 

Με περιεργάστηκε εγκρίνοντάς με. «Μου είπαν ότι είστε λόρδος», μουρμούρισε. «Δεν εξεπλάγην. Μόνον ένας λόρδος μπορεί να έχει χέρια τόσο ντελικάτα και αυτιά τόσο μικρά. Θαυμάζω πολύ τη μεγαλόπρεπη σπάθα σας και τις επίχρυσες επωμίδες σας. Με γοητεύουν επίσης τα μάτια σας και το πονηρό και αυθάδικο χαμόγελο σας. Σας παρακαλώ, θεωρήστε με πατέρα σας όσο θα μείνετε στο Τεπελένι. Θα σας περιμένω στα δώματά μου, τα μεσάνυχτα. Θα μιλή-σουμε για ποίηση ... » 

Μας εσυνόδεψαν στις κάμαρές μας, που βρίσκονταν στη δυτική πτέρυγα του μεγάρου, και είπα στον Καμ: «Αναρω-τιέμαι ποιες είναι οι απόψεις του πασά όσον αφορά την ποίηση». O Καμ όρθωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε.  «Είναι άνθρωπος γεμάτος φαντασία, φυσικά». «Αναμφίβολα», απάντησα. «Κι έχει, φαίνεται, απαίσια φήμη». 

«Καλέ μου Μπάιρον», είπε γαλήνια ο Καμ, «είσαι απολύτως εις θέσιν να αντιμετωπίσεις την κατάσταση. Οι προθέσεις του πασά είναι πεντακάθαρες σαν κρύσταλλο. Πρέπει να προετοιμαστείς για κάποια ανατολίτικα καλοπιάσματα». 
«Να πάω;» δίστασα. 
«Και βέβαια να πας», με ενθάρρυνε ο Καμ. Όταν ήσουν στο Καίμπριτζ, συμπεριφερόσουν σαν άνθρωπος του Καίμπριτζ. Τώρα είσαι στην Τουρκία και πρέπει να συμπεριφερθείς σαν Τούρκος». 

Κατάλαβα ότι ο Χόμπχαους, αναζητώντας «παραλειπόμενα» για τα ταξιδιωτικά του άρθρα, προσπαθούσε να με ωθήσει να δεχτώ το ραντεβού μου με τον πασά. Κι εγώ (εκτός από την αίσθηση ότι με υποχρέωνε η ευγένεια) αντιμετώπισα τη συνάντηση σαν ένα αυστηρώς επιστημονικό πείραμα, με τον σκοπό να μάθω τι είδους ικανοποίηση δοκίμαζαν μερικοί παλιοί μου φίλοι (ο Λόρδος Ίνγκολντσμπυ, επί παραδεί-γματι) υιοθετώντας εκείνη που εμείς αποκαλούσαμε «οθωμανική στάση». 

Έφτασα στα δώματα του πασά τα μεσάνυχτα ακριβώς. Ένας λύχνος έκαιγε, το δωμάτιο ήταν διαποτισμένο από άρωμα γιασεμί, και πάνω στο τραπέζι ήταν ακουμπισμένα ένα μπρίκι με καφέ κι ένα δοχείο γεμάτο αμύγδαλα. Ο πασάς φορούσε μιαν ατλαζένια ρόμπα με δαντελωτή παρυφή, και μου ζήτησε να καθίσω σε ένα μαξιλάρι δίπλα του. Σε ένα χάλκινο κλουβί κρεμασμένο από την οροφή υπήρχε ένας παπαγάλος και, σε μια γωνία, ένας νέγρος τροφοδοτούσε με κάρβουνο ένα μαγκάλι. 

