Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

αλλού στη γάστρα κι αλλού βυζάστρα



Είναι περίεργο που έχουμε μνήμες, από ήχους και εικόνες, από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας. Θα ήμουν το πολύ 5 - 6 χρονών, μα θυμάμαι το γαϊδουράκι φορτωμένο στο δρόμο από το Σοποτό για το σπίτι. Καλοκαίρι, κάτω απ' τον ήλιο. Όταν κοντοστεκόταν, ο παππούς το χτυπούσε με μια βέργα. Θυμάμαι τα καπούλια του γδαρμένα, σταγόνες αίμα. Οι πρώτες μνήμες από οικόσιτα ζώα έρχονται από την Κρήτη, από τα καλοκαίρια των διακοπών στο χωριό. Οι όρθες στην αυλή της γιαγιάς, το γαϊδούρι, η φοράδα του μπαρμπα-Σπύρου, που είχα καβαλήσει κι εγώ, η αγελάδα που έπινε ένα καζάνι νερό απνευστί και τα οζά. Πηγαίναμε στα οζά με τη φοράδα. Σε πολλά χωριά οι άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν κοντά στα ζώα. Έχουν αλλάξει πολλά, η διατροφή δεν βασίζεται πια κυρίως στην τοπική γεωργία και κτηνοτροφία, όμως τα πρόβατα δεν είναι μονάχα πλαστικά ομοιώματα για τη φάτνη του χριστουγεννιάτικου δέντρου, το πρωί σε ξυπνούν τα κουδούνια τους, στους δρόμους θα δεις καβαλίνες. 

Σ' αυτό το χωριό των διακοπών των παιδικών μου χρόνων, τα ζώα και η μεταχείρισή τους από ανθρώπους έγιναν το περασμένο καλοκαίρι αιτία μιας μεγάλης αναστάτωσης. Η αντίδραση των κατοίκων στην εγκατάσταση ενός χώρου περίθαλψης αδέσποτων σκυλιών, η απίστευτη πράξη της δηλητηρίασης δεκάδων από αυτά, τα πρόβατα που κατασπάραξαν αδέσποτα σκυλιά που είχαν ξεφύγει από τον χώρο τους ή που κάποιοι τα είχαν ξεφορτωθεί απέξω... Η Κάινα βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας, που λένε. Το θέμα απασχόλησε το BBC, κάποιοι απείλησαν ότι θα διώξουν τον τουρισμό απ΄την περιοχή, ή απ' όλη την Κρήτη, σαν αντίποινα στη λογική της συλλογικής ευθύνης. Οι κάτοικοι του μικρού χωριού στον Αποκόρωνα Χανίων ένιωσαν τις ωδίνες της μετάβασης από την οικοσιτιστική στη μεταοικοσιτιστική εποχή. 




"Η εκλεπτυσμένη κοινωνία πίστευε συνήθως ότι η κακομεταχείριση των ζώων ήταν ένα κουσούρι των κατώτερων τάξεων, χωρίς να αναλογίζεται ότι τα μέλη της δικής της τάξης ποτέ δεν δούλευαν σαν ζωέμποροι, χασάπηδες, αγωγιάτες ή αμαξάδες", παρατηρεί ο R. Bulliet στο βιβλίο του Κυνηγοί, βοσκοί και χάμπουργκερ που αναφέρεται στο παρελθόν και το μέλλον των σχέσεων μεταξύ ανθρώπων και άλλων ζώων και κυκλοφορεί σε μετάφραση Ν. Κούρκουλου. Ο Bulliet διακρίνει την ιστορία αυτών των σχέσεων σε τέσσερις περιόδους. Στη μεταοικοσιτιστική εποχή μας, οι άνθρωποι ζουν από τη μια απομακρυσμένοι από τα ζώα που παράγουν τροφή, ύφασμα και δέρμα και δεν βλέπουν ποτέ πώς έρχονται σε σεξουαλική επαφή ούτε πώς σφάζονται· από την άλλη, έχουν στενές σχέσεις με ζώα συντροφιάς. Κι ενώ καταναλώνουν ζωικά προϊόντα, "δοκιμάζουν αισθήματα ενοχής, ντροπής και αποστροφής" για όσα ξέρουν ότι τραβάνε τα ζώα - πρώτες ύλες των βιομηχανιών τροφίμων, ένδυσης κλπ. Στην οικοσιτιστική  περίοδο οι άνθρωποι, ιδιαίτερα της υπαίθρου, ζούσαν μαζί με τα ζώα. Όχι με τα ζώα συντροφιάς, με τ' άλλα, που παράγουν. Στην προοικοσιτιστική περίοδο δεν υπήρχαν οικόσιτα ζώα, η κρεοφαγία ήταν δυνατή χάρη στο κυνήγι, αλλά οι σχέσεις ανθρώπων και ζώων ενείχαν στοιχεία ιερότητας. Τέλος, στο πρώτο στάδιο, του διαχωρισμού, οι πρόγονοί μας απέκτησαν συνείδηση της ανθρωπιάς τους, της διαφορετικότητάς τους από τ' άλλα ζώα. 

Η επαφή ενός τουρίστα του οικοσιτισμού με την πιο βίαιη πλευρά του, με τη σφαγή του ζώου, είναι οδυνηρή. Πριν λίγες δεκαετίες χρειάστηκε να βοηθήσω στο σφάξιμο ενός γουρουνιού που είχε εκτραφεί για να μας προσφέρει το αγνά ταϊσμένο κρέας του για μπριζόλες, σελινάτο κλπ. Ήταν Χριστούγεννα, λίγο πριν. Έπρεπε να το τραβάω με δύναμη μ' ένα σχοινί. Αυτό στύλωνε τα πόδια κι έβγαζε μια φρικιαστική κραυγή. Χωρίς διακοπή. Ήμουν σίγουρος ότι ήξερε τι θα συμβεί από λεπτό σε λεπτό. Ήμουν σίγουρος ότι και το ταίρι του, που παρακολουθούσε τη σκηνή, μάντευε το δικό του αιμόφυρτο μέλλον. Μια μπαλταδιά στο κεφάλι, κι αμέσως το μαχαίρι στο λαρύγγι, αίμα πηχτό που πλατάγιζε, λίγα βήματα, αντανακλαστικές κινήσεις σφαγίου, κι έπειτα στο έλεος των σφαγέων: για γδάρσιμο και για τεμάχισμα. 





Τρεις παπάδες τρία αγγούρια
κυνηγούσαν μια γαϊδούρα.
Δω την έχουν κει την έχουν
μες στο ρέμα την κατέχουν.
Στέκα βρε ευλογημένη
που είναι η πούτσα καυλωμένη
άμα παρ' και ξεφουσκώσει
ποιος αδειάζ' να στο χώσει; 

Πριν από 16 χρόνια, η ομάδα του Ιού της τότε Ελευθεροτυπίας δημοσίευσε ένα αφιέρωμα στη μακριά γαϊδούρα που βασίστηκε στη δημοσιευμένη στο Παρίσι μελέτη της Marie-Christine Anest Κτηνοβασία, ομοφυλοφιλία, διαβατήριες τελετές και ανδρική μύηση στη σύγχρονη Ελλάδα, που περιελάμβανε το πιο πάνω δημοτικό τραγούδι. Το δημοσίευμα, μάλλον ασυνήθιστο για τους γενικούς προσανατολισμούς του Ιού, είχε θέμα τη μακριά γαϊδούρα, ένα παιχνίδι που, σύμφωνα με την Anest, 
αποτελεί "επιβίωση (ή συμπλήρωμα) των παραδοσιακών τελετών που συνοδεύουν την ενηλικίωση των ελληνόπουλων και περιλαμβάνουν σημαντικά στοιχεία ομαδικής κτηνοβασίας και ομοφυλοφιλίας". Στο βιβλίο περιγράφονται οι επαφές της μετάβασης στην ενηλικίωση με τη γαϊδάρα στο ρόλο της "πρώτης γυναίκας", που επιβίωναν μέχρι τις μέρες εκπόνησης της μελέτης της, κυρίως στην Κύπρο και την Κρήτη. 

