Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013


έχουμε αποστολή;



Η τρομαχτική πρόταση στην είσοδο του Νταχάου, πως η εργασία απελευθερώνει, φανέρωσε κάποτε την εφιαλτική διάσταση της υποταγής στο δόγμα της δουλειάς. Η λατρεία του προλεταριάτου, μιας τάξης που πουλά ελεύθερα εργατική δύναμη, le travail c'est la liberté, συνέβαλε στην ισχυροποίηση του κοινωνικού συστήματος που, καθώς μεταβάλλεται αδιάκοπα, απελευθερώνει πια από την εργασία χιλιάδες Έλληνες που λογίζονταν μόνιμοι υπάλληλοι του κράτους. 





Τον Αύγουστο του 1968 ο Ernst Bloch συμμετείχε σε συζητήσεις που διοργάνωσε το περιοδικό Praxis στην Κορτσιούλα της Δαλματίας με θέμα ο Μαρξ και η Επανάσταση. Στην ελληνική έκδοση του βιβλίου Ουτοπία και Επανάσταση, ο Bloch αναφέρεται στη  λατρεία τοΰ προλεταριάτου, που σεβάστηκε μια τάξη που είχε βυθιστεί στη βαρβαρότητα και δυστυχώς, προσθέτει, η τάξη αυτή ελάχιστη σχέση έχει με ένα μελλοντικό απελευθερωμένο προλεταριάτο. 

Η ελευθερία, τέρας με πολλά κεφάλια, άρρυθμη χορωδία που υμνεί κατακαλόκαιρο τον εαυτό της σαν ουτοπία, σαν εφιάλτη, σαν ανάγκη και σαν ανία. Η ελευθερία, ελπίδα στην αφόρητη δυσαρέσκεια. 

H δυσαρέσκεια είναι εύκολο νά υπάρχει απλωμένη παντού καί χωρίς άμφιβολία είναι καλύτερη από το τίποτα. Το πόσο είναι θετική μπορεί νά διαπιστωθεί στις μέρες μας στό ξεσήκωμα των φοιτητών. Όμως ποιος είναι ο δρόμος που όδηγεί από την αρχικά ψυχολογική κατάσταση της δυσαρέσκειας στην εξέγερση; Η δυσαρέσκεια δεν αρκεί. Ο καθείς πρέπει να γνωρίζει όχι μόνο τι δεν θέλει, αλλά επίσης και τι θέλει. Στη λογική υπάρχει η έννοια του limes (ορίου). Όταν αισθανόμαστε την ύπαρξη ενός ορίου, το έχουμε ήδη επεξεργαστεί νοητικά. Η νοσταλγία του φυλακισμένου για ελευθερία περιέχει την ιδέα της ελευθερίας. 

Καθώς ο Bloch νιώθει διαψευσμένος από την επανάσταση στη Ρωσία, προτάσσει και πάλι το ουτοπικό όραμα, ελπίζοντας στην ευφυή, όπως την αποκαλεί, νεότητα, τα πουρά δηλαδή των ημερών μας, που όπως και οι επόμενες γενιές διέψευσαν κάθε ελπίδα ελευθερίας. Έχουν νόημα σήμερα αυτά τα λόγια;

Έτσι, στον δύσκολο δρόμου που βαδίζουμε, πρέπει να έχουμε την ιδέα της γης που αναζητούμε τουλάχιστον στην ευρύτερή της περιφέρεια. Οφείλουμε να εποπτεύσουμε το έδαφος προσεκτικά έτσι ώστε να πάρουμε τη σωστή κατεύθυνση και να μην απατηθούμε από ψευδείς εκπληρώσεις. Αυτό που οι παλιές Ουτοπίες και τα πιο όμορφα και πλούσια όνειρα της ανθρωπότητας εννοούσαν μπορεί να μας βοηθήσει να ανορθωθούμε και πάλι μετά τη διαψευσμένη ελπίδα (και τι θα ήταν η ελπίδα αν δε μπορούσε να διαψευσθεί;) και να μας διδάξει και να μας διορθώσει μέσα από τη διάψευση. Να ξαναστήσουμε την ελπίδα, να ελπίζουμε πάλι μετά τη διάψευση, αυτή είναι η αποστολή μας, μια αποστολή που την έχουμε επίσης εμπιστευθεί στην ευφυή νεότητα. 