Για λίγο μιλήσαμε για ποίηση. Ο πασάς μού διάβασε ορισμένους στίχους του Μπουαλώ, που τους είχε μεταφράσει στα τούρκικα από τα γαλλικά. Μη γνωρίζοντας τούρκικα, δεν ήμουν εις θέσιν να κρίνω πόσο λαμπρή ήταν η απόδοσή τους. Όμως άκουσα ευγενικά, συyκατανεύοντας με το κεφάλι. Στο τέλος ο πασάς έσκυψε μπροστά και είπε: «Αρκετά με την ποίηση. Να, πάρτε λίγον καφέ και επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα φιλί, αγόρι μου». Τώρα που το ξανασκέφτομαι, το επεισόδιο μου φαίνεται πιο πολύ κωμικό παρά απαίσιο, αλλά θυμάμαι ότι εκείνη τη στιγμή ένιωσα μια σαφέστατη δυσφορία. Μόνο η επιθυμία να συγκε-ντρώσω στοιχεία για τα «παραλειπόμενα» του Καμ με έπεισε να υποκύψω στις προτάσεις του πασά. Σβήστηκε ο λύχνος κι εμείς ξαπλώσαμε σε ένα χαλί πλάι στο μαγκάλι . Ο Αλή Πασάς ήταν σαφώς έμπειρος στο είδος και οι χειρισμοί του ήταν γεμάτοι αβρότητα, αλλά όταν αργότερα ο Χόμπχαους με ρώτησε: «Λοιπόν, Μπάιρον, πόνεσε;» αναγκάστηκα να του απαντήσω: «Αν πόνεσε; Και βέβαια πόνεσε. Αναθεματισμένα!». 

Δεν ξαναδοκίμασα τον πειρασμό να επαναλάβω το αλβα-νικό πείραμά μου. Δεν ήταν «στο στυλ μου», όπως λένε. Υπάρχει μια δόση παθητικότητας μέσα μου, αλλά προτιμά μια εκτόνωση πιο λεπτή και πιο υγιεινή. Ωστόσο, όταν σκέφτομαι το πράγμα, και συλλογίζομαι τις πιο λεπτές πτυχές του, καταλαβαίνω ότι το συμβάν δεν ήταν άνευ σημασίας. Όλοι οι άντρες είναι παράξενα ζώα. Τα ορμέμφυτά τους είναι ανεξιχνίαστα. Εν συνεχεία, στο Λονδίνο και στη Γενεύη, για να μην πω στη Βενετία και στη Ραβέννα, έτυχε να ξανασκεφτώ τη νύχτα που πέρασα με τον πασά με ανάμεικτα αισθήματα ευθυμίας και αποτροπιασμού. Μια μέρα διηγήθηκα αυτό το μικρό επεισόδιο στην Καρολάιν, που αμέσως σοβάρεψε και με περιεργάστηκε σκεφτική. 

«Δεν είναι στο στυλ σου;» μουρμούρισε. «Ίσως όχι, αστεία μου αγάπη, αλλά σίγουρα η νύχτα εκείνη στην Αλβανία άφησε το σημάδι της επάνω σου». 

Να είναι αλήθεια; Μπορεί. «Το σεξ είναι αίνιγμα» (όπως ισχυριζόταν η Καρολάιν) και υπάρχουν στιγμές που η σκέψη μου ξαναγυρίζει σ' εκείνο το μικρό «πείραμα» στο Τεπελένι. Ακόμα ξαναβλέπω τον νεαρό Σομαλό που μας κρυφο-κοιτούσε από τη γωνιά του, και τον πασά που πασάλειβε τις σάρκες του με μιαν αλοιφή πράσινη στο χρώμα του μπιζελιού· και ξαναβλέπω τον παπαγάλο που μινύριζε στα τούρκικα - τίποτα κολακευτικό, φοβάμαι, γιατί ο πασάς εξεμάνη και πέταξε πάνω στο κλουβί μια μεγάλη μαύρη εσάρπα.



     

