Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013


Δύναμη και Βία (ΙΙ)


Στον εξόδιο δεκαπεντασύλλαβο της προηγούμενης, ονόματι άλλους φοβάμαι, ανάρτησης, η λέξη ανάρτηση πάντα μου θύμιζε αυτοκίνητο, ίσως εξαρτήσεις θα έπρεπε να τις αποκαλώ, πάντως στον εξόδιο, εν τοιαύτη, που λένε, περιπτώσει, δεκαπεντασύλλαβο της προηγούμενης εξάρτησης η πρόταση ήταν: μουσική τιμωρία. Η γλυκόλαλη άρπα και το πονεμένο σάζι γίνεται να τιμωρούν; Είναι βία αυτή; Και ποια δύναμη, αν είναι βία, ανταγωνίζεται, για να επιστρέψω και στην εξάρτηση την προηγούμενη της προηγούμενης; Δεν ξέρω. 





Δύναμη και βία. Μπερδεμένη διπολία. Η Arendt, καθώς διαβάστηκε στην προηγούμενη της προηγούμενης, ξεχώριζε δύναμη και βία σαν μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα. Ο Sorel τις ξεχώριζε κατά την ταξική αντιπάλη κι έγραφε πