Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013


και σπαρταράει ακόμα στην οθόνη

κράτησα τη ζωή μου 
σαν κομματάκι θάλασσα 
τις νύχτες που δεν έβρεχε 
πάντα την κράτησα σφιχτά  
μπλάβιασε μα δεν σκάρωσα
πατέντα ναλοιφή για κοκκινίλες
στα μάγουλα στις πόρπες και στα μάτια
τη σκέπαζα την έκρυβα 
κυνηγημένη απ' τα φαντάσματα
πυρπολημένη από τη λύσσα των πιστών
που αδιαφορούσαν κατά τ' άλλα 
για ζωές σαν τη δική μου 
τιποτένιες την κράτησα γερά
μέχρι την ώρα που με κύκλωσε
των άκαμπτων στρατιωτών ο λόχος 
την άλωσαν
την ποδοπάτησαν
την πρόσφεραν αγνώριστη 
μέσα σε αρχαίες λάσπες 
τη γάρνιραν φρεσκότατες ουλές
μόλις ετάχυνα το βήμα στη γωνία
κι έστριψα βγήκεν η ζωή μου 
και σπαρταράει ακόμα 
στην οθόνη



snailbooty


το ίδιο 
απαράλλαχτο
κωθώνι

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013


ο Αντρέ και η Ντορίν δεν χωρίσανε ποτέ


Αυτός που στο τέλος της προηγούμενης ανάρτησης αντιγράψαμε ένα κομμάτι του, νάτος πιο κάτω αγκαλιά με την αγαπημένη του. Πέρασαν οκτώ μέρες ως τη σημερινή επέτειο του θανάτου του ζευγαριού. Στο μεταξύ, οι Έλληνες νεοναζί περιέλαβαν στον κατάλογο των θυμάτων τους κι έναν Έλληνα, όχι μετανάστη, αλλά αντιφασίστα. Τα μέσα που έδωσαν χρόνο και εικόνα στους χρυσαβγίτες ανακαλύπτουν τώρα την εγκληματική δράση τους, αποσιωπώντας ότι είναι αξεχώριστη από την πολιτική τους δράση, ότι η πολιτική τους δράση είναι εγκληματική. Από την άλλη πλευρά, όσα ήδη καταγγέλονταν για τη δράση της ΧΑ, και αποσιωπούνταν από τα επίσημα κανάλια, σήμερα χρησιμεύουν σε μια κατάσταση εξαίρεσης από τη νομιμότητα μιας, όχι σοβαρότερης όπως ίσως κάποιοι θα προτιμούσαν να την δουν να εξελίσσεται, αλλά πάντως αυτοπροβαλλόμενης ως μοναδικής αντισυστημικής πολιτικής δύναμης. Αν το πολιτικό σύστημα είναι το συνταγματικό τόξο, η ΧΑ φαίνεται ότι επιχειρείται να τεθεί εκτός συστήματος. Ίσως κάτι τέτοιο να θεωρείται πια αναγκαίο, όμως το ερώτημα θα έπρεπε να αφορά το πώς διογκώθηκε το βδέλυγμα. Η ελληνική κοινωνία διέθεσε το υπόστρωμα. Τώρα είναι μια καλή ευκαιρία να συνηθίζουμε την αναγεννημένη εξοστρακιστική δύναμη του κράτους. Κι όλα αυτά, μαζί με πίκρα και οργή, μοιάζουν αστεία. Σα να γελάνε με τις παράξενες ημέρες μας τα ερωτευμένα γεροντάκια της φωτογραφίας, ο Αντρέ κι η Ντορίν. 



Για πολύ καιρό άφηνες να σε πτοεί η κατηγορηματικότητά μου· για σένα ήταν η έκφραση θεωρητικών γνώσεων τις οποίες δεν κατείχες. Σιγά - σιγά, δεν αφηνόσουν να επηρεαστείς. Ακόμα καλύτερα: επαναστατούσες ενάντια στις θεωρητικές κατασκευές και ιδιαίτερα ενάντια στις στατιστικές. Αυτές είναι ακόμα λιγότερο πειστικές, έλεγες, αφού αποκτούν νόημα μόνο με την ερμηνεία τους. Η ερμηνεία πάλι δεν μπορεί να επικαλεστεί τη μαθηματική ακρίβεια στην οποία η στατιστική στηρίζει το κύρος της. Είχα ανάγκη από τη θεωρία για να δομήσω τη σκέψη μου και σου ανταπαντούσα πως η μη δομημένη σκέψη κινδυνεύει συνεχώς να βουλιάξεις μέσα στον εμπειρισμό και την ασημαντότητα. Αποκρινόσουν πως η θεωρία απειλεί πάντα να γίνει μια θηλιά στο λαιμό που δεν μας αφήνει να δούμε τη μεταβαλλόμενη πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. Κάναμε αυτές τις συζητήσεις δεκάδες φορές και ξέραμε εκ των προτέρων τι θα απαντούσε ο άλλος. Ήταν μέρος του παιχνιδιού. Αλλά σ' αυτό το παιχνίδι ήσουν σε πλεονεκτική θέση. Δεν χρειαζόσουν τις γνωσιακές επιστήμες για να ξέρες ότι χωρίς τη διαίσθηση και το συναίσθημα δεν υπάρχει ούτε νόηση ούτε νόημα. 