     Το αν ο Αλή πασάς πόνεσε ή όχι τον Μπάιρον, ποσώς μας ενδιαφέρει. Σύμ-φωνα με άλλες βιογραφίες του, δεν υπέκυψε στις ορέξεις του λιονταριού. Πάντως η ομοφυλοφιλία του είναι γενικά αποδεκτή. Σε επιστολή του, από αυτές που δημοπράτησε ο οίκος Σόθμπις πριν από τρία χρόνια, εκφράζει θαυμασμό για ορισμένα από τ' αγόρια του χαρεμιού του Αλή πασά. Η Ιρλανδή συγγραφέας Ο΄ Μπράιεν ασχολήθηκε πρόσφατα επισταμένα με την ερωτική ζωή του. 
     Η παράθεση του πιο πάνω αποσπάσματος, καθώς και των προηγούμενων παραπομπών, έχει σκοπό να βοηθήσει στην απομυθοποίηση όχι του Μπάιρον σαν φιλέλληνα, αλλά του Μπάιρον σαν φιλέλληνα που, σαν τέτοιος, θα πρέπει να είναι στρέιτ γενικώς. Αυτό υποθέτω είναι απόλυτη προϋπόθεση για τους Ελληναράδες που θα προσπαθήσουν στις 25 Μαρτίου να αποκαταστήσουν το νόημα της εθνεγερσίας, ενώ θα βάλλουν κατά των προδοτών, όπως τους αποκαλούν, πολιτικών ταγών. 
     Η παρέλαση θα είναι αντικείμενο της επόμενης ανάρτησης, μεθαύριο, καθώς, αν ήταν σήμερα, όπως είχαμε αρχικά σχεδιάσει και προαναγγείλει, θα 'μοιαζε με δεύτερο καρπούζι κάτω απ' την ίδια μασχάλη. Νομίζω ότι όλη αυτή η τηλεφιλολογία για την τρέχουσα κατάσταση εξαίρεσης θα αρκούσε να απαντηθεί με αποχή μαθητών και θεατών από τις παρελάσεις. Ας μείνουν μόνοι τους: κανάλια, ελληναράδες, επίσημοι. Αλλά...
     Και πάλι στα Χειρόγραφα του Μεσολογίου:
     Παλεύω με μιαν όλο και αυξανόμενη απόγνωση. Πρώτα απ' όλα, οι Έλληνες: μια πλεμπάγια απατεώνες και λωπο-δύτες. Ήρθα στην Ελλάδα να πολεμήσω για την ελευθερία της, όμως οι Έλληνες είναι ακόμα ικανοί για ελευθερία;
     Και το κλίμα. Τα πάντα μουχλιασμένα. Ψείρες και ψύλ-λοι και ένας αέναος πονοκέφαλος. 
     Και οι Σουλιώτες μου: ένας συρφετός παλιάνθρωποι, άπληστοι και μέθυσοι. 
     Έτσι απλά. Ή, απλούστερα, σε επιστολή του (Λ. Μπάυρον, Επιστολές απο την Ελλάδα, εκδ. Ιδεόγραμμα 1996, μτφ. Δημοσθένη Κούρτοβικ):
     Οι Σουλιώτες είναι αχρείοι και μιλούν λίγα ιλλυρικά. 


   


     Σήμερα, 21 του Μάρτη, είναι παγκόσμια ημέρα της ποίησης. Αυτό το μπλογκ είναι μπλογκ της ποίησης, παρά τις όποιες λοξοδρομήσεις του. Ο Μπάιρον ήταν ποιητής. 

 

     Το She walks in beauty (like the night) είναι ένα διάσημο ποίημα του Μπάιρον που ενέπνευσε πολλούς, και μελωδούς. Ας το ακούσουμε από την Fjoralba Turku:






Να κι η μετάφραση του Χάρη Βλαβιανού, από το BookPress:
I.
Bαδίζει μες στην ομορφιά, όπως η νύχτα
Σ’ ανέφελα τοπία κι έναστρους ουρανούς·
Kι ό,τι καλύτερο απ’ το σκοτάδι και τη λάμψη
Στην όψη της το βλέπεις, στη ματιά της:
Στο τρυφερό αυτό φως έχει ωριμάσει
Που αρνείται ο ουρανός στη φαντασμένη μέρα.


II.
Mια σκιά περισσότερη, μια αχτίνα λιγότερη,
Kι ίσως χανόταν η ανώνυμή της χάρη
Που σε κάθε ολόμαυρη πλεξίδα κυματίζει,
Ή φέγγει απαλά στο πρόσωπό της·
Όπου γλυκά οι σκέψεις και γαλήνια μαρτυρούν
Πόσο αγνή, πόσο ακριβή η κατοικία τους.


III.
Kαι στο μάγουλο αυτό, και σ’ αυτό πάνω το μέτωπο,
Tόσο απαλό, τόσο ήρεμο, κι όμως εκφραστικό,
Tα χαμόγελα πού κερδίζουν, οι τόνοι που αστράφτουν,
Mα πού μιλούν για μέρες στην καλοσύνη ξοδεμένες,
Για ένα μυαλό με τα μικρά συμφιλιωμένο,
Για μια καρδιά πού άδολα αγαπάει!


[Iανουάριος, 1815]


Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

σκεπάρνια, καρφιά, κλαρίνα:
όλα γύφτικα

κι ο Αλή πασάς, βδελυττόμενος



     Ο Σκάρος είναι ένα πολύ γνωστό ηπειρώτικο χωρίς λόγια, όχι επειδή αφαιρέθηκαν γιατί ήτανε πχ αλβανικά, αλλά γιατί τη μελωδία του την έπαιζαν με τη φλογέρα οι τσομπάνηδες κι αργότερα την πήραν οι κουμπανίες. Με εισαγωγή αυτό το σκοπό, όπως τον παρουσίασε στην εκπομπή της στην κρατική τηλεόραση τη δεκαετία του 1970 η Δ. Σαμίου, θα ξαναβρούμε το Δοκίμιο για το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι (Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα 1984), ένα βιβλίο του  Samuel Baud-Bovy, που ήταν ο θάνατος της Δόμνας Σαμίου αφορμή για να το σκαλίσω. Μερικές φορές ξαναδιαβάζουμε βιβλία και ανακα-λύπτουμε κομμάτια τους σα να μην τα είχαμε ποτέ άλλοτε διαβάσει. Οι σκέψεις μετά από μια νέα ανάγνωση είναι πάντα διαφορετικές από τις πρώτες. Ακόμα κι ανάμεσα σε διαδοχικές αναγνώσεις. 


     Στο κεφάλαιο για το Αστικό Τραγούδι και στο δεύτερο μέρος του με τίτλο Τα Γιάννινα και οι Γύφτοι ο Baud-Bovy αναφέρεται στον Αλή Πασά που αγαπούσε το κρασί και τη μουσική και γράφει για το όργιο που οργάνωσε ο γιος του Μουχτάρ, στο οποίο συμμετείχαν ο μητροπολίτης Άρτας, ένας Φράγκος γιατρός, ένας Εβραίος τραπεζίτης (;) και ένας νεαρός Έλληνας, για να μπει στο θέμα του που είναι οι Εβραίοι και, κυρίως, οι Γύφτοι μουσικοί.  Οι τελευταίοι, πιστοί αυλικοί του Αλή Πασά, δημιούργησαν τα αληπασαλίτικα τραγούδια με τα ομοιοκατάληκτα δίστιχα. Στις μουσικές τους μπέρδευαν τα αστικά τραγούδια της Πόλης και της Μολδοβλαχίας, τους θράκικους μανέδες και τα αραβοπερσικά μακάμια, ενώ χρωμάτιζαν και στόλιζαν τα ντόπια τραγούδια, αλλάζοντάς τους "ύφος και ήθος". Άξιος συνεχιστής τους, ο ξακουστός κλαριτζής Νίκος Τζάρας, που τη μουσική του διέσωσε με τις ηχογραφήσεις του ο Baud-Bovy. 


     Ο Baud-Bovy σχεδόν δεν παίρνει θέση για τη μουσική δημιουργία των Γύφτων. Αναφέρεται, σα να ήταν τρίτος, στη θέση του μουσικολόγου, του μουσικού και του μέσου ακροατή. Και παρατηρεί την αντίληψη ανωτερότητας των ντόπιων πληθυσμών στις νέες ελληνικές χώρες, Ελλήνων και Τούρκων, απέναντι σε Εβραίους και Γύφτους. Στις πόλεις, γράφει, όπως είχε "οβριακή", είχε και γυφτομαχαλά: οι Εβραίοι είχαν σταυρώσει το Χριστό, τα καρφιά όμως τα είχε φτιάξει Γύφτος. Κι όπως μου εξήγησε μια καλή γριούλα, ακριβώς εξαιτίας αυτής της γύφτικης συμβολής, η Παναγία καταράστηκε:


Πανάθεμά σε Τσίγγανε, ψωμί να μη χορτάσεις
κι όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, κατάσταση μην πιάσεις.

     Μετά από την κατάρα της Παναγιάς, σύμφωνα με το σοφό λαό μας, οι Γύφτοι ζουν αυτό που ζουν, δεν χορταίνουν, δηλαδή, ψωμί και δεν πιάνουν κατάσταση, πάει να πει δεν ριζώνουν σ΄έναν τόπο. Ας είναι, ξεφύγαμε. 