Όχι, σήμερα δεν βρίσκουν νόημα αυτά τα λόγια. Όχι, δεν έχουμε - ποιοι; - αποστολή. Όχι, το νέο, το ευφυές, το δέος του θεριού δεν έχουν μοσχοβολήσει. Κανένα φάντασμα δεν πλανιέται - και γιατί, παρακαλώ, πάνω από τη γηραλέα ήπειρο μονάχα; Το φάντασμα του φαντάσματος, απλανές, με την ψυχή της κότας που θωρεί την αλεπού, στοιχειώνει εφιάλτες. Τίποτα δεν μαρτυρά μια νέα ουτοπία. Που θα πεί, ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο κοντά το νησάκι, και τόσο βέβαιη η αποβίβασή μας.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013


γιατί ξυπνά κανείς το πρωί







Σκέφτομαι πως αφού σκέφτηκα, την ελευθερία ή ό,τι άλλο, υπήρξα σκεπτόμενος σαν τον εκτρωματικό ανθρωπάκο του Λακάν που κανοναρχεί την καθεμέρα μου, αυτός εγώ ο ίδιος που σκέφτομαι πως κρυμμένος μέσα στο παπούτσι της μπορώ ξεπεταρούδην να ευφρανθώ δίχως cogito τη γεύση του κορδονιού της, αιφνίδιος σαν γνώριμος θάνατος. Αυτός ο οδηγός του άρματος που λέγει ο Λακάν, που αποφαίνεται: θα χαρακτηρίσω τη λειτουργία του καρτεσιανού cogito με τον όρο έκτρωμα ή ανθρωπάκο, αυτός εγώ σκέφτομαι ότι κάθε προσπάθεια να εξηγηθεί απ' τον καθένα το έμφορτο πραυματικότητα μέσα μου καταντά γελοία σαν ψευδαίσθηση ελευθερίας σκλάβου που ξεψυχάει. Δεν την χλευάζω, όμως, τη γελοιότητα, στο κάτω κάτω σκλάβος της έμεινα ως τώρα και δεν πήρα τα βουνά. Και πώς πάλι να σκεφτείς ελεύθερα για την ελευθερία αφού με λέξεις σκέφτεσαι, με λεξιλόγια γλώσσας που έχει δομή ίδια με του συλλογικού υπερεμείς, του ασυνειδήτου δεν την ξέρω τη δομή. Έχει τα όριά του κάθε λεξιλόγιο, τα όριά του είναι ηλεκτροφόρα σύρματα, μονάχα οι υπερλεξιστές κι οι ψάλτες με τα τεριρέμ μπορούν να τα διαβούν, μα δίχως cogito.

Ο σκλάβος πώς να νιώσει ελεύθερος; Σκέφτηκα την ελευθερία τις μέρες που πέρασαν, την ελευθερία που κάποτε μαϊμουδίζαμε ότι για μας είναι μια ωραία γυναίκα με υπεργάστριο και υπογάστριο, που λογοπαίζαμε με την έκκληση να πάψει να χτυπάει με το σπαθί, σερσέ λα φαμ ε σι βου τρουβερέ λα λιμπερτέ, που λέει ο λόγος ή που βγαλμένη από τα κόκκαλα ιερουργεί στα φρόκαλα εντυπωσιακά νεγκλιζέ για τις μεταμοντέρνες περιστάσεις. Ίσως η ελευθερία έχει υποστεί τις περισσότερες ταλαιπωρίες, ήγουν τα φριχτότερα βασανιστήρια στα μπουντρούμια των εννοιών. Πόρνη των αστών τη χαρακτήρισε τις προάλλες ο κ. Ι. Τζανάκος και δεν είχε άδικο, εκ των ιερών οστών ορμώμενη, λοιπόν, εις των αστών τις αγορές βασίλισσα, πάει να πει βασιλεμένη. 






Μιλώντας για την ελευθερία το πιο εύκολο είναι να γίνει κανείς κοινότοπος. Η ελευθερία είναι το αίσθημα που επιζητούμε όταν αισθανόμαστε ότι δεν είμαστε ελεύθεροι, περίπου όπως, κατά τον Επίκουρο, η ηδονή επέρχεται με την εξάλειψη του πόνου. Μιλώντας για την ελευθερία κανείς, το πιο εύκολο είναι να επιστρέψει στις σκέψεις για την ουτοπία, τον τόπο που δεν υπάρχει αλλά μπορεί να υπάρξει, όχι σαν τέλος/σκοπός, αλλά δύναται να υπάρξει - και όχι δεν δύναται, όπως σημαίνει πια η ουτοπία. Συζητώντας για την ουτοπία ο Ernst Bloch και ο Adorno έφτασαν να μιλούν για την ελευθερία. Adorno για την ελευθερία:

Ούτε και η κατηγορία της ελευθερίας μπορεί να απομονωθεί. Αν όλος αυτός ο συλλογισμός στηριχθεί στο γεγονός ότι βλέπουμε την κατηγορία της ελευθερίας μόνον ως το κλειδί για την ουτοπία, τότε το περιεχόμενο του ιδεαλισμού θα είχε στην πραγματικότητα το ίδιο νόημα με την ουτοπία, διότι ο ιδεαλισμός δεν επιδιώκει παρά την πραγμάτωση της ελευθερίας χωρίς πρακτικά να περιλαμβάνει την πραγμάτωση της ευτυχίας. Βρίσκεται έτσι μέσα σ' ένα πλαίσιο όπου εμφανίζονται και συνδέονται όλες αυτές οι κατηγορίες. Η κατηγορία της ευτυχίας προβάλλεται πάντοτε από κάτι τι το θλιβερό ως απομονωμένη κατηγορία και εμφανίζεται ως απατηλή στις άλλες κατηγορίες. Θα μεταστρεφόταν, ακριβώς όπως, από την άλλη μεριά, και η κατηγορία της ελευθερίας, η οποία δεν θα ήταν πλέον ένας αυτοσκοπός και ένας καθ' εαυτόν σκοπός της υποκειμενικότητας (innerlichkeit) αλλά θα όφειλε να πραγματώσει τον εαυτό της. 





Η συζήτηση ανάμεσα στους Bloch και Adorno, που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1975 στη Φραγκφούρτη και το 2000 στην Αθήνα, με υπότιτλο Μια συζήτηση για τις αντιφάσεις της ουτοπικής επιθυμίας, πήρε τον τίτλο της Κάτι λείπει από την ίδια φράση στο Mahagony του Brecht. Οι ηρωικές αυταπάτες της γαλλικής επανάστασης, που γεννούσε το φυσικό δίκαιο, δεν υλοποιήθηκαν, σε αντίθεση με την ελεύθερη αγορά που διόλου δεν είναι ό,τι ονειρεύτηκαν οι άνθρωποι άν και το επιθύμησαν, το ήλπισαν, το επιδίωξαν, ώς ουτοπία, επισημαίνει ο Bloch, παραλληλίζοντας τις ματαιώσεις αυτών των αυταπατών με εκείνες των αυταπατών που γεννούσε τότε η τεχνολογική πρόοδος, που ίσως να μπορούσε να εξαφανίσει την πείνα και τις άλλες άμεσες ανάγκες, και που τώρα που αποδεικνύεται ότι παρά τον ίλιγγό της, εξοπλίζει με τα επιτεύγματά της επιδέξια δάχτυλα, ακτινοβολημένα μάτια κι αυτιά, μα και άδεια στομάχια. Bloch, για την ελευθερία: 

Αυτή συνδέεται με «τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή», που απεικονίζουν οι κοινωνικές ουτοπίες, αλλά διακρίνονται απ' αυτή. Στις κοινωνικές ουτοπίες, ιδιαίτερα, οι καλύτερες δυνατές συνθήκες κοινωνικής ζωής καθορίζονται είτε διαμέσου της ελευθερίας είτε διαμέσου της τάξης. Η ελευθερία εδώ είναι μια μεταβλητή ή ένα επικουρικό μέσο για μια καλύτερη δυνατή ζωή. Η ελευθερία ως αίσθημα δεν εμφανίζεται στην ουτοπία, αλλά στο φυσικό δίκαιο, και ασφαλώς στο φιλελεύθερο φυσικό δίκαιο του δέκατου όγδοου αιώνα σε συνδυασμό με το ορθό βάδισμα, με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια που την εγγυάται μόνο η ελευθερία. 

Αυτό που λείπει, η ελευθερία, το μεγάλο μέρος της επιθυμίας που δεν εκπληρώθηκε, η επιθυμία να είναι κανείς ελεύθερος σαν τα πουλιά. Σχετικό, από πάροδο: Ο Claude Lévi-Strauss καταλαβαίνει ότι αν τα πουλιά μπορούν να παίρνουν, ευκολότερα απ' όλες τις άλλες ζωολογικές τάξεις, ανθρώπινα ονόματα - ανάλογα με το είδος στο οποίο ανήκουν - αυτό συμβαίνει γιατί τους επιτρέπεται να μοιάζουν με τους ανθρώπους ακριβώς επειδή διαφέρουν πάρα πολύ από αυτούς. Επειδή, λέει, η κοινωνία των πουλιών είναι μια ανεξάρτητη κοινότητα, γι' αυτό μας φαίνεται σαν μια άλλη κοινωνία, ομόλογη προς αυτήν στην οποία ζούμε: το πουλί αγαπά την ελευθερία, χτίζει σπίτι όπου ζει με την οικογένειά του και μεγαλώνει τα μικρά του, συχνά διατηρεί κοινωνικές σχέσεις με τα άλλα μέλη του είδους του και επικοινωνεί μαζί τους με ακουστικά μέσα που θυμίζουν τον έναρθρο λόγο. 
Ο υποδιοικητής Μάρκος θα πρόσθετε κι ότι χέζει τ' αγάλματα. 






Πώς να ξανάχει κανείς σήμερα αυταπάτες; Στις ηλικίες από 18 μέχρι 45 η ΧΑ δημοσκοπείται δεύτερη. Για να ξαναονειρευτούμε το νησί της ουτοπίας θα πρέπει να την ξαναφανταστούμε, πέρα από αφόρητες αναπτυξιακές ψευδαισθήσεις της προόδου, να ονειρευτούμε την αυταπάτη της ελευθερίας. Δεν ξέρω πώς ή στο όνομα τίνος. Όμως το ερώτημα του Bloch ονειρεύεται να λυτρώσει ξανά τον αγωνιώδη ύπνο μας στο βασίλειο της αβεβαιότητας:

Γιατί ξυπνά κανείς τό πρωί; Πώς προέκυψε μια τέτοια ιδιαίτερα εντυπωσιακή κατάσταση ακριβώς στά μέσα του δεκάτου ένατου αιώνα καί εκανε τον Wilhelm Raabe νά γράψει αύτή τή φράση: «Οταν ξυπνώ τό πρωί, η καθημερινή μου προσευχή είναι: χάρισέ μου σήμερα την αυταπάτη μου, την καθημερινή μου αυταπάτη. Διότι οι αυταπάτες είναι αναγκαίες, έχουν γίνει αναγκαίες για τη ζωή σ’ έναν κόσμο πλήρως στερημένο από μιαν ουτοπική συνείδηση και από μιαν ουτοπική αναπαράσταση».



Τρίτη 16 Ιουλίου 2013


Σκέφτηκα για λίγες μέρες την ελευθερία. Άρα;



Υπάρχω;







νάμαι 

το μυρμηγκάκι οδοστρωτήρας
στο χωριστό σου δρόμο στρώνω λουλουδόπισσα
υπάρχω στα παπούτσια που φοράς 
πετάγομαι δαγκώνω το κορδόνι
τα χείλη σου που καίνε τα δαγκώνω
καίγομαι στα που κλαίνε σκαρφαλώνω μάτια σου 
ορμάω κάτω απ' τη σόλα σου το σώμα να σου σώσω
θεόρατο τα βήματά μου σκιάζει
στην τύχη που τη βλαστημάς να λαχανιάζει
και στο μυαλό σου που ζαλίζεις με χωρίς
ανάμνηση πιοτά δίχως τσιγάρα βήχα ναι 
θα είμαι της τροχιάς σου μυρμηγκάκι ναι  
της ζήσης μου θε νάσαι η μοιραία πατημασιά
στων χωρισμών σου την αδιάκοπή τους πίκρα
στα χάχανά σου με τους άλλους θα προϋπάρχω 
βήχας να πνίγει κάθε λόγο που θα λες
μες στη φωνή σου όλο βραχνάδα και μαγκιά 
θα σε τραβώ απ' τα μαλλιά τα ξέπλεκά σου
κάτω απ' τις ρίζες τους θα σκέφτεσαι νεμένα
ένα μυρμήγκι ταπεινoταπεινωμένο 
στα που θα ορέγεσαι τραγούδια νεπιδόρπιο
στιγμή στη ρέψιμη ναπόνερη κατάντια
μυρμήγκι ανάσκελο πρίνα λιωθεί
σ' ένα σα μικροαστών οργή 
διστακτικό σου βήμα
υπάρχω









Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013



κι έτσι, για λίγο θα μπορούμε
να σκεφτούμε πιο ελεύθερα
τι είναι, τελικά, αυτή
η ελευθερία...


Ηρακλειτισμός



Μόνον ο αγώνας, φίλοι μου,

Φέρνει κάθε ευτυχία στη γη!

Και για να γεννηθεί η φιλία

Χρειάζεται η κάπνα του μπαρουτιού!

Κι οι φίλοι γίνονται ένα σε τρία πράγματα:

Αδέλφια στην ανάγκη,

Ίσοι μπροστά στον εχθρό

Ελεύθεροι - μπροστά στο θάνατο!




Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013


Ξεχνώντας



- Βάλ' το αγόρι μου! 

- Το 'βαλε! 


Βλέπω στην ιντερνετική ΕΡΤ ένα απ' τα μακρόσυρτα μηνύματα με στιγμιότυπα της ιστορίας της τηλεόρασης που έχει ταυτιστεί με τη σύντομη ιστορία της εθνικής αναπτέρωσης με όλο της το σπέρμα και με αφετηρία την κατάκτηση στα τέλη του '80 ενός πανευρωπαϊκού κυπέλλου μπάσκετ. Εικόνες που ανακαλούν μνήμες και χύνουν συγκίνηση να δροσιστούν οι απορημένες - παπιά στον καταιγισμό της πραγματικότητας - ταυτότητες. Η σύνολη μνήμη ανακατασκευάζεται σα ν' ανακαλύπτουμε ένα ξεχασμένο άλμπουμ με φωτογραφίες από την παιδική ηλικία. Συγκίνηση. Όση κι αν χρειαστεί θα βρεθεί. Για την αναπόδραστα οθονιαία αφήγηση της ζωής μας. 

Μπράβο στον Αντένα που προβάλλει τους ήρωες που ζουν ανάμεσά μας, εσείς μας δείχνετε το δρόμο, ακούω τον υπουργό Χατζηδάκη σε άλλη συχνότητα. 







Η κινούμενη εικόνα (gif) της ρέουσας οθόνης τηλεόρασης στο τέλος της προ-προηγούμενης ανάρτησης μού θύμισε το στίχο και το νερό το κρύσταλλο θα ρέει απ' τις οθόνες από τον Πεχλιβάνη. Ο Θ.Π. έχει εξηγήσει ότι το τραγούδι αναφέρεται στον πατέρα του που είχε αδιαφορήσει, δεν είχε συγκινηθεί, όταν εκείνος γύρισε φαντάρος στο σπίτι, κι αντί να καθίσει να τα πουν μετά από τόσο καιρό που είχαν ν' ανταμώσουν, ο γέροντας πατέρας στήθηκε μπροστά στην τιβί, μη χάσει τη συνέχεια από το λάτιν σίριαλ της αρεσκείας του. Ο Ουμπέρτο Έκο αναφερόταν το 1964 σε θεωρίες για τη στασεοκινητική επαγωγή, για συμπόρευση του θεατή με την απεικονιζόμενη δράση. Στην πράξη, ισχυριζόταν ο σημειοδίφης, μπροστά στην οθόνη οι δυνατότητες για κριτική επαγρύπνηση είναι σπανιότατες. Κι ακόμα ότι ο μορφωμένος θεατής βρίσκεται συνήθως στην κατάσταση να ταλαντεύεται μεταξύ μιας γλυκύτατης επαγρύπνησης και της συμμετοχής, ενώ οι μάζες μετατοπίζονται αμέσως από το αρχικό τυχαίο σε μια κατάσταση συμμετοχής - σαγήνης


Ακούω τιβί και γράφω. Ο Ρουβάς στον Αντένα φέρνει άλλον υπουργό, τον Μιχελάκη: Πρέπει να λέμε αλήθειες και λόγια της καρδιάς. Μακάρι να μπορούμε όλοι να γινόμαστε καλύτεροι, θυμοσοφεί. Λες κι έχουμε υποστεί μια μαγική μετάλλαξη, κάθε τι που άλλαξε κι έμοιαζε πριν απίθανο, γίνεται απόλυτα φυσιολογικό, όπως η πανούκλα. Τίποτα δεν θυμίζει το χαμόσπιτο που καταβρόχθισε η πολυκατοικία, εκτός αν είχε φωτογραφηθεί. Κάτι λένε για τον Μπαμπινιώτη. Θόρυβος. Κάποιοι γονείς συγκινημένοι ξεχνούν τα παιδιά τους που σερφάρουν ασύστολα. Σε λίγο θα τα βάλουν για ύπνο και θα μπουν στο φέισμπουκ. Η βαθμιαία διάλυση της οικογένειας, η μεταμόρφωση της προσωπικής ζωής σε ελεύθερο χρόνο καί του ελεύθερου χρόνου σε κοινότοπες και επαναλαμβανόμενες ενέργειες που επιτηρούνταν ως την τελευταία λεπτομέρεια, στις ηδονές του γηπέδου και του κινηματογράφου, του μπεστ σέλερ καί του ραδιοφώνου, είχε ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της εσωτερικής ζωής, έγραφε ο Χορκχάιμερ το 1938, προ τηλεόρασης.

Η κρατική τηλεόραση και το κρατικό ραδιόφωνο είχαν κομμάτια αξέχαστα, ανατριχίλες, είτε για νοσταλγία είτε για ντροπή, όπως η εκπομπή του Μαστοράκη για το Πολυτεχνείο. Σήμερα, πληροφορίες ή ανα(σ)παραγμένα έργα τέχνης που θα έβρισκε κάποιος άλλοτε μόνο στα κρατικά κανάλια, μπορεί να τα βρει παντού στο διαδίκτυο. Πιο δύσκολα, θέλει ψάξιμο και φίλτρα, αλλά ελεύθερα, διαδραστικά, χαοτικά. Ο Μάνος Ελευθερίου, όχι ο στιχουργός - ο γενικός διευθυντής της Κοκακόλα Ελλάς, καλείται απ' τον Ρουβά, ευχαριστεί και δηλώνει: το πιο σημαντικό πράγμα που χρειαζόμαστε είναι να είμαστε άνθρωποι. Με συγκίνησε ο Αντένα.





Οι λιγοστοί πια γέροι, οι πιο πολλοί πεθάνανε καθώς γερνώ, κοκορεύονται για τους δικούς τους καιρούς, τότε που οι άνθρωποι, λένε, ήταν αλλιώς. Τότε που μύριζε αλλιώς κι η ντομάτα, λένε. Τους αντιλέω πως έριχναν με τη σέσουλα το ντιντιτί και πως οι αγνοί της εποχής τους αλληλοσκοτώνονταν στον εμφύλιο. Θέλω να συγχαρώ ακόμα και τις καθαρίστριες, άκουσα τις προάλλες τον Γλέζο στο προαύλιο του ραδιομέγαρου. Ο ανθρώπινος μόχθος, η αδιάκοπα μαστιγωμένη προσπάθεια αντίστασης στη φθορά, απορρόφησης της σκόνης, απολύμανσης των πορσελανών απ' τα σκατά, θα είναι πάντα συνώνυμη της δουλικότητας. Ο κοτσονάτος Γλέζος και τα νεώτερά του ραμολιμέντα, νοσταλγούν τη νεότητά τους, όχι τη γερμανική μπότα. 

Όμως ξεχνούν και ξεχνάμε. Ξεχνάμε την παλιά κριτική στα μέσα ενημέρωσης ή επικοινωνίας που έτσι κι αλλιώς αλλάζουν, συμφύονται με τα νέα κοινωνικά μέσα, δικτυώνουν βάναυσα τις καθημερινότητες. Ο Ερνέστο Σάμπατο δεν άντεχε την τηλεόραση και πίστευε ότι το να κάθεσαι μονότονα μπροστά στην τηλεόραση αναισθητοποιεί την ευαισθησία, κάνει το μυαλό αργόστροφο, βλάπτει την ψυχή. Πολλά χρόνια πριν, το 1947, όταν απειλητικό μέσο ήταν το ραδιόφωνο, οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ υποστήριζαν (στην ίδια ελληνική έκδοση με το προηγούμενο του Χορκχάιμερ) ότι αν έκλειναν οι περισσότεροι ραδιοφωνικοί σταθμοί και οι κινηματογράφοι, οι καταναλωτές δεν θα έχαναν ίσως και πολλά πράγματα





Έτσι περνάει ο καιρός και συνηθίζω. Και ξεχνώ. Περνούν οι μέρες. 32.

                                      #free_Sakkas