Ο Bulliet αφιερώνει στον γάιδαρο ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου του, αφού, όπως αποκαλύπτει, το βιβλίο προέκυψε από την περιέργειά του για τον θρησκευτικό και σεξουαλικό συμβολισμό του γαϊδάρου, συμβόλου και του μεσσία και του σατανά, συμβόλου, τελικά, της μωρίας. Στο κεφάλαιο για τον Μεταοικοσιτισμό, αναφέρεται στον "πρωτοπόρο της σεξολογίας" Χάβελοκ Έλις, ο οποίος θεωρούσε κοινότερο, αλλά όχι μοναδικό, σεξουαλικό παρτενέρ τη γουρούνα. Σε έρευνες που γίνονταν στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, είχε παρατηρηθεί ότι νέοι άντρες, που είχαν μεγαλώσει σε αγροτικές περιοχές, παραδέχονταν ότι ομήλικοί τους είχαν σεξουαλικές εμπειρίες με ζώα, ποτέ όμως οι ίδιοι. "Ένας Τούρκος πληροφορητής", διαβάζουμε, "που είχε παραδεχτεί ότι νεαροί συγχωριανοί του συνουσιάζονταν με γαϊδούρες, όταν έμαθε ότι για τους Αμερικάνους η συνουσία με πρόβατο αποτελεί το στερεότυπο της κτηνοβασίας, παρατήρησε: "Με πρόβατο; Τι αηδιαστικό!"."

Η σεξουαλική διάσταση των σχέσεων ανθρώπου και άλλων ζώων έχει το μερίδιό της και στη λογοτεχνία. Στο δεύτερο μέρος της τριλογίας του Εμπειρίκου Τα χαϊμαλιά του Έρωτα και των Αρμάτων, το πρώτο ήταν η Αργώ, η θηριοδαμάστρια Ζεμφύρα ανακαλύπτει τη θηλυκή ηδονή χάρη στις θωπείες του Ζαμβέζη, ενός λιονταριού που η γλώσσα του "θερμή, λακταριστή και κάθυγρος, λείχουσα και περιλείχουσα τους σφύζοντας ελαστικούς μαστούς της δαμαζομένης νεάνιδος" της έδωσε να καταλάβει ότι "δεν ήτο θύμα του άρρενος το θήλυ, αλλ' απαραίτητον συμπλήρωμά του". Ο Εμπειρίκος περιγράφει στον πρώτο τόμο του πρώτου μέρους του Μεγάλου Ανατολικού τη συνεύρεση της διάσημης Αγγλίδος ηθοποιού Τζέην Μπόσουελ με τον μολοσσό Μπομπ: "οι ωθήσεις του πελωρίου σκύλου ήσαν τόσον σφοδραί, ώστε μόλις εισεχώρησε το εξωγμωμένον γεννητικόν του όργανον εις την χαίνουσαν διά να το δεχθή μουνότρυπαν, με την πρώτην παλινδρομικήν κίνησιν εξήλθε πάλιν, εισήλθε και εξήλθε εκ νέου...", βεβαίως, "...ενώ η Τζέην, σείουσα πάντοτε τον λευκόν της κώλον, και τινάσσουσα σφορδώς το αιδοίον της προς τα οπίσω, εις πλήρην ανταπόδοσιν των γαμικών ωθήσεων του επιβήτορός της, οίμωζε και ολόλυζε από ηδονήν..."

Όμως, την πάτησα σαν τον Bulliet. Ξεκίνησα με σκοπό να γράψω άλλα· για την κρεοφαγία και δη τη γουρουνοφαγία των ημερών ανάμνησης της έλευσης επί γης του θεανθρώπου






Η κρεοφαγία, από την προοικοσιτιστική εποχή, ήταν συνδεμένη με το ιερό και προϋπέθετε τη θυσία. "Ένα τυπικό χαρακτηριστικό", γράφει ο Burkert, "είναι η συλλογή των οστών, ιδιαίτερα των μηριαίων οστών, του θύματος και η απόθεσή τους σε κάποιον ιερό χώρο, και το στήσιμο του κρανίου του ζώου επάνω σε ένα δέντρο ή έναν πάσσαλο. Αυτό μαρτυρείται από την Παλαιολιθική εποχή και αποτελεί τον πυρήνα της ελληνικής θυσιαστήριας πρακτικής: το κάψιμο των μηριαίων οστών επάνω στο βωμό, μηρία καίειν, και το στήσιμο βουκρανίων για να σημαδευτεί ένα ιερό ή ένας βωμός. Εξηγώντας την πρακτική αυτή με λόγια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι το ζώο "δίνεται πίσω" στον υπερφυσικό ιδιοκτήτη του και να αναφέρει ένα μύθο που αφηγείται πώς ένα ζώο ξεπήδησε από τα συλλεγμένα οστά του, ξαναγεννημένο και ζωνταντό·". Οι τελετουργίες συνεχίστηκαν και με το πέρασμα στην εποχή της γεωργίας, και του οικοσιτισμού - θα πρόσθετε ο Bulliet, με αυξημένη συμβολική σημασία. 

Σ' ένα από τα κείμενα του βιβλίου Θυσία και Μαγειρική στην Αρχαία Ελλάδα, ο Jean-Luis Durand αναλύει την "τοπολογία των βρώσιμων σωμάτων" εξετάζοντας κυρίως μιαν ιωνική υδρία, που λεπτομέρειά της απεικονίζεται πιο κάτω. Ό,τι παρουσιάζεται σ' αυτήν έπεται της θανάτωσης του ζώου. Όπως περίπου η πράξη της θανάτωσης δεν έχει θέση στη σκηνή του αρχαίου δράματος. Βρήκε πάντως θέση πιο πάνω, σαν ανάμνηση εμού του βλασφήμου. 
Η αιδώς των αγγείων δεν προδίδεται ποτέ, ο θάνατος και η θυσία διαχωρίζονται πάντοτε. Η χειρονομία που ανοίγει πέρασμα στον θάνατο μέσω του λαιμού των ζώων δεν αναπαρίσταται ποτέ. Το μαχαίρι πλησιάζει, κάποτε μάλιστα πολύ κοντά, αλλά η ίδια η πράξη που αιματοβάφει το μαχαίρι και τον βωμό δεν αναπαρίσταται. Όταν το λαρύγγι κόβεται από το σίδερο, η έννοια της θυσίας απομακρύνεται από την εικόνα. Τότε, το ανοιχτό λαρύγγι δεν δείχνει τίποτα περισσότερο από τον θάνατο του ζώου, έναν θάνατο που δύσκολα καταλαβαίνουμε, μυστηριακό, που δεν αναφέρεται πλέον παρά σ' αυτόν. 
Ο Durand περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την τελετουργία της θυσίας, την ανατομία του ζώου που γνωρίζουν άριστα όσοι συμμετέχουν στην τελετή, την αντίληψη του ζώου σαν μέσου για την επικοινωνία με τους θεούς. Ο ιερέας, για λογαριασμό τους, θα κρατήσει κάποια κομμάτια κρέας που δεν θα φαγωθούν. Αν κάποιοι βλέπουν σ' αυτά μόνο ένα παραμύθι για δεισιδαίμονες, δεν αντιλαμβάνονται ότι εμείς, οι σύγχρονοι άνθρωποι, αφού δεν μπορέσαμε τουλάχιστον να βάλουμε κάτι άλλο στη θέση της ιερής θυσίας, παραπαίουμε σ' έναν δρόμο δίχως νόημα που οδηγεί στην πόρτα του μικροβιολογικού εργαστηρίου για να μετρήσουμε χοληστερίνες και τριγλυκερίδια και να διαλέξουμε ανάλογα με τ' αποτελέσματα το βαθμό έκθεσής μας στην επίθεση των λιπαρών, αγνοώντας αίμα και οιμωγές, τρώγοντας τοστάκι ή γύρους καθώς παρακολουθούμε θρίλερ στο σπίτι, υποκαθιστώντας με αλλότριες εικόνες, όπως πιστεύει ο Bulliet, ενστικτώδεις ανάγκες. Προσπερνώ αυτή την εμμονή στην ανθρώπινη φύση, θέμα που συνυφαίνεται με τις αγωνίες της υπόθεσης MHNYMAL. 