     Στο κεφάλαιο αυτό για το Αστικό Τραγούδι, το πρώτο μέρος αναφέρεται στην Πόλη και τα φαναριώτικα τραγούδια και το τρίτο και τελευταίο στη Σμύρνη και τα ρεμπέτικα, απ' όπου και το κομμάτι της προηγούμενης ανάρτησης. Οδηγός του, οι στίχοι από την Ανατολή του Κ. Παλαμά, που ο Baud-Bovy τους βάζει αμέσως μετά τον τίτλο τού κεφαλαίου:


Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα, 
λυπητερά,
πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!





Τα Γιάννινα και οι Γύφτοι

Για ποιο λόγο ο ποιητής του «Δωδεκάλογου», ανάμεσα στις εστίες των τραγουδιών με ανατολίτικο ύφος, να θυμήθηκε πρώτα – πρώτα μια πόλη της δυτικής Ελλάδας, την πρωτεύουσα της Ηπείρου; Αιτία ο Αλή Πασάς και οι Γύφτοι. 

Όπως ο Μουράτ Δ', ο Αλή πασάς αγαπούσε το κρασί και τη μουσική. «Τον συγκλόνιζε μια ωραία φωνή. Τον είδα πολλές φορές να χύνει δάκρυα καθώς ένας νέος, γεννημένος στην Αραβία, τραγουδούσε ιλάχια (ύμνους), παρ’ όλο που ο βεζίρης δεν ήξερε αραβικά· η μελωδία αρκούσε για να μαλακώσει την άγρια του καρδιά», γράφει ο Ibrahim-Manzour-Efendi, εξισλαμισμένος Εβραίος που έζησε τρία χρόνια στην αυλή του πασά. 

Ο Αλή κληροδότησε στους γιους του την ασπλαχνία αλλά και το πάθος του για τη μουσική και τους νέους μουσικούς. Ο δευτερότοκος, ο Βελή, τον καιρό που ήταν πασάς του Μοριά, έφερε στην Τριπολιτσά στα 1809, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ένα πιανοφόρτε. Ήταν ο ίδιος μουσικός και είχε συνθέσει ερωτικά τραγούδια, που ο Γερμανός J. L. S. Bartholdy τ’ άκουσε στο γιαννιώτικο παλάτι του Μουχτάρ, του πρωτότοκου γιου του Αλή. Ο Μουχτάρ τον είχε καλέσει σε όργιο «μαζί με τον μητροπολίτη Άρτης, ένα Φράγκο γιατρό, έναν Εβραίο τραπεζίτη, κι ένα νεαρό Έλληνα που τον είχε μπιστικό και σύντροφο στα γλέντια του». Εκείνο το βράδυ οι μουσικοί ήταν Εβραίοι. Συνήθως όμως έπαιζαν Γύφτοι, που έμεναν σ’ εάν βρομομαχαλά, όχι μακριά από τα παλάτια του πασά και των παιδιών του. 

Στα Γιάννινα, που είχαν πλουτίσει από το εμπόριο, είχε δημιουργηθεί, αν και βάρβαρη, μια πραγματική «αυλή». Οι μεγιστάνες είχαν για διασκέδαση το κυνήγι, τους χορούς και τα τραγούδια. Οι μουσικοί λοιπόν ήταν περιζήτητοι, και ο Αλή καλούσε από την Πόλη οργανοπαίχτες, χορευτές και χορεύτριες. Στα τέλη του 18ου αιώνα ένας περίφημος βιολιτζής και τραγουδιστής, ο Δημήτριος Καραουλάνης, άφησε την Αθήνα για να κάνει την τύχη του στα Γιάννινα. Αν κρίνει κανείς από τ’ όνομά του (τα επώνυμα με πρώτο συνθετικό το τούρκικο επίθετο καρά, μαύρο, δηλώνουν συνήθως γύφτικη καταγωγή), ο μουσικός αυτός θα ήταν Τσιγγάνος. Πραγματικά, αντίθετα απ’ ό, τι συνέβαινε στην Ουγγαρία, όπου οι Γύφτοι είναι σχεδόν αποκλειστικά οργανοπαίχτες, στην Ελλάδα, και μάλιστα στην Ήπειρο, φημίζονταν όχι μόνο για το παίξιμό τους αλλά και για το τραγούδι τους· το ίδιο στις παραδουνάβιες ηγεμονίες οι μπογιάροι έβαζαν τους γύφτους σκλάβους τους να τραγουδούν τ’ αστικά τραγούδια του συρμού. 