Μια σχέση χωρίς επίθετα του τύπου "ολέθρια" ή "θυελλώδης", η σχέση του Αντρέ και της Ντορίν επρόκειτο να φτάσει στο τέλος. Του Αντρέ Γκορζ το πιο πάνω απόσπασμα από το Γράμμα στη Ντ. που έγραψε κλαίγοντας, όπως σημειώνει στο επίμετρο του βιβλίου ο Μιχ. Μητσός. Το έγραψε από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο του 2006, λίγο καιρό πριν την κοινή έξοδο με την αγαπημένη του από τη ζωή. Του Αντρέ Γκορζ ήταν και το απόσπασμα στο τέλος της προηγούμενης ανάρτησης, από τους Δρόμους του Παράδεισου του 1983, που θα πρέπει να έγραψε χαμογελώντας με αγωνία για την τύχη των ονείρων του για τη χειραφέτηση, την απελευθέρωση, για μιαν άλλη ζωή που τότε, με προσανατολισμένη χρήση των νέων τεχνολογιών, έμοιαζε πιο εύκολη. Ήταν η εποχή που το κράτος δικαίου και πρόνοιας μεσουρανούσε στην Ευρώπη και ο Γκορζ, που είχε ήδη πει αντίο στο προλεταριάτο, ασκούσε κριτική τόσο στον "νεκροζώνταντο καπιταλισμό" όσο και στον "εργατικό συντηρητισμό", έβλεπε την ουσία της ζωής στις μη οικονομικές δραστηριότητες, και διάβαζε τα Grundrisse εστιάζοντας στην πρόβλεψη του Μαρξ για την αδιαφορία για τη φύση της εργασίας, σε μια σκέψη που θα συνέχιζε σταθερά αποκαλύπτοντας την απάτη της ιδεολογίας της εργασίας "ως πηγής σφυρηλάτησης κοινωνικών δεσμών". Ο Γκορζ προειδοποιούσε ότι 
Ζούμε με τρόπο εκπληκτικά σχιζοφρενή. Οι κοινωνικές μας σχέσεις κυριαρχούνται από την ιδέα της ίσης ανταλλαγής αλλά αυτή η ιδέα, που είναι χαρακτηριστικό του καπιταλισμού και του σοχιαλισμού, απουσιάζει από την υπαρξιακή εμπειρία. Στις προσωπικές και συναισθηματικές σχέσεις μας, δεν τίθεται ποτέ ζήτημα ίσης ανταλλαγής αλλά το ζήτημα είναι να δώσουμε περισσότερα από αυτά που παίρνουμε. Οι σχέσεις φιλίας, έρωτα, αγάπης, τρυφεράδας, βασίζονται στην επιθυμία του καθένα να δώσει στον άλλο το μάξιμουμ - το παν - κι αυτό απαιτεί πάντα ένα συναγωνισμό για να δώσουμε περισσότερα. 