Γουρούνι, λοιπόν. Σε κάποια χωριά εδώ γύρω το λένε γρν. Πρώτο στις προτιμήσεις των Αμερικανών κτηνοβατών των αρχών του προηγούμενου αιώνα, μάλλον όχι των Γερμανών σήμερα, που θα πρέπει να προτιμούν τα πρόβατα. Γουρούνια σ' όλη την Ευρώπη, χοιρινές μπριζόλες και λουκάνικα, χοιρινό με σέλινο κατά την παράδοση, με δαμάσκηνα δια το γκουρμέ, το γουρούνι του ελληνικού δωδεκαημέρου, των γιορτών που ξεκινούν με τα Χριστούγεννα, ενός Χριστού που δεν το έβαλε ποτέ στο στόμα του, όπως κάθε καλός εβραίος· γουρούνι: ποσότητα, επίδειξη, αφθονία. Κι οι καταναλωτές, παραπαίοντα εκκρεμή ανάμεσα στην κραιπάλη και την περιρρέουσα πείνα της κρίσης αφθονίας. Εδώ κι εκατοντάδες χρόνια. Ο Braudel για τον ευρωπαϊκό υλικό πολιτισμό  μέχρι τον 16ο αιώνα:
Μαγειρεμένο μ' όλους τους τρόπους, βραστό ή ψητό, συνδυασμένο με λαχανικά και με ψάρια ακόμη, το κρέας σερβίρεται ανάκατα, "σε μορφή πυραμίδας" μέσα σε τεράστιες πιατέλες που στην Γαλλία ονόμαζαν mets. Έτσι, όλα τα ψητά το ένα πάνω στο άλλο αποτελούσαν ένα μόνο mets, του οποίου οι πολύ ποικίλες σάλτσες προσφέρονταν χωριστά. Δεν δίσταζαν ακόμη να στοιβάζουν όλα τα φαγητά μέσα σε μια μοναδική πιατέλα κι αυτή την πιατέλα, με το αηδιαστικό ανακάτεμα, την ονόμαζαν επίσης mets. Το 1361 και το 1391, χρονιές για τις οποίες διαθέτουμε ήδη γαλλικά βιβλία μαγειρικής, τα ονόμαζαν ήδη πιάτα: ένα γεύμα με έξι πιάτα ή mets εσήμαινε, όπως θα λέγαμε εμείς, έξι ειδών φαγητά. Όλα πλουσιοπάροχα, τόσο που συχνά δεν τα βάζει ο νους μας. Να ένα μόνο mets, παρμένο από το Ménagier De Paris (1393), από τα τέσσερα που προσφέρει διαδοχικά: "Πατέ βοδινού, ένα είδος ραβιόλια, γαλέος, δύο ζωμοί με κρέας, άσπρη σάλτσα ψαριού, επιπλέον μια σάλτσα βουτύρου με καϊμάκι, ζάχαρη και χυμό φρούτου". 
Αφθονία φαγητού και δη κρεάτων, από τον 14ο ως τον 16ο αιώνα, για τους λαούς της Ευρώπης, υποστηρίζει ο Braudel. Και επιμένει: "Αυτό είναι το παράδοξο στο οποίο πρέπει να επιμείνουμε, επειδή υπερισχύει συχνά η απλουστευτική άποψη ότι, όσο υποχωρεί κανείς προς τον Μεσαίωνα, τόσο πιο πολύ βυθίζεται μέσα στην αθλιότητα. Στην πραγματικότητα, αν μιλήσουμε για λαϊκό βιοτικό επίπεδο, δηλαδή για την πλειοψηφία, αληθεύει το αντίθετο". Αν κάτι θα έπρεπε να μας απασχολεί, δεν είναι αν υπήρχε ή όχι η αφθονία και σε ποιες εποχές και για ποιους και τι συνέβαινε με όσους δεν μετείχαν σ' αυτήν, είτε ήταν η κοινωνία των 2/3 είτε του μεσαίωνα είτε μιας κάποιας αρχαιότητας. Το ερώτημα είναι γιατί υπήρξε, κάτω από ποιες συνθήκες, και γιατί όταν υπήρξε η αφθονία έπρεπε να σπαταληθεί. Η μια όψη, που συμβαδίζει με την καρτεσιανή ιδέα των ζώων - άβουλων μηχανών, είναι αυτή, της σπατάλης. Η άλλη είναι εκείνη που συγκρατεί κάτι από την προϊστορική ιερή σχέση με τα ζώα μέχρι σήμερα, όπως συμβαίνει στα ανά την Ελλάδα κουρμπάνια, στις θυσίες των ζώων που στολίστηκαν για να προσφερθούν και να βραστούν· όχι να ψηθούν, πια. 



Το μέλλον των σχέσεων ανθρώπων - ζώων στον πραγματικό κόσμο θα καθοριστεί από την παγκόσμια επέκταση της εκμετάλλευσης κατά τον ύστερο οικοσιστικό τρόπο και από την αντίδραση σ' αυτήν την επέκταση από όλοένα και πιο οργισμένους μεταοικοσιτιστικούς ακτιβιστές. Τη στιγμή αυτή, κανένα στρατόπεδο δεν έχει λόγους για αισιοδοξία. Δεν υπάρχει μέση λύση ανάμεσα σε κρεατοβιομήχανους και χορτοφάγους, ανάμεσα σε κυνηγούς και απελευθερωτές των μινκ, ανάμεσα σε φαρμακευτικές εταιρείες και εχθρούς των πειραματισμών σε ζώα. Φιλόσοφοι, επιστήμονες, συγγραφείς και κινηματογραφιστές έχουν παρασυρθεί σ' αυτή τη δίνη των αντιφάσεων. Όμως, στο φαντασιακό επίπεδο, η κληρονομιά της ύστερης οικοσιτικής εποχής, με τις αγέλες των συμβολικά υποβαθμισμένων κτηνών που μετατρέπονται σε βιομηχανικά εμπορεύματα, λίγο χώρο έχει αφήσει για να στηριχτεί ο δημιουργικός νους. Θα χρειαστεί πραγματική ευφυία για να ανακαλυφτεί και πάλι η μαγεία της προοικοσιτικής εποχής, όταν τα ζώα επικοινωνούσαν με τους θεούς, όταν ημιζωικά πλάσματα κέρδιζαν το σεβασμό και όταν η θανάτωση προκαλούσε δέος και επέβαλλε ενοχή. 
Αυτή είναι η κατακλείδα του βιβλίου Κυνηγοί, βοσκοί και χάμπουργκερ. Νομίζω ότι αυτό που χρειάζεται δεν είναι ευφυία, όπως υποστηρίζει ο Bulliet. Ούτε το να ανακαλύψουμε ξανά μια υποτιθέμενη, όχι γιατί δεν υπήρξε - αλλά γιατί είναι τόσο μακρινή, μαγεία. Δεν θα αρκούσε η ευφυία κάποιων, θα χρειαζόταν η διάθεση πολλών να ξαναβαφτίσουν τη συλλογική ζωή έξω από τις νεωτερικές και μετανεωτερικές συμβάσεις. Ο δημιουργικός νους να είναι συλλογικός. Κι υπάρχει μια βασική προϋπόθεση πριν απ' αυτό. Να ψυλλιαστούμε πως όσα βλέπουμε γύρω μας, όσα ζούμε, αλλού είναι αλλιώς - και άλλοτε ήταν αλλιώς. Εδώ, για παράδειγμα, θα το ταράξουμε το χοιρινό, φέτος δυστυχώς δεν φτιάξαμε πηχτή, αλλού οι γυναίκες δεν το μαγειρεύουν καθόλου. Είναι ταμπού. Λίγο ακόμα πιο πέρα, οι βυζάστρες τα βυζαίνουν τα γουρουνάκια.