Κατά τα μέσα του 11ου αιώνα οι Γύφτοι είχαν ήδη φτάσει στην Κωνσταντινούπολη. Όσον αφορά την Ήπειρο, ξέρομε πως είχε πολλούς Γύφτους στα παράλια της Αδριατικής· από κει περάσανε στην Κέρκυρα, όπου στον 14ον αιώνα αποτελούσαν feudum acinganorum. 

Σαν καλοί αυλικοί μουσικοί, οι Γιαννιώτες γύφτοι δόξαζαν τον Αλή πασά και τους γιους τους: 

Εμέ με λεν Αλή πασιά κι έχω παιδιά πασιάδες, 
και τ’ όνομά μ’ το τρέμουνε σ’ όλους τους κασαμπάδες. 

Όταν ο πασάς, αποκλεισμένος πια στο κάστρο, βάζει φωτιά στα Γιάννινα για να κυριέψουν μόνο ερείπια τα στρατεύματα του σουλτάνου, βρίσκουν και τότε αφορμή να τον εγκωμιάσουν: 

Καήκανε τα Γιάννινα και γίνηκαν βεράνι 
Αλή πασάς να είναι καλά, πάλι τα ξαναφκιάνει. 

Και καταριούνται τα μαντατοφόρα που έστειλε ο σουλτάνος με διαταγή να εκτελεστεί ο στασιαστής πασάς: 

Να ’ταν οι κάμποι θάλασσα και τα βουνά ποτάμια, 
να πνίγουνταν ο τάταρης που ’φερε τα φιρμάνια. 
Αρβανίτες παινεμένοι, 
που ’ν’ Αλή πασάς, καημένοι; 



Το οκτασύλλαβο αυτό δίστιχο δανείζεται τη ρίμα του από το πιο διαδεδομένο αληπασαλίτικο τραγούδι, το τραγούδι της κυρά – Φροσύνης, της ερωμένης του Μουχτάρ, που ο Αλή την έπνιξε, μαζί με άλλες γυναίκες, τάχα για την κακή τους διαγωγή: 

Τ’ ακούσατε τι γίνηκε στα Γιάννενα, τη λίμνη, 
που πνίξανε τις δεκαφτά με την κυρά-Φροσύνη; 
Αχ! Φροσύνη παινεμένη, 
τι κακό ’παθες καημένη! 

Από τα κείμενα που αναφέραμε βγαίνει το συμπέρασμα ότι τ’ αληπασαλίτικα τραγούδια έφεραν στην Ήπειρο τα ομοιο-κατάληκτα δίστιχα, που καθώς είδαμε, δεν υπάρχουν στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα. Και από μουσική άποψη, η δίστιχη στροφή τους, η χρησιμοποίηση του ημιτονίου είναι στοιχεία ξένα για το στερεοελλαδίτικο τραγούδι. Γενικά τ’ αληπασαλίτικα μοιάζουν με τ’ αστικά τραγούδια της Πόλης και της Μολδο-βλαχίας, και ο σκοπός που τραγουδιούνται στα Γιάννινα και στη Ρούμελη θυμίζει θρακικό αμανέ. 


Αναμφισβήτητα είναι οι Γύφτοι, «δοκιμώτατοι στιχοπλόκοι», που έφεραν το δίστιχο στην Ήπειρο, ή, πιο σωστά, στα Γιάννινα, αφού τα «γιαννιώτικα στιχοπλάκια» που αυτοσχεδίαζαν στον 19ον αιώνα οι γλεντζέδες «καραμπέρηδες» και οι νταήδες «μπαντίδοι» κράτησαν πάντα «έντονο αστικό χαρακτήρα». Ο σκοπός που τραγουδούν τα στιχοπλάκια έχει ακόμα πιο πολύ και από τ’ αληπασαλίτικα τραγούδια ανατολίτικο χρώμα, που οφείλεται και στο τούρκικο γύρισμά του γιαντίμ αμάν και στη χρήση της «τσιγγάνικης δεύτερης». 

Το διάστημα αυτό, σπάνιο στα τραγούδια των ίδιων των Τσιγγάνων, δεν είναι καθαυτό γύφτικο. Κι επειδή απαντάει σε πολλά ανατολίτικα αστικά τραγούδια, η προέλευσή του από αραβοπερσικά μακάμια είναι πολύ πιθανή. Πάντως οι Γύφτοι εκμεταλλεύτηκαν το αισθησιακό του άκουσμα για να κάνουν πιο ελκυστική τη μουσική των λαών που θάμπωσε το μουσικό τους ταλέντο. 

Στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπως άλλωστε σε όλα τα Βαλκάνια, η επίδρασή τους δεν περιορίστηκε στις πόλεις. Στην ηχοληψία ηπειρώτικων τραγουδιών που έγινε στα 1930, πήραν μέρος ένας χτίστης από τα Τζουμέρκα, που είχε κάνει πριν βοσκός και ψωμάς, και τρεις Γιαννιώτες γύφτοι, που ήταν και σιδηρουργοί, αλλά κύριο επάγγελμα είχαν τη μουσική. Ο Μπενάτσης, που τραγουδεί στους δίσκους, έπαιζε και βιολί· ο Ντάλας ο Καραγκιόζης, ο λαουτιέρης, είχε θέατρο σκιών στην Πρέβεζα· ο Νίκος Τζάρας, ο κλαριτζής, ήταν περιζήτητος σε όλη την Ήπειρο και τη Ρούμελη. Τα τραγούδια που είπε ο Ηπειρώτης χωρικός, με μια - δυο εξαιρέσεις, είναι όλα ανημίτονα. Στο χωριό του, τους Χουλιαράδες, παίζανε μόνο τη φλογέρα. Για τα πανηγύρια και τους γάμους καλούσαν «κουμπανίες» από τα Γιάννια. Το ίδιο συνέβαινε σ' όλα σχεδόν τα Βαλκάνια. Όπως και στην Ουγγαρία, οι Γύφτοι δε χρησιμοποιούσαν τα όργανα που έφτιαναν κ' έπαιζαν οι ντόπιοι. Ο λόγος που στη «ζυγιά» παίζουν κανονικά, μαζί με το νταούλι, δύο ζουρνάδες είναι, νομίζω, ότι οι Γύφτοι, για να ευχαριστήσουν τους χωρικούς, προσπαθούσαν να μιμηθούν το άκουσμα του οργάνου που συνήθιζαν αυτοί· κι έτσι, για ν' αντικαταστήσει τον ισοκράτη της γκάιντας, «ο δεύτερος ζουρνάς κρατάει απλώς το ίσιο του τραγουδιού, το μπάσσο». Στην «κουμπανία» κλαρίνο-βιολί-λαύτο ονομάζουν άλλωστε γκάιντα τα κομμάτια όπου τη μελωδία την παίζει το κλαρίνο ενώ το βιολί κρατάει την τονική ή την υποτονική. 

Όπως οι Γύφτοι δεν έπαιζαν τα όργανα του χωριού, έτσι και οι Έλληνες - και οι Τούρκοι της Θράκης - δεν δέχονταν να παίζουν το ζουρνά εκεί όπου τον παίζανε οι Γύφτοι. Θαύμαζαν τη μουσική ιδιοφυΐα των Γύφτων, δεν τους είχαν υποδουλώσει όπως στη Μολδοβλαχία· τους θεωρούσαν όμως κατώτερους. Στις πόλεις, όπως είχε «οβριακή», είχε και γυφτομαχαλά: οι Εβραίοι είχαν σταυρώσει το Χριστό, τα καρφιά όμως τα είχε φτιάξει Γύφτος. 

Οι Γύφτοι στην αρχή δεν θα τραγουδούσαν παρά μόνο κάποια στιχάκια στους χορούς, και ίσως τους σκοπούς που ήταν του συρμού στην Πόλη, στο Ιασί, στα Γιάννινα. Όταν άρχισαν όμως να τραγουδούν και τα ντόπια πατροπαράδοτα τραγούδια, τους άλλαξαν ριζικά το ύφος και το ήθος. Για να το συνειδητοποιήσει κανείς, αρκεί να συγκρίνει το ίδιο τραγούδι της τάβλας όπως το τραγουδεί Θεσσαλός χωρικός και όπως το ερμηνεύει ο Μπεντάτσης, ο Γιαννιώτης γύφτος. Ίσως ο μουσικολόγος, που τον ενδιαφέρει το γνήσιο δημοτικό τραγούδι, αλλά και ο μουσικός, από αισθητική άποψη, θα προτιμήσουν τη μονοφωνική εκτέλεση του χωριάτη, τη γυμνή, την τραχιά· το μέσο ακροατή όμως, θα τον συνεπάρει η εκτέλεση του Γύφτου, με το φανταχτερό χρωμάτισμα, με τα πολλά στολίδια, με τη χαρακτηριστική εναλλαγή της ελεύθερης απαγγελίας του τραγουδιστή και του χορευτικού ρυθμού των οργάνων. Για το Listz η ουγγρική μουσική δεν ήταν η μουσική του χωριού αλλά η αστική μουσική έτσι όπως την έπαιζαν οι Τσιγγάνοι· για τον πολύ κόσμο η πιο αντιπροσωπευτική ισπανική μουσική είναι η μουσική των Γύφτων της Ανδαλουσίας. Και όπως παρατηρεί Αμερικανός μουσικολόγος, στην ελληνική ραδιοφωνία «στα προγράμματα δημοτικής μουσικής την πρώτη θέση την έχει η μουσική του ηπειρώτικου κλαρίνου που θεωρείται η πιο χαρακτηριστικά ελληνική».



     
     Από το κείμενο του Baud-Bovy, παραλείψαμε τις παραπομπές, οι οποίες δεν θα είχαν ιδιαίτερη σημασία χωρίς την παράθεση βιβλιογραφίας. Το ζουμί του κειμένου δίνεται από την αρχή: αιτία για την συμπερίληψη των Ιωαννίνων στις εστίες των ανατολίτικης μορφής αστικών τραγουδιών, μαζί με την Πόλη και τη Σμύρνη, ήταν ο Αλή Πασάς κι οι Γύφτοι. 
     
     Στην Ιστορία του Αλή Πασά του Τεπελενλή του Σπ. Αραβαντινού (1895) η θρυλική μορφή του πασά των Ιωαννίνων φέρεται ότι μετήρχετο πάντα τα μέσα προς κορεσμόν των κτηνωδών ορέξεών του. Εν τω γυναικωνίτη αυτού ήσαν εγκεκλεισμέναι 300 περίπου παλλακαί, Χριστιαναί, Οθωμανίδες, Αλβαναί και Κιρκάσια, εν ιδιαιτέροις δε θαλάμοις του σεραγιού αυτού και των υιών του διητώντο πολυάριθμοι νεανίσκοι, ευειδείς γανυμήδαι. Το έκδοτον του Αλή εις τας σαρκικάς ηδονάς και εις αισχίστας ακολασίας, αναφέρεται σε άλλο σημείο, μνημονεύεται υφιστάμενον και μέχρι των εσχάτων χρόνων της ζωής αυτού, οπότε αι σωματικαί αυτού δυνάμεις ήρξαντο εξαντλούμεναι. Κατά το στάδιον τούτο της φυσικής ανικανότητος επιτεινομένης ένεκα της υπερσαρκίας, διεπράχθησαν εν τοις αδύτοις των σεραγίων αυτού τοσαύτα τερατώδη όργια, ώστε ν' αναγκάσωσι και τον αναιδέστερον σαρδαναπαλισμόν να καλύψη εξ αιδούς τους οφθαλμούς και βύση τα ώτα. 
    
    Πάντως, ο ρατσισμός του Αλή Πασά ήταν επιλεκτικός: εξαιρούσε τους Τσιγγάνους και εξαντλούνταν στους Εβραίους: Περιεργείας άξιον είναι ότι, καίτοι μεταξύ των πολυπληθών οργάνων των ηδονών του Αλή και των υιών του εχρημάτισαν και ευειδείς τινες νεάνιδες Αιθιοπικής και Αθιγγανικής φυλής, εκ των Ισραηλιτών ουδέν ουδέποτε μετεχειρίσθη βδελυττόμενος, ως έλεγε, το γένος τούτο. 


     Η απώλεια της Δόμνας Σαμίου μας φέρνει από άλλο δρόμο, μέσω του Baud-Bovy και του Αλή Πασά, στον προορισμό που είχαμε προκαθορίσει ενόψει του γιορτασμού της 25ης Μαρτίου. Περισσότερα για τον Αλή Πασά, σε συνδυασμό με το μήνυμά μας για την παρέλαση και τις παρελάσεις, στην επόμενη ανάρτηση. Από βδομάδα...