Έχουν σε λέξεις όλα ειπωθεί:
ασάλευτες εικόνες και
πλάνα εμβλημάτων.
Έχουνε μπαγιατέψει των
ποιητών οι εκπνεύσεις,
θα ’πρεπε να συγκατανεύσεις,
να παραστείς, να υπογράψεις
σ’ ένα βιβλίο συγχαρητηρίων κι
έπειτα να μιλάς με την ομήγυρι,
που λένε, για την τέχνη και να
σου ’ρχεται να πεις πως ζέχνει η τέχνη
πως την ομοιοκαταληξία
τελευταίως την οσμίζεσαι κι
τελευταίως την οσμίζεσαι κι
αποπληξία σε πιάνει,
καθώς το τρένο,
οι πόρτες με τα σύννεφα,
οι πόρτες με τα σύννεφα,
τα βήματα στις υποψίες κι
οι κακώσεις οι ανακλαστικές,
οι κακώσεις οι ανακλαστικές,
οι ντεκλαρέ διαγνώσεις
σε ύπουλες αρρώστιες
που νοστιμίζουν κοπριές,
σε ύπουλες αρρώστιες
που νοστιμίζουν κοπριές,
όλα μα όλα
έχουν, το αισθάνεσαι, ειπωθεί κι
αυτές οι λέξεις που βαριέσαι,
για να μην πεις πως τις σιχαίνεσαι κι
αηδία προκαλέσεις στην ομήγυρι,
που λένε, αφού όλα τα βιβλία στήθηκαν
όρθια στη βιβλιοθήκη, άφθαρτα λες
και παγερά σχεδόν με τις σελίδες,
σαν τους μελλοθανάτους
σαν τους μελλοθανάτους
που περιμένουν χάρη, να ελπίζουν
σε λίγον ήλιο, λίγον αέρα, λίγην αφή
από δάχτυλα κι
ας ξέρουνε πως ό,τι φέρνουνε γραμμένο
καταναλώθηκε οριστικά
σ’ ανούσιες τροφές ανούσιας σκέψης,
σε τελετές τού θάνατου·
της στέψης, της αναγόρευσής του
της στέψης, της αναγόρευσής του
από τον σύσσωμο λαό του
σ’ αιώνιο βασιλιά των βιβλιοθηκών,
των συγγραφέων και των αναγνωστών,
των θυρωρών, των βιβλιοθηκονόμων κι
όλων των ανεξήγητα περιφερόμενων
στις ψηλοτάβανες βιβλιοθήκες.
Ο θάνατος έχει δικό του σάιτ
να κατεβάσεις όλα τα βιβλία
με νεκρά τα φύλλα,
με λέξεις αμφιβόλου αντοχής
να εκτυπώσεις τη ζωή από πιντιέφ
να ξομολογηθείς
με οθονιαίους σπασμούς και
με σχισμένα χείλη
πως ήξερες το τέλος, τον δολοφόνο,
το βιαστικό, το πρόχειρο μετάφρασμα
της τετριμμένης σου ιστορίας.
Καλύτερα εκείθε να το πεις·
έτσι που καμπουριάζεις και
κρέμασε η κοιλιά σου,
φλύαρε κατρουλιάρη
των δικτύων.
των δικτύων.