Άντε, 
χρόνια πολλά
κι από χρόνου...

where is the apple? 


Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013


βιβλία και πόρνες







Ι. Βιβλία και πόρνες παίρνονται στο κρεβάτι.

ΙΙ. Βιβλία και πόρνες διασταυρώνουν το χρόνο. Διαφεντεύουν τη νύχτα σαν τη μέρα και τη μέρα σαν τη νύχτα. 

ΙΙΙ. Βιβλία και πόρνες δεν μαρτυρούν πόσο πολύτιμα τούς είναι τα λεπτά της ώρας. Μόνο σαν γνωριστείς μαζί τους παραπάνω αντιλαμβάνεσαι το πόσο βιάζονται. 

ΙV. Βιβλία και πόρνες συνδέονται ανέκαθεν μ' έναν άτυχο έρωτα. 

V. Βιβλία και πόρνες - έχουν τον δικό τους τύπο ανδρών που ζουν εις βάρος τους και τους κακομεταχειρίζονται. Τα βιβλία, οι κριτικοί. 

VΙ. Βιβλία και πόρνες σε δημόσια οικήματα - για φοιτητές. 

VΙΙ. Βιβλία και πόρνες - όποιος τα είχε, σπάνια βλέπει το τέλος τους. Συνήθως εξαφανίζονται πριν περάσει ο καιρός τους. 

VΙΙΙ. Βιβλία και πόρνες διηγούνται τόσο πρόθυμα και τόσο υποκριτικά πώς έγιναν αυτό που είναι. Στ' αλήθεια, πολλές φορές ούτε καν το συνειδητοποιούν. Χρόνια κάνεις τα πάντα "από αγάπη", και να που μια μέρα στέκει εύσωμο στο πεζοδρόμιο αυτό που πάντα απλώς αιωρούνταν εκεί "για μελέτη". 

ΙΧ. Βιβλία και πόρνες αρέσκονται να στρέφουν τα νώτα όταν εκτίθενται. 

Χ. Βιβλία και πόρνες πολλαπλασιάζονται εύκολα. 

ΧΙ. Βιβλία και πόρνες - "Παλιά θεούσα, νέα πουτάνα". Πόσα βιβλία δεν υπήρξαν κακόφημα, απ' αυτά με τα οποία καλείται τώρα να μορφωθεί η νεολαία!

ΧΙΙ. Βιβλία και πόρνες καβγαδίζουν μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. 

ΧΙΙΙ. Βιβλία και πόρνες - οι υποσημειώσεις είναι για τα μεν ό,τι είναι το χαρτονόμισμα στην κάλτσα για τις δε. 






O Benjamin στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού. 1937. Είχε εκδώσει από το 1928 στο Βερολίνο τον Μονόδρομό του, απ' όπου και η διπολία "Βιβλία και Πόρνες". Διαβάζει και σημειώνει με το δεξί. Με τ' αριστερό κρατάει, σχεδόν χαϊδεύει, το βιβλίο να μην κλείσει. Αφοσιωμένος. Μάλλον δεν θα φτάσει ποτέ στο τέλος κι αυτού του βιβλίου. Αυτή είναι εξάλλου η μοίρα των βιβλίων που διαβάζονται από περίεργους εραστές. Ακόμα κι όταν παθιάζονται μ' ένα βιβλίο, γρήγορα το ξεπετάνε. Πιο πολύ το αναζητούν μέχρι να το αγγίξουν. Έπειτα το διαβάζουν επιλεκτικά. Σα να μην είχε μια δομή που κόπιασε να στήσει ο γραφέας του. Κι όμως θα περιμένει υπομονετικά στη βιβλιοθήκη ή στο κομοδίνο, σε θέση προτεραιότητας, να επιστρέψει στο κρεβάτι όταν τύχει. Με στραμμένα τα νώτα. 

Γριές πουτάνες και παλιά βιβλία αφυδατώνουν τη διπολία τους. Ώσπου γίνονται άχρηστα στην πράξη. Στις μέρες μας θα έπρεπε να μιλάμε για e-books και για e-prostitutes. Για ανάγνωση στην οθόνη και για κυβερνοσέξ. Όπως τώρα, καλή ώρα, που διαβάζεις, μπορείς ν' ανοίξεις μια καρτέλα δεξιά και να ψάξεις. Η αναζήτηση ηλεκτρονικών βιβλίων και σεξοσελίδων προσδίνει στη διπολία μιαν επίφαση τεχνολογική. Όπως η γουτεμβέργια εφεύρεση του βιβλίου γέννησε την απομονωμένη ανάγνωση, μια σχέση δυαδική μεταξύ αναγνώστη και κειμένου, και κατ' επέκταση γέννησε τη διπολία "Βιβλία και Πόρνες", έτσι και το διαδίκτυο, βιβλιοπωλείο και κακόφημος δρόμος, αναγεννά τη διπολία αναθέτοντας στην οθόνη το ρόλο της τσατσάς. Η τεχνολογική επίφαση μόνο κατ' επίφαση είναι μόνο επίφαση. Η κατάργηση της αφής, της γεύσης και της όσφρησης δεν είναι απλή υπόθεση. Ούτε η τεχνική τους μίμηση. Ούτε η ψηφιακή ψευδο-αναπαραγωγή των άλλων δύο αισθήσεων. 

Τα δυαδικά ψηφία, το Ένα και το Μηδέν, συνθέτουν την ηλεκτρονική πραυματικότητα· απόλυτα επιβεβλημένη διπολία. Συγκροτούν το εκθαμβωτικό ψέμα, που είναι ψέμα από τη μήτρα του, αφού διπολίες δεν υπάρχουν. Το σχήμα των δύο πόλων βολεύει συνήθως, αλλά είναι νωρίς για να ποκαθηλώσουμε τις διπολίες, να ποκαθηλωθούμε δηλαδή από την διπολική καθήλωση. Έχουν ψωμί ακόμα εδώ οι διπολίες. Όπως λέμε ψωμί και κρασί. Σώμα και αίμα. 

Στην πορνεία το χρήμα νοικιάζει σεξ. Μια παραδοσιακή αντρική φαντασίωση θέλει την πουτανίτσα νοστιμούλα και παιδούλα. Η σημερινή πραυματικότητα αποκαλύπτει μια δυστυχία με διαστάσεις οροθετικές. Τα διαβαστερά κορίτσια στην αρχή της ανάρτησης δεν γνωρίζω τι επαγγέλονται. Μοδέλα; Η παλιά φαντασίωση, το χρήμα να νοικιάζει νιάτα κι εμορφιά, συντηρείται μπερλουσκονικά. Το χρήμα και την εμορφιά, αυτή την αλλοπρόσαλλη διπολία, ο Χάρος τα μαραίνει, φιλοσοφεί ο Μάρκος. Σ' αυτόν τον ψεύτικο ντουνιά, μόνο η κακία μένει...










Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

στα σούπερ μάρκετ δαπανήθηκα





έφαγα τη ζωή στα σούπερ μάρκετ 
λιπαρά επί τοις εκατό με δίχως ζάχαρη
άιζο συντηρητικά έχετε κάρτα όχι την ξέχασα
στους πεντακόσιους πόντους ένα σετ πετσέτες
χυμό πάρε καλύτερα χυμό
βγάζεις σπυράκια με την κοκακόλα 
μου λέτε σας παρακαλώ πού
βρίσκονται οι τροφές για σκύλους

να δοκιμάσουμε αυτά τα παξιμάδια
τείναι σε προσφορά
γέρασα μες στα σούπερ μάρκετ
άλλαζαν τις πωλήτριες
όταν κορόιδευαν το μέικαπ με ρυτίδες 
άλλαζαν τα συστήματα ασφαλείας
υπεύθυνο άλλαζαν του καταστήματος
στα σούπερ μάρκετ σπαταλήθηκα 
σπρώχνοντας το καρότσι 
δεκάδες εξάδες νερά μισερεύτηκα
ταχίνι βιολογικό και σερβιέτες
με κάλυμμα υφασμάτινο και ξυραφάκια 

ασήμαντες επιλογές ήθος καταναλωτικό
πάντα επέστρεφα 
στους δαιδαλώδεις
διαδρόμους 
βήματα εξερευνητικά
ανακαλύπτοντας ξανά μανάγκες
αναζητώντας λύσεις για την πιτυρίδα
για την καταρροή και τους μικροτραυματισμούς  
χάθηκα σαν παιδί σε λαβυρίνθους
πράσινο τσάι βανιλέτες και για τοστ τυρί 
μούγκριζα κάτω από τα δόντια 
εκνευριζόμουν από τις ελλείψεις 
είχα τις προτιμήσεις μου
όσα με χαρακτήριζαν σαν άνθρωπο
που ελεύθερα καταναλώνει
σχεδόν τ' αγάπησα ορισμένα προϊόντα
κάτι κρασιά έναν καφέ και κάνα δυο τυριά
την κατανάλωσα όλη τη ζωή 
μπουκάλι το μπουκάλι κουτί κουτί κουτί
μες στις σακούλες την κουβάλησα
τη φόρτωσα στο πορτμπαγκάζ
την τακτοποίησα σε ντουλάπια
με αποδείξεις πληρωμένο φιπιά
ζωή παραδειγματική
κυλούσε το καρότσι φορτωμένο 
ράγες από τη μούζικα ροδάκια στιβαρά
άφησα ελεημοσύνη τρεις φορές
στη μικρομάνα που ζητιάνευε στην είσοδο
τριανταοκτώ φορές έδωσα το καρότσι σε γυφτάκι
είχα δυο μάτια έκπληκτα για τον επαίτη
με την ελληνική ταυτότητα ριγμένη στο καπέλο
δαπάνησα μπροστά σε ράφια το είναι 
πίσω από ουρές και στη σειρά για την παραγγελία 
στη φανερή την κάμερα έβγαζα γλώσσα 
δεν με πτοούσε η παρακολούθηση
δημόσιος γαρ ο χώρος 
γύρω ακίνητοι πελάτες προσηνείς
έτρωγαν με τα μάτια όσα η ψυχή δεν ξέρω τι
έπεφταν σαν κοτόπουλα στη διάβαση πεζών
αεροσταλεξίπτωτα οι φουσκωμένες τσάντες 
μετέωροι θρηνούσαν δήθεν πότλατς 
μερίδια φιλανθρωπικά 
κυρίες συγκέντρωναν 
ζυμαρικά πελτέ ντομάτας όσπρια γάλα
στα σούπερ μάρκετ την ψυχή έχω θυσιάσει
δεν έχω τρόπο να μυρίσω του οινοπαντοπωλείου
η νέα κύμη κρασί λακέρδα φέτα στη λαδόκολλα
εκείνου του μπακάλικου τη σκοτεινιά και
τα βαρέλια δεν έχω μνήμη πόντους έχω
ούτε καιρό να τους καταναλώνω
τους τόσους φόνους έξυπνα 

συσκευασμένης 
φρίκης









Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013


Δύναμη και Βία (ΙΙ)


Στον εξόδιο δεκαπεντασύλλαβο της προηγούμενης, ονόματι άλλους φοβάμαι, ανάρτησης, η λέξη ανάρτηση πάντα μου θύμιζε αυτοκίνητο, ίσως εξαρτήσεις θα έπρεπε να τις αποκαλώ, πάντως στον εξόδιο, εν τοιαύτη, που λένε, περιπτώσει, δεκαπεντασύλλαβο της προηγούμενης εξάρτησης η πρόταση ήταν: μουσική τιμωρία. Η γλυκόλαλη άρπα και το πονεμένο σάζι γίνεται να τιμωρούν; Είναι βία αυτή; Και ποια δύναμη, αν είναι βία, ανταγωνίζεται, για να επιστρέψω και στην εξάρτηση την προηγούμενη της προηγούμενης; Δεν ξέρω. 





Δύναμη και βία. Μπερδεμένη διπολία. Η Arendt, καθώς διαβάστηκε στην προηγούμενη της προηγούμενης, ξεχώριζε δύναμη και βία σαν μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα. Ο Sorel τις ξεχώριζε κατά την ταξική αντιπάλη κι έγραφε πως "η δύναμη έχει για αντικείμενο να επιβάλλει την οργάνωση κάποιας κοινωνικής τάξης μέσα στην οποία μια μειοψηφία κυβερνά, ενώ η βία τείνει στην καταστροφή αυτής της τάξης". Απ' τη μια, έβλεπε μιαν αστική δύναμη κι απ' την άλλη μια προλεταριακή βία. Κι ενώ η Arendt έβρισκε στην ιδέα του Sorel για την προλεταριακή γενική απεργία έναν "περίφημο μύθο", που τελικά ανήκε "στο οπλοστάσιο της μη βίαιης πολιτικής", τζάμπα βία, δηλαδή, τζάμπα υπεράσπιση της βίας στα λόγια, ο Benjamin υπερθεμάτιζε, υπερασπιζόμενος την ιδέα του Sorel, καθότι η προλεταριακή γενική απεργία δεν αναζητούσε βελτιώσεις σ' έναν κόσμο που θα έπρεπε να καταργηθεί, όπως συνέβαινε με την πολιτική, τη διεκδικητική, γενική απεργία. Έτσι έφτανε από άλλο δρόμο στην ίδια περί μη βίας εκτίμηση: 


Ενώ η πρώτη μορφή διακοπής της εργασίας συνιστά βία, καθώς προκαλεί μονάχα μια εξωτερική τροποποίηση των συνθηκών εργασίας, η δεύτερη, ως καθαρό μέσο είναι μη βίαιη, καθώς δεν αναλαμβάνεται με την πρόθεση επιστροφής στην εργασία μετά από εξωτερικές παραχωρήσεις και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις των συνθηκών εργασίας, αλλά με την απόφαση επιστροφής μόνο σε μια εργασία εξολοκλήρου αλλαγμένη, μια εργασία την οποία δεν επιβάλλει το κράτος, μια ανατροπή, που αυτός ο τύπος απεργίας δεν την προκαλεί, αλλά μάλλον την πραγματώνει. Γι' αυτό και το πρώτο εξ αυτών των εγχειρημάτων είναι νομοθετικό, ενώ το άλλο, αντιθέτως, αναρχικό.