Ο Γκορζ έδωσε το απόλυτο μάξιμουμ στη Ντορίν. Όχι σ' όλη τη διάρκεια της σχέσης τους. Στο γράμμα του παραδέχεται τις αδυναμίες του, την αντίληψη της δικής του ανάγκης να ζήσουν μαζί σαν μιας ανάγκης δικής της. Το Γράμμα στη Ντ. είναι μια δημόσια επιστολή εξομολόγησης και συγγνώμης προς τη Ντορίν που αγάπησε κι ονειρεύτηκε να μην τη χάσει ποτέ, όπως κι έγινε. Γράφτηκε περίπου δεκαπέντε μήνες πριν την πραγματοποίηση της απόφασης που είχε, στο τέλος του γράμματος, αποκαλύψει. Σαν σήμερα, στις 24 Σεπτεμβρίου 2007, ένας φίλος τους βρήκε τα πτώματα του Αντρέ και της Ντορίν. Είχαν αυτοκτονήσει με θανατηφόρα ένεση. Έτσι, το απίθανο, το "για πάντα μαζί", συνέβη και για τους δυο.  
Μόλις έγινες ογδόντα δύο χρονών. Είσαι ακόμα όμορφη, γοητευτική και επιθυμητή. Πάνε πια πενήντα οκτώ χρόνια που ζούμε μαζί και σ' αγαπώ περισσότερο από ποτέ. Τελευταία σε ξαναερωτεύτηκα για άλλη μια φορά και έχω πάλι μέσα μου ένα σπαρακτικό κενό που το γεμίζει μονάχα το σώμα σου αγκαλιασμένο σφιχτά με το δικό μου. Τη νύχτα βλέπω καμιά φορά έναν άντρα, μέσα σ' ένα έρημο τοπίο, να περπατά σ' έναν άδειο δρόμο πίσω από μια νεκροφόρα. είμαι αυτός ο άντρας. Εσένα μεταφέρει η νεκροφόρα. Δεν θέλω να παραβρεθώ στην καύση σου· δεν θέλω να παραλάβω ένα δοχείο με τις στάχτες σου. Ακούω τη φωνή της Καθλίν Φεριέ που τραγουδάει "Die Welt ist leer, Ich will nicht leben mehr" και ξυπνάω. Αφουγκράζομαι την αναπνοή σου, το χέρι μου σε αγγίζει. Και οι δυο θα θέλαμε να μην χρειαστεί να ζήσουμε μετά από τον θάνατο του άλλου. Έχουμε πει πολλές φορές ο ένας στον άλλο πως στην απίθανη περίπτωση που θα είχαμε μια δεύτερη ζωή, θα θέλαμε να την περάσουμε μαζί. 





Die Welt ist leer, Ich will nicht leben mehr 


θα πει 

ο κόσμος είναι άδειος, δεν θέλω πια να ζω.

Στο άνωθεν γιουτούμβιο το εν λόγω άσμα σε χρόνο16:39.




Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013


εάν οι άνθρωποι επιθυμούν να είναι ελεύθεροι...


Στην παιδική ηλικία η απελευθέρωση είναι μια προσπάθεια να φτάσουμε στο βάθος των πραγμάτων ή "πίσω από τα πράγματα": γι' αυτό κατασκοπεύουμε τις αδυναμίες όλων, πράγμα για το οποίο, όπως είναι γνωστό, τα παιδιά έχουν σίγουρο ένστικτο· γι' αυτό μας αρέσει να σπάζουμε πράγματα, να ανασκαλεύουμε κρυφές γωνιές, να ερευνούμε καθετί καλυμμένο ή αποσυρμένο, και δοκιμάζουμε τον εαυτό μας σε όλα. Όταν κάποτε φτάσουμε σ' αυτό που υπάρχει "πίσω" από τα πράγματα, ξέρουμε πως είμαστε ασφαλείς· αν έχουμε καταλήξει στο ότι, για παράδειγμα, το μπαστούνι είναι πολύ αδύναμο για την απείθειά μας, τότε δεν το φοβόμαστε πια, "έχουμε παραμεγαλώσει γι' αυτό".

Ο Στίρνερ και ο Μοναδικός του και πάλι, για την παιδική ηλικία και την αταραξία, την απάθειά της, τη χρονική της απόσταση από τον "σκληρό αγώνα ζωής και θανάτου με το λογικό" των ενηλίκων. Τον αγώνα που μπήκαμε κάποτε, καθώς έπηζε το μυαλό, καθώς μας αποχαιρετούσε "η δύναμη της εναντίωσής μας, η υπεροχή της δύναμής μας, το αήττητό μας". Πήγα προχθές στην τράπεζα, ένα παιδί ξέφυγε από τη μάνα του και περιφερόταν τραγουδώντας και χοροπηδώντας ανάμεσα σ' αιχμάλωτους της κοινής λογικής. Κάποια στιγμή έπεσε κάτω, κυλιόταν στο δάπεδο, το ζήλεψα, με φαντάστηκα στη θέση του αλλά δεν το μιμήθηκα, παρέμεινα δέσμιος της λογικής, συναλλασσόμενος μπατίρης. 




Σ' ένα αυτοβιογραφικό παραμύθι με τίτλο τα Τρυφερά Χρόνια ενός Μάγου, ο Hermann Hesse παραδέχεται τη σχέση που είχε αναπτύξει παιδί με το ανθρωπάκι "ένα απειροελάχιστο, φαιόχρωμο σκιώδες ον, ένα ανθρωπάριο, φάντασμα ή στοιχειό, άγγελος ή δαίμονας που παρουσιαζόταν πότε πότε μπροστά του, στον ύπνο ή τον ξύπνιο του κι ήταν τότε υποχρεωμένος να το ακολουθήσει, μια υποχρέωση πιο βαριά απ' αυτή που είχε απέναντι στους δικούς του, απέναντι στη λογική, συχνά μάλιστα πιο επιτακτική κι από το φόβο". Έτσι τα έγραψε ο Hesse, σε πρώτο πρόσωπο, γι' αυτό το ανθρωπάκι που τον καθοδηγούσε όταν ήταν παιδί. Σήμερα κάποιοι ειδικοί θα μπορούσαν να διαγνώσουν πρώιμη σχιζοφρένεια σ΄ένα παιδί σαν τον μικρό Hermann. Πάντως το ανθρωπάκι δεν τον συντρόφευε αδιάλειπτα:
Μόνο που δυστυχώς το ανθρωπάκι δεν ήταν πάντοτε παρόν κι όταν έλειπε, έλειπε κι από τις πράξεις μου η φυσικότητα και η αναγκαιότητα· τότε τα πάντα μπορούσαν να είναι και διαφορετικά, τότε για το κάθε μου βήμα υπήρχε η δυνατότητα της πράξης ή της παράλειψης, του δισταγμού, της σκέψεης. Όλα τα καλά, τα χαρωπά, τα ευτυχή βήματα της τότε ζωής μου έγιναν όμως χωρίς την παραμικρή σκέψη. Το βασίλειο της ελευθερίας είναι μαζί και βασίλειο της αυταπάτης, ίσως. 



Η ελευθερία σαν αυταπάτη και σαν ουτοπία έδωσε νόημα στο θέρος του μπλογκ MHNYMAL. Οι θερινοί ύμνοι εις την ελευθερίαν και εις την ουτοπίαν αυτής,  που ξεκίνησαν με αφορμή το τέλος της απεργίας πείνας του Σακκά, διακόπτονται βίαια από τις δολοφονικές σταγόνες μιας προαναγγελθείσας βροχής. Το ξέραμε, άλλωστε. Έτσι γίνεται πάντα. Στην πραγματικότητα η ξεκαλοκαιρία συμβαίνει προδιαγεγραμμένα αργά, σταδιακά. Όπως η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην επόμενη. Η βιαιότητα χαρακτηρίζει μάλλον την συνειδητή πρόσληψη αυτών των αλλαγών. Κι ο Hesse, που ήθελε να γίνει μάγος, δεν έγινε ποτέ:
Ήδη ο άπειρος, μυριόπτυχος κόσμος του εφικτού περιοριζόταν, κερματιζόταν σε περιοχές, περιφρασσόταν. Σιγά σιγά το παρθένο δάσος των ημερών μου άλλαζε όψη, ξεψυχούσε ο παράδεισος γύρω μου. Αλλά κι εγώ δεν έμεινα απαράλλαχτος, πρίγκιπας και βασιλιάς στη χώρα του εφικτού, δεν έγινα μάγος, άρχισα να μαθαίνω αρχαία ελληνικά, σε δυο χρόνια θα έρχονταν και τα εβραϊκά, σε έξι χρόνια θα ήμουν φοιτητής.


Αυταπάτη ή ουτοπία... "Η διατύπωση του ερωτήματος "τι είναι η ελευθερία;" φαίνεται να μας βυθίζει στην απόγνωση". Μ' αυτή τη φράση ξεκινά ένα σύντομο κείμενο της Hannah Arendt με τίτλο το ίδιο ερώτημα, όπου εξηγεί πώς η "εσωτερική ελευθερία" που (υποστήριξε ότι) βίωνε στην παιδική του ηλικία ο Hermann Hesse, η ελευθερία του "μύχιου κόσμου" είναι το αντίθετο της ελευθερίας σαν αιτίας ύπαρξης ή σκοπού της πολιτικής. Η Arendt εντοπίζει στην όψιμη αρχαιότητα, και στον Επίκτητο, την ανακάλυψη "της εσωτερικότητας ως χώρου απόλυτης ελευθερίας". Αλλά επιμένει ότι "ο άνθρωπος δεν θα είχε την παραμικρή ιδέα για την εσωτερική ελευθερία αν δεν θα είχε πρώτα γνωρίσει εμπειρικά μία κατάσταση ελευθερίας που ήταν μία απτή εγκόσμια πραγματικότητα". Ο Επίκτητος, ο Παύλος, ο Αυγουστίνος και η χριστιανική ιδέα για τη δύναμη της θέλησης εξομοιώνουν την ελευθερία με την ανθρώπινη ικανότητα της βούλησης. Όμως,
Στις ανθρώπινες καταστάσεις που καθορίζονται από το γεγονός ότι στη γη δεν ζει ο άνθρωπος αλλά ζουν άνθρωποι, η ελευθερία και η κυριαρχία ταυτίζονται τόσο λίγο ώστε ούτε καν μπορούν να υφίστανται ταυτοχρόνως. Όποτε οι άνθρωποι επιθυμούν να είναι κυρίαρχοι πρέπει να υποτάσσσονται στην καταπίεση της βούλησης, είτε πρόκειται για την ατομική βούληση με την οποία εξαναγκάζω τον εαυτό μου, είτε για τη "γενική βούληση" μιας οργανωμένης ομάδας. Εάν οι άνθρωποι επιθυμούν να είναι ελεύθεροι, τότε είναι σίγουρο ότι πρέπει να αποκηρύξουν την κυριαρχία. 



Αν σήμερα δεν καταφέρνουμε να αισθανθούμε ελεύθεροι, αν η ανακάλυψη της αυταπάτης της εσωτερικής ελευθερίας μάς παρασύρει από τον τρόμο στην κατάθλιψη, αιτία πριν απ' όλα είναι η αδυναμία μας να αποκηρύξουμε την κυριαρχία. Όσο δεν καταφέρνουμε, θα πει δεν επιθυμούμε, κάτι τέτοιο, η ελευθερία θα διαφημίζεται αναίσχυντα και θα προσφέρεται δελεαστικά από τραπεζικά ιδρύματα και άλλες φατρίες της κυριαρχίας. Διαφορετικά, όπως γευτήκαμε σε προηγούμενη ανάρτηση των θερινών ύμνων εις την ελευθερίαν και εις την ουτοπίαν αυτής, ενώ τίποτα δεν μαρτυρά μια νέα ουτοπία, ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο κοντά, εξαιτίας αυτού του τίποτα, το νησάκι της ουτοπίας και ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο βέβαιη η αποβίβασή μας στις ακτές του. Διαφορετικά, λοιπόν, ας ετοιμαστούμε για θαύματα. Η Arendt, που θεωρούσε τη συνταύτιση ελευθερίας και κυριαρχίας σαν "την πιο ολέθρια και επικίνδυνη συνέπεια της εξομοίωσης ελευθερίας και ελεύθερης βούλησης", μας συγκινεί με τη διαπίστωσή της ότι 


Είναι μια παρακαταθήκη του ρεαλισμού, και σε καμία περίπτωση δεισιδαιμονία, να αναζητούμε το απροσδόκητο και το απρόβλεπτο, να είμαστε προετοιμασμένοι για "θαύματα" και να τα αναμένουμε στη σφαίρα του πολιτικού. [...] Η αποφασιστική διαφορά μεταξύ των "άπειρων απιθανοτήτων" στις οποίες εδράζεται η ζωή μας πάνω στη γη και του θαυμαστού χαρακτήρα που είναι εγγενής σε όσα συμβάντα καθίδρυσαν την ιστορική πραγματικότητα είναι ότι, στη σφαίρα των ανθρώπινων υποθέσεων, γνωρίζουμε τον δημιουργό των "θαυμάτων". Είναι οι άνθρωποι οι οποίοι τα επιτελούν - οι άνθρωποι που επειδή δέχτηκαν το διττό χάρισμα της ελευθερίας και της πράξης μπορούν να δημιουργήσουν μια δική τους πραγματικότητα. 





Προς  το παρόν, έρμαια των πεπερασμένων πιθανοτήτων ενός στατιστικού τραγέλαφου, αναμασάμε την κρίση μας. Η κρίση διαπερνά και καθορίζει κάθε σκέψη, κάθε πράξη, κάθε διαμαρτυρία, κάθε ελπίδα, μα κανένα θαύμα, καμιά ουτοπία. Η κρίση σαν ομίχλη μάς εμποδίζει να δούμε πόσο κοντά είμαστε στην ακτή που, αν την πεθυμούσαμε στ' αλήθεια, θα μας ζάλιζαν κιόλας οι ευωδιές τής χλωρίδας της. Μα δεν μπορεί να περνά η ζωή διαβαίνοντας κι επιβεβαιώνοντας θανάτους. Θ' αρκούσε να το νιώσουμε πως είμαστε το στατιστικό λάθος. Έλα. Λέξεις είναι στην οθόνη, άυλα πλάσματα πλαστικού πληκτρολογίου. Τι να λέμε. Και ποιος τα έλεγε αυτά πριν από 30 χρόνια;:

Ο τρόπος κατανόησης της παρούσας κρίσης είναι αυτός καθεαυτός ένα από τα ζητούμενα. Πράγματι, αυτή η κρίση, μόνο και μόνο από την υπόστασή της, βάζει σε αμφισβήτηση την ορθότητα των προηγούμενων πολιτικών, την προτεραιότητα της οικονομικής διάστασης, τη νομιμότητα της κυρίαρχης ιδεολογίας και του κυρίαρχου πολιτικού προσωπικού, είτε αυτό είναι δεξιό είτε αριστερό. Γιατί η κρίση κάνει πρόδηλο ότι η λειτουργία της οικονομίαςόχι μόνο δεν ελέγχεται αλλά ούτε καν γίνεται κατανοητή από τους ηγέτες και τους διεκπεραιωτές της. Οι κοινωνίες μας δεν κυριαρχούν πάνω στο μέλλον τους. Ενώ ζούμε την αποδιάρθρωση αυτού του μέλλοντος, ταυτόχρονα μας υπόσχονται πως αύριο θα ξαναβρούμε τις ελπίδες της προηγούμενης δεκαπενταετίας, που στο μεταξύ έχουν διαψευσθεί. Όλες οι κυρίαρχες ιδεολογίες συνασπίζονται για να μας εμποδίσουν να δούμε την κρίση σαν το τέλος της βιομηχανιστικής εποχής και την ενδεχόμενη αρχή μιας άλλης, θεμελιωμένης σε κάποια διαφορετική ορθολογικότητα, διαφορετικές αξίες, σχέσεις, ζωή.


Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013


η ελευθερία ως κόλαση:
η γλώσσα των άλλων



Υπάρχουν άνθρωποι που σκέφτονται τον θάνατο, κι άλλοι που ο θάνατος τους επι-σκέφτεται στην ανεμελιά τους. Η υποδοχή του θανάτου στο ξεπροβόδισμα των αποθαμένων τρέφει τη σκέψη που προκαλεί η επί-σκεψη. Όμως δεν ζούμε με τη σκέψη του θανάτου. Ζούμε παρά τον θάνατο. Και πόσες ποικιλίες θανάτου διαβαίνουμε ως το τέλος; 



tassos langis



Τι είναι όλοι οι άλλοι άνθρωποι; Πώς γεννιέται ο πόθος να πεθάνουν; Όλοι; Είναι η κόλαση. Το ανακαλύπτει στο τέλος του θεατρικού του Σάρτρ Κεκλεισμένων των Θυρών, και στην αρχή ενός αιωνίου μαρτυρίου, ο Γκαρσέν. Θα ζήσει εκεί, σ' ένα δωμάτιο ξενοδοχείου σε στίλ δεύτερης αυτοκρατορίας, μαζί με την Ινέζ και την Εστέλλα, επιθυμώντας την Ινέζ που τον περιφρονεί και θέλει την Εστέλλα που την αποκρούει γιατί φλερτάρει τον Γκαρσέν που δεν την θέλει και λίγο πριν την ανακάλυψή του, ήξερε ότι βρίσκεται στην κόλαση, δεν ήξερε όμως τι είναι η κόλαση, είχε ξεσπάσει:
Ανοίχτε, που να σας πάρει ο διάολος! Θα υποστώ τα πάντα, τις φλογισμένες τανάλιες, το καφτό μολύβι, τις σούβλες, τους στραγγαλισμούς - όλα τα σατανικά μηχανήματα που 'χετε, ο,τιδήποτε ζεματάει, γδέρνει και σκίζει - θα δεχτώ κάθε βασανιστήριο που θα μου κάνετε. Όλα είναι προτιμώτερα απ' αυτή την αγνία της ψυχής, απ' αυτόν τον σιγανό πόνο που τρώει τον άνθρωπο, τον σιγοψήνει και ποτε δεν χτυπάει αρκετά να δώσει τέλος.

Παλιά μετάφραση, του Μάριου Λαέρτη, από την τρίτη  "βελτιωμένη" έκδοση των εκδόσεων Μέντωρ, χ., βέβαια, χ., αδύνατο να λινκάρεις σε παραπομπή. O Σαρτρ πίστευε ότι ήταν, κι αυτός όπως όλοι, καταδικασμένος να ζει ελεύθερος





Όμως ο Στίρνερ πίστευε ότι η «ελευθερία» είναι και παραμένει μια λαχτάρα, ένα ρομαντικό παράπονο, μια χριστιανική ελπίδα για το επέκεινα και το μέλλον. Κι έπειτα η κραυγή. Η έσχατη κραυγή του Γ. Μακρή στους αντίλαλους του κενού, φέρνει στο νου την κραυγή χαράς δίχως σκέψη του Στίρνερ:
Ένα απότομο τίναγμα μου παρέχει την ίδια υπηρεσία με το πιο α- νήσυχο σκέπτεσθαι, ένα άπλωμα των μελών αποτινάζει τη βάσανο των σκέψεων, ένα αναπήδημα διώχνει τον βραχνά του θρησκευτικού κόσμου από το στήθος μου, μια δυνατή κραυγή χαράς ρίχνει κάτω φορτία που κουβαλούσα χρόνια. Η τεράστια όμως σημασία της δίχως σκέψη χαρούμενης κραυγής δεν μπορούσε να αναγνωριστεί όσο διαρκούσε η μακριά νύχτα του σκέπτεσθαι και του πιστεύειν.

Ο Στίρνερ τα 'βαλε με όλους που στην εποχή του υπόσχονταν ελευθερία, που τους αποκαλούσε φιλελεύθερους: πολιτικούς, κοινωνικούς και ανθρωπιστές. Οι αστοί, πιστοί του πολιτικού φιλελευθερισμού, δέχονται ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και ελεύθερος άνθρωπος είναι ο υπάκουος υπηρέτης: 
Τι τρομερή ανοησία! Κι όμως, αυτό είναι το νόημα της μπουρζουαζίας, και ο ποιητής της, ο Γκαίτε, όπως και ο φιλόσοφός της, ο Χέγκελ, κατάφεραν να εξυμνήσουν την εξάρτηση του υποκειμένου από το αντικείμενο, την υπακοή στον αντικειμενικό κόσμο. 

Για τους σοσιαλιστές και τον κοινωνικό φιλελευθερισμό τους, ο Στίρνερ ήταν εξίσου αιχμηρός και, για τον υπαρκτό, προφητικός:
Μπροστά στον ανώτατο ιδιοκτήτη, θα γίνουμε όλοι ίσοι - κουρελήδες. Για την ώρα, κάποιος είναι ακόμη κατά την εκτίμηση κάποιου άλλου "κουρελής", "επί ξύλου κρεμάμενος"· κατόπιν όμως παίρνει τέλος αυτή η εκτίμηση, είμαστε όλοι κουρελήδες, και ως συνολική μάζα της κομμουνιστικής κοινωνίας μπορούμε να ονομαστούμε "συρφετός κουρελήδων".

Οι ανθρωπιστές σοσιαλιστές, τέλος, έβλεπε να ολοκληρώνουν την κουρελοσύνη:
Πρέπει πρώτα να κατεβούμε στην πιο κουρελίδικη, στην πιο φτωχή κατάσταση, αν θέλουμε να φτάσουμε στην κυριότητα, διότι πρέπει να βγάλουμε από πάνω μας καθετί ξένο. Τίποτα όμως δεν μοιάζει πιο κουρελίδικο από τον γυμνό άνθρωπο. 
  



Το από πάνω σκίτσο του Ένγκελς απεικονίζει τους Ελεύθερους εγελιανούς αριστερούς νέους του Βερολίνου, στους οποίους σύχναζε και ο κολλητός του Μαρξ, όπως κι ο Στίρνερ. Οι Ελεύθεροι σε κατάσταση διαφωνίας. Ανάμεσά τους ο μοναδικός και το ιδιόκτητό του πούρο, μοιάζει να είναι αλλού, δεν συμμετέχει στις αντιπαραθέσεις των λοιπών, που εξήγησε στο κύριο πόνημά του ότι τοποθέτησε την υπόθεσή του στο τίποτα. Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς, που ειρωνεύτηκαν αυτή την τοποθέτηση, ήταν ένας σαχλός ηθικολόγος. Τον αποκαλούσαν Σάντσο (από τον ήρωα του Θερβάντες) κι έκαναν τον Μοναδικό του φύλλο και φτερό:
Η φιλοσοφική του έλλειψη ιδεών ήταν ήδη, αυτή καθεαυτή, το τέλος της φιλοσοφίας, όπως η ανέκφραστη γλώσσα του ήταν το τέλος όλων των γλωσσών.

Ο Στίρνερ δεν είχε αμφιβολία: Όποιος δεν μπορεί να απαλλαγεί από μια σκέψη είναι, στο βαθμό αυτό, μόνον άνθρωπος, δούλος της γλώσσας, αυτού του ανθρώπινου θεσμού, αυτού του θησαυρού ανθρώπινων σκέψεων. Αν αυτή η σκέψη φαινόταν σε κάποιους στα μισά του 19ου αιώνα σαχλή, δεν θα συνέβαινε το ίδιο έπειτα από καμιά εκατοστή χρόνια. Όπως επισήμανε ο Αβρόν...
... ο Στίρνερ, αντίθετος προς τη λεκτική τυραννία, πολύ πριν μας αποκαλύψουν οι στρουκτουραλιστικές θεωρίες της εποχής μας την επιρροή της γλώσσας στη σκέψη, δημιουργεί για δική του χρήση μια γλώσσα ιδιότροπη, ευμετάβλητη, αυθαίρετη, η οποία, αντί να μεταφέρει ξένες σκέψεις, παραμένει στην υπηρεσία της ριζικής πρωτοτυπίας του εγώ. «Η γλώσσα», γράφει σε ένα εκπληκτικά "μοντέρνο" χωρίο, «ή το "Ρήμα"  ασκεί πάνω μας τη χειρότερη τυραννία, επειδή φέρνει εναντίον μας μια ολόκληρη στρατιά έμμονων ιδεών». 





Γλώσσα, σκέψη, ελευθερία. Όχι ελεύθερες σκέψεις, αλλά ελευθερία από τη σκέψη. Αυτη η σκέψη, γλωσσικά κατασκευασμένη, ωρυόταν στον πυρήνα του Μοναδικού:
Η δύναμη των λέξεων ακολουθεί εκείνη των πραγμάτων: πρώτα εξαναγκάζεται κανείς με το ραβδί και μετά με την πεποίθηση. Η δύναμη των πραγμάτων ξεπερνά το θάρρος μας, το πνεύμα μας· απέναντι στη δύναμη μιας πεποίθησης, και συνεπώς της λέξης, ακόμη και το όργανο βασανισμού και το ξίφος χάνουν τη δύναμη και την υπεροχή τους. [...] Δεν υπάρχει ούτε μια αλήθεια, δικαίωμα, ελευθερία, ανθρώπινη ιδιότητα κ.ο.κ. που να έχει υπόσταση μπροστά σε μένα, και στην οποία να υποτάσσομαι. Δεν είναι παρά λέξεις, τίποτε άλλο από λέξεις, όπως όλα τα πράγματα δεν είναι για τον χριστιανό παρά «μάταια πράγματα».

Εκατόν είκοσι χρόνια αργότερα, ο Φουκώ δημοσίευε τις Λέξεις και τα Πράγματα. Χωρίς αναφορές στον Στίρνερ, σκεφτόταν το cogito κι αναρρωτιόταν:
... μπορώ τάχα να πω ότι είμαι αυτή η γλώσσα, την οποία μιλώ και όπου η σκέψη μου γλιστρά μέχρι σημείου νά βρίσκει μέσα της το σύστημα όλων των δικών της δυνατοτήτων, αλλά η οποία εντούτοις δεν υπάρχει παρά μέσα στη βαρύτητα προσχώσεων που ποτέ δεν θά είναι ικανή να τις ενεργοποιήσει εξ ολοκλήρου;

Έλα ντε. Πώς τόλεγε ο Heidegger; Ο άνθρωπος συμπεριφέρεται σαν να είναι αυτός ο πλάστης και ο μάστορας της γλώσσας, ενώ είναι αυτή η δέσποινα του ανθρώπου... Αλλά, ας μην πλατιάζουμε, να μην πω δολιχοδρομούμε, που είναι εντυπωσιακότερο. Αυτή η θερινή διαδρομή, οι ύμνοι στην ελευθερία και την ουτοπία της, θα βαδίσει, τουλάχιστον ως προς τη θερμοκρασιακή της ένταση, προς το τέλος της. Καλοκαιράκι είναι όμως ακόμη. Ας μην βιαστούμε πολύ. Ξανά Φουκώ, για το τέλος, αντιταγμένο σε όλους εκείνους:
Σε όλους εκείνους που δεν θέλουν να τυποποιήσουν χωρίς να εξανθρωπολογήσουν, που δεν θέλουν να μυθολογήσουν χωρίς να αποφενακίσουν, που δεν θέλουν να σκεφτούν χωρίς να σκεφτούν παρευθύς ότι ο άνθρωπος δεν είναι αυτός που σκέπτεται, σε όλες αυτές τις αδέξιες και στρεβλές μορφές στοχασμού, δεν μπορούμε παρά να αντιτάξουμε ένα φιλοσοφικό γέλιο - δηλαδή, κατά ένα μέρος, γέλιο σιωπηλό. 






Μα εμένανε, που από μικρόν με βασανίζουν σκέψεις,
με πιάνει η γλώσσα διάβαστο και με βαθμολογάει·
με τεριρέμ παραπονώ και παραπαίω με πόνο
και μνημονεύω τα μωρά που γέροντες τα ξέρω. 
Ακρέβω τα ρουμπολιαστά κλαρούμια της μπραντέλας,
κρακώνω τις ξαντρόχλυρες μπουρλούχες που λιμώνουν
και βγάζω δώδεκα σκριμιές, μία για κάθε μήνα. 
Αφήστε με, κουράστηκα, πάω να πραγκίσω γκλούνια.