Ο δε Fanon, με τις κατά Arendt "ανεύθυνες μεγαλεπήβολες δηλώσεις" και τις "ρητορικές υπερβολές", αγανακτισμένος από την αποικιοκρατική βαναυσότητα, ήταν απόλυτος: "ο σπαρμένος με απαγορεύσεις κόσμος αμφισβητείται μόνο με απόλυτη βία": 
Να ο αποικιακός κόσμος. Ο ιθαγενής είναι ένα πλάσμα εγκλωβισμένο, το απαρτχάιντ δεν είναι παρά μια παραλλαγή της διαίρεσης του αποικιοκρατικού κόσμου. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνει ο ιθαγενής είναι να μένει στη θέση του, να μην περνάει τα όρια. Γι' αυτό τα όνειρα του ντόπιου είναι όνειρα μυώδη, όνειρα δράσης, όνειρα επιθετικά. Ονειρεύομαι πως πηδώ, πως κολυμπώ, πως τρέχω, πως σκαρφαλώνω. Ονειρεύομαι πως σκάω στα γέλια, πως περνάω το ποτάμι με μια δρασκελιά, πως με κυνηγάνε κοπάδια αυτοκίνητα που δεν θα με φτάσουν ποτέ. Κατά τη διάρκεια της αποικιοποίησης ο αποικιοκρατούμενος δεν παύει ν' απελευθερώνεται ανάμεσα στις εννιά το βράδυ και στις έξι το πρωί. [...] Το βλέμμα που ρίχνει ο αποικιοκρατούμενος στην πόλη του άποικου είναι ένα βλέμμα πόθου, βλέμμα ζήλειας. Όνειρα ιδιοκτησίας, όλων των ειδών της ιδιοκτησίας: να καθίσει στο τραπέζι του άποικου, να ξαπλώσει στο κρεβάτι του άποικου, με τη γυναίκα του αν είναι δυνατό. Ο αποικιοκρατούμενος είναι φθονερός. Ο άποικος δεν αγνοεί ότι αν δει απαρατήρητος το βλέμμα του αποικιοκρατούμενου, διαπιστώνει με πίκρα αλλά πάντα έχοντας επίγνωση του "ο θάνατός σου είν' η ζωή μου": "θέλουνε να πάρουνε τις θέσεις μας". Είναι αληθινό πως δεν υπάρχει ούτε ένας αποικιοκρατούμενος που να μην ονειρεύεται, τουλάχιστον μια φορά την ημέρα, να εγκατασταθεί στη θέση του άποικου. 




Αν τηρήσουμε τις αναλογίες, που λένε, το μίσος του αποικιοκρατούμενου και το μίσος το ταξικό, τα γεννά ένας πόνος που εγκλωβίζει τον κυριαρχούμενο, γενικά, στα όρια του δικαίου που θα πρέπει να συντηρείται· ίδιος πόνος με το βάσανο που γεννά στον καταπιεσμένο την πεθυμιά ν' ανέβει στο κρεβάτι του κυρίαρχου, να πέσει στην πισίνα του, να οδηγήσει το κάμπριο του, να του μοιάσει. Το εκκρεμές ταλαντώνεται. Αλλά το άλλο εγχείρημα, το αναρχικό σύμφωνα με τον Benjamin, καθώς δεν αναφέρεται στο δίκαιο, δεν είναι βία. Η βία πάντα ή νομοθετεί,  ή συντηρεί το δίκαιο, είναι πάντως "ρίζα του δικαίου". Όταν η βία νομοθετεί, θα πρέπει να δώσει τη θέση της στη βία που θα συντηρήσει το νέο δίκαιο, που πρόκειται να παρακμάσει ενόσω συντηρείται έως ότου καταργηθεί από μια νέα νομοθετική βία, σε μια ταλάντωση που υποκρίνεται πως δεν φθίνει και που το ζητούμενο θα έπρεπε να είναι η ρήξη με αυτή, με την  ίδια την ταλάντωση. Κι αν η βία είναι το σαράκι της δύναμης, μάλλον σαν βία που επιδιώκει να νομοθετήσει εναντίον της δύναμης, η εξουσία καταφεύγει στη δική της βία, της συντήρησης. Ταλάντωση: πέτρα - δακρυγόνο, μολότωφ - κρότου-λάμψης, καδρόνι-κλομπ. Βίας θέατρον. Walter Benjamin:


Ο ισχυρισμός ότι οι σκοποί της αστυνομικής εξουσίας ταυτίζονται παγίως ή απλώς και μόνο συνδέονται μ’ αυτούς του ευρύτερου δικαίου, είναι απολύτως αναληθής. Πολύ περισσότερο που το «δίκαιο» της αστυνομίας στην πραγματικότητα χαρακτηρίζει το σημείο εκείνο όπου το κράτος, είτε λόγω αδυναμίας, είτε λόγω των εμμενών συσχετισμών στο εσωτερικό κάθε έννομης τάξης, δεν μπορεί πλέον, μέσω αυτής της έννομης τάξης, να κατοχυρώσει τους εμπειρικούς σκοπούς που επιθυμεί με κάθε τίμημα να επιτύχει. Ως εκ τούτου, η αστυνομία επεμβαίνει σε πολυάριθμες περιπτώσεις «χάριν ασφαλείας» όπου δεν υφίσταται σαφής νομική κατάσταση, όταν -χωρίς την παραμικρή σχέση με έννομους σκοπούς- συνοδεύει τον πολίτη ως επονείδιστο βάρος μιας ζωής ήδη ρυθμιζόμενης από διατάξεις, ή, ακόμα χειρότερα, τον παρακολουθεί. Σε αντίθεση με το δίκαιο, το οποίο αναγνωρίζει στην καθορισμένη από τον τόπο και το χρόνο «απόφαση» μια μεταφυσική κατηγορία, επιτρέποντας έτσι την κριτική, η εξέταση του θεσμού της αστυνομίας δεν καταλήγει σε τίποτα ουσιαστικό. Η εξουσία της είναι άμορφη, όπως η πουθενά απτή, αλλά ωστόσο διάχυτη, φασματική παρουσία της στη ζωή όλων των πολιτισμένων κρατών.

Στα θέατρα της βίας, στις άσκοπες τηλεφοβικές συγκρούσεις, η δύναμη γίνεται θεατής κι οι βίες πλιμπάρουν τους δρόμους με συντηρητικά. Σε μιαν ανούσια, κουραστική διαλεκτική η δύναμη καταναλώνεται σαν αδυναμία. Ο Agamben, μελετώντας τον Benjamin και τη λογική της κυριαρχίας, διαπιστώνει μια αντιστοιχία της διπολίας βίας που νομοθετεί και βίας που συντηρεί με τη διπολία συντακτική - συντεταγμένη εξουσία, αναγνωρίζοντας ότι η πρώτη "διατηρεί πάντα με τη συντεταγμένη εξουσία μια διφορούμενη και ανεξάλειπτη σχέση". Και πώς αλλιώς, όσο δεν επινοείται η ρήξη με την ταλάντωση; Έπειτα, παρατηρεί μιαν ακόμα αντίστοιχη διπολία, αριστοτελική: δύναμη και ενέργεια. Όπως η συντακτική εξουσία, βία που νομοθετεί, δεν μπορεί να ανάγεται σε συντεταγμένη, βία που συντηρεί, έτσι και η δύναμη είναι αυτόνομη σε σχέση με την ενέργεια.
Για τον λόγο αυτό, επειδή, δηλαδή, η δύναμη δεν πρέπει να χάνεται αμέσως στην ενέργεια, αλλά πρέπει να διαθέτει μια ξεχωριστή ιδιοσυστασία, είναι απαραίτητο να είναι σε θέση να μην περνά στην ενέργεια, δηλαδή να αποτελεί συστατικώς δύναμη να μην (κάνει ή είναι), ή, όπως λέει ο Αριστοτέλης, να είναι επίσης αδυναμία. Ο Αριστοτέλης διατυπώνει με αποφασιστικότητα αυτή την αρχή -η οποία, υπό μια έννοια, αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέ-φεται ολόκληρη η αριστοτελική θεωρία της δύναμης- σε μια επιγραμματική φόρμουλα: «έτσι ώστε κάθε δύναμη του ίδιου πράγματος και ως προς την ίδια αναφορά αντιστοιχεί σε μια αδυναμία» (ατού αύτοΰ και κατά το αυτό πάσα άυναμις αδυναμία», Μετά τα Φυσικά, 1046a, 32). Ή, ακόμα πιο ρητά:
«Αυτό, επομένως, που είναι δυνατόν να είναι, ενδέχεται και να είναι και να μην είναι· συνεπώς το ίδιο πράγμα είναι δυνατόν τόσο να είναι όσο και να μην είναι ("το ίυνατον ένδεχεταί είναι και μη είναι")» (Μετά τα Φυσικά, 1050b, 10).

Η δύναμη υπάρχει και χωρίς να ενεργεί. Όμως μόνο με την ενέργεια επιβεβαιώνεται σαν δύναμη. Δύναμη και βία, αλλιώς, λοιπόν. Θα ήταν σήμερα δυνατόν ένα παιδί να μην πάει στο σχολείο; Ποια ενέργεια θα δυναμίτιζε  την ιδέα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, που έπεται του υποχρεωτικού εμβολιασμού και προηγείται της υποχρεωτικής στράτευσης; Δηλαδή, θα καταργούσε τη δύναμη του καθήκοντος και θα εγκαθιστούσε αδυναμία;





Ήμουνα πιτσιρίκι κι ο δάσκαλος που έμενε από κάτω, μου έλεγε πως θα με πάρει στο σχολείο να κάνει μάθημα ανθρωπολογίας με τα παΐδια μου, έτσι αδύνατος που ήμουν. Τον πίστευα. Εξάλλου είχε αποδειχθεί ειλικρινής όταν κανα χρόνο πριν μου είχε πει ότι αν δεν φτάσω είκοσι κιλά δεν θα με γράψει στο σχολείο. Ήταν και διευθυντής, θεός σχωρέστον. Έφτασα τα κιλά που έπρεπε και με γράψανε στο σχολείο. Γλίτωσα και την ανθρωπολογία, όχι όμως και την επιβολή βίας συμβολικής, όπως τη λένε, βίας που δεν είναι βία μ' εργαλεία που αυξάνουν τη ρώμη, αλλά είναι βία με ή χωρίς συμβολικά εργαλεία, βία άυλη με συνέπειες υλικές. Ο διευθυντής είχε τη δύναμη. Οι δάσκαλοι τω καιρώ εκείνω χρησιμοποιούσαν ελάχιστα εργαλεία βίας, χάρακες, βίτσες, στυλά, όχι για να αυξήσουν τη ρώμη τους, αλλά για να προσδώσουν διαφορετικά, τεχνικά και συμβολικά χαρακτηριστικά στην άσκηση της βίας τους. Ως προς το τεχνικό μέρος, με τα εργαλεία επιτυγχανόταν οξύς πόνος, όχι άγαρμπος σαν της σφαλιάρας, οξύς καταληψίας της παυλωφιμωμένης μνήμης. Ως προς το συμβολικό, η διαφορική χρήση των μέσων διδασκαλίας, του κανόνος και του στυλογράφου, ήταν προφανής. Η βίτσα, ελέω της μουριάς του προαυλίου, κρατούσε την επαφή με τη ζωστήρα του πατρός εν οίκω. Εν τω δημοτικώ, η συμβολική βία μεταλλάσσεται ακόμα αλλά δεν πτοείται. Ο Ιησούς, γαλήνιος στο κάδρο, ευλογεί τους μαθητές από την κορυφή του ενάντιου τοίχου. Κανείς δεν υποψιάζεται τη δική του εμπλοκή, για την επιβεβαίωση των προφητών, με τα εργαλεία της αιματηρής βίας. Κατά Λουκάν, κβ΄:

35 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὅτε ἀπέστειλα ὑμᾶς ἄτερ βαλλαντίου καὶ πήρας καὶ ὑποδημάτων, μή τινος ὑστερήθητε; οἱ δὲ εἶπον· οὐθενός. 36 εἶπεν οὖν αὐτοῖς· ἀλλὰ νῦν ὁ ἔχων βαλλάντιον ἀράτω, ὁμοίως καὶ πήραν, καὶ ὁ μὴ ἔχων πωλήσει τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγοράσει μάχαιραν. 37 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἔτι τοῦτο τὸ γεγραμμένον δεῖ τελεσθῆναι ἐν ἐμοί, τὸ καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη· καὶ γὰρ τὰ περὶ ἐμοῦ τέλος ἔχει. 38 οἱ δὲ εἶπον· Κύριε, ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἱκανόν ἐστι.





Για να επιβεβαιώσει τους προφήτες ότι θα συγκαταλεχθεί με τους άνομους, τα δυο ξίφη 
έφταναν. Θ' απαντούσε αργότερα "συ είπας", κάτι σαν "εσείς το κάνατε αυτό", όπως διαβάζω ότι λέει εκείνος ο Ζίζεκ πως απάντησε ο Πικάσο όταν τον ρώτησαν αν αυτός είχε κάνει τη Γκερνίκα, που λεπτομερείται στο άνωθεν γιουτούμβιο με την προτροπή του Niko Dounas kill the nazi inside. Όπου η "νομοθετική" βία προκαλείται από τη βία που "συντηρεί", όπου η βία στη δύναμη, βία καταστροφική, όπως διείδε η Arendt, κραυγάζει "δεν ξέρω τι θέλω, αλλά ξέρω πώς να το αποκτήσω: θέλω να καταστρέψω...". 

Δεν ξέρω τι θέλω. Το πηλίκο (δεν) χορταίνει μηδενικά.


Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013


άλλους φοβάμαι






Δεν τους φοβάμαι τους χαρτογιακάδες, 
τους ντίτζιταλ λαπάδες, και τους ρέφες.
Τους έμαθα. Ξέρω να περιμένω, 
στον καιρό τους, να ξεμυτίσουν
σφύζοντας από εκκρίματα 
του άγχους και της μανίας. 
Δεν τους φοβάμαι. Θα τους κουλεντρίσω.
Μήτε κανένα ζόρι τους θα με φταρώσει. 




Άλλους φοβάμαι· 
κάτι νεανίες ατρόμητους 
βεβαιότητας αγύριστης.
Βήματα μπρος μονάχα, και 
ποτέ δισταχτικά, που κάνουν. 
Που δεν κοτάνε να σκεφτούν 
για πίσω βήμα. Ούτε και για μισό. 




Τους άφοβους, που
δεν ανέχτηκαν δεσμεύσεις.
Που δεν αγάπησαν, θα πει. 
Που δεν πονέσαν. 
Πώς να μην τους φοβάμαι.




    










Χωρίς αγάπη όποιος μπορεί, μπορεί και να σταυρώνει
τους άλαλους που η μπόρεση του έρωτα τους αλέθει.
Γιατί αγαπά τη δύναμη που δένει με συνάφεια
της εξουσίας τα μόρια, τι αγάπησαν και κείνα·
αλλά γαπήσαν φορτικά την ίδια τους τη φύση
που στην ανυπαρξία της τους είχε ξεγελάσει.
Μια τιμωρία πρέπει τους· με άρπα και με σάζι
τραγούδια για τον έρωτα ολημερίς να κούνε.

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013


Δύναμη και Βία



Η διπολία Δύναμη και Βία
πάλι από το Περί Βίας της Arendt
Το πολιτικό πεδίο όπου εκδηλώνεται η δύναμη 
και η υποχώρησή της, που αφήνει χώρο στη βία. 
Τα αντίθετα όχι σαν σχέση ενότητας αλλά σύγκρουσης.
Το καλό και το κακό, τόσο γυμνά, η ελπίδα κι ο φόβος, 
οι διπολίες σαν ταλαντώσεις που εκκρεμούν αιώνια,
δηλαδή όσο χρειάζεται να πεις: τέλειωσε κιόλας;

Η δύναμη, η ισχύς, δεν χρειάζεται τη βία, 
παρά μόνο σαν αδυνατεί. 
Η καταστροφική βία, η εργαλειοφόρος, 
μπορεί να εξαφανίζει τη δύναμη,
αλλά αυτό το επέτρεψε 
η δύναμη που υποχώρησε

Οι εξάρσεις, όπως τις λένε, της βίας
θα μαρτυρούν ότι αυτός ο κόσμος,
έτσι όπως είναι φτιαγμένος, ξόφλησε. 
"Η εξύμνηση της βίας στις μέρες 
μας οφείλεται κατά μέγα μέρος 
στην οδυνηρή ματαίωση της ικανότητας 
του πράττειν στον νεότερο κόσμο
έγραφε η Arendt το 1968. 

Είχε ήδη εξηγήσει πριν από 10 χρόνια ότι 
"η πράξη δεν είναι ποτέ δυνατή μέσα στην απομόνωση"
κι ότι "καθιερώνει πάντοτε σχέσεις" με μια "εγγενή τάση
να ανατρέπει κάθε περιορισμό και να υπερβαίνει κάθε όριο.".






Η δύναμη (ή ισχύς) [power] αντιστοιχεί στην ικανότητα του ανθρώπου, όχι απλώς να πράττει, αλλά να πράττει από κοινού. Η δύναμη δεν είναι ποτέ κτήμα ενός ατόμου· ανήκει σε μια ομάδα και συνεχίζει να υπάρχει μόνο όσο καιρό η ομάδα μένει μαζί. Όταν λέμε για κάποιον ότι «κατέχει την ισχύ» αναφερόμαστε ουσιαστικά στο γεγονός ότι του παρέχεται η δύναμη από έναν ορισμένο αριθμό ανθρώπων να ενεργεί εξ ονόματός τους. Από τη στιγμή που η ομάδα από την οποία προήλθε εξαρχής η δύναμη (potestas in populo, χωρίς ένα λαό ή μια ομάδα δεν υπάρχει δύναμη) εξαφανίζεται, χάνεται και «η δύναμή του». Στην τρέχουσα γλώσσα, όταν μιλάμε για έναν «ισχυρό [powerful] άνδρα» ή για μια «ισχυρή προσωπικότητα», ήδη χρησιμοποιούμε τη λέξη «ισχύ» μεταφορικά· αυτό στο οποίο αναφερόμαστε χωρίς μεταφορά είναι η «ρώμη» ή η «κραταιότητα». 

Η βία [violence] διακρίνεται για τον εργαλειακό χαρακτήρα της. Φαινομενολογικά βρίσκεται κοντά στη ρώμη, αφού τα όργανα της βίας, όπως όλα τα άλλα εργαλεία, σχεδιάζονται και χρησιμοποιούνται με σκοπό τον πολλαπλασιασμό της φυσικής ρώμης, μέχρις ότου, στο τελευταίο στάδιο της εξέλιξής τους, γίνουν ικανά να την υποκαταστήσουν.






Η δύναμη δεν χρειάζεται δικαιολόγηση, καθώς είναι συμφυής με την ίδια την ύπαρξη των πολιτικών κοινοτήτων αυτό που χρειάζεται είναι νομιμοποίηση. Η συνήθης χρήση αυτών των δύο λέξεων ως συνωνύμων δεν προκαλεί λιγότερη σύγχυση και πλάνη από την τρέχουσα εξομοίωση υπακοής και υποστήριξης. Η δύναμη αναδύεται όποτε οι άνθρωποι συνευρίσκονται και δρουν από κοινού, αλλά αντλεί τη νομιμότητά της από την αρχική συνεύρεση μάλλον παρά από οποιαδήποτε πράξη μπορεί να επακολουθήσει. Η νομιμότητα, όταν αμφισβητηθεί, στηρίζεται στην επίκληση του παρελθόντος, ενώ η δικαιολόγηση σχετίζεται με ένα σκοπό που τοποθετείται στο μέλλον. Η βία μπορεί να είναι δικαιολογήσιμη, αλλά δεν θα είναι ποτέ νόμιμη. Η δικαιολόγησή της φαίνεται τόσο λιγότερο εύλογη όσο περισσότερο ο επιδιωκόμενος σκοπός της απομακρύνεται στο μέλλον. Κανένας δεν αμφισβητεί τη χρήση βίας σε περίπτωση αυτοάμυνας, διότι ο κίνδυνος δεν είναι μόνο εμφανής αλλά και παρών, και ο σκοπός που αγιάζει το μέσο είναι άμεσος.


Η δύναμη και η βία, παρ' όλο που είναι ξεχωριστά φαινόμενα, συνήθως εμφανίζονται μαζί. Όπου συνδυάζονται, η δύναμη, όπως έχουμε διαπιστώσει, είναι ο πρωταρχικός και κυρίαρχος παράγοντας. [...] Δύναμη και βία είναι πράγματα αντίθετα· όταν η μία επικρατεί απόλυτα, η άλλη απουσιάζει. Η βία εμφανίζεται εκεί όπου η δύναμη κινδυνεύει, αλλά, αν αφεθεί ανεξέλεγκτη, καταλήγει στην εξαφάνιση της δύναμης. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι σωστό να θεωρείται αντίθετο της βίας η μη βία· η αναφορά στη μη βίαιη δύναμη είναι στην πραγματικότητα πλεονασμός. Η βία μπορεί να καταστρέψει τη δύναμη, αλλά είναι εντελώς ανίκανη να τη δημιουργήσει. Η μεγάλη εμπιστοσύνη του Χέγκελ και του Μαρξ στη διαλεκτική «δύναμη της άρνησης», χάρη στην οποία τα αντίθετα δεν καταστρέφουν το ένα το άλλο, αλλά εξελίσσονται ομαλά το ένα στο άλλο διότι οι αντιφάσεις προάγουν και δεν παραλύουν την ανάπτυξη, στηρίζεται σε μια πολύ παλαιότερη φιλοσοφική προκατάληψη: ότι το κακό δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια στερητική τροπικότητα του καλού, ότι το καλό μπορεί να προέλθει από το κακό· ότι, κοντολογής, το κακό δεν είναι παρά μια προσωρινή εκδήλωση ενός κρυμμένου ακόμη αγαθού. Τέτοιες γνώμες καταξιωμένες στο χρόνο έχουν γίνει επικίνδυνες. Τις συμμερίζονται πολλοί που δεν έχουν ακούσει ποτέ το όνομα του Χέγκελ ή του Μαρξ, για τον απλό λόγο ότι εμπνέουν την ελπίδα και διαλύουν τον φόβο - μια απατηλή ελπίδα που χρησιμοποιείται για να διαλύσει έναν εύλογο φόβο.



                                        frozenwarnings   -   Odd Nerdrum:  the Murder of Andreas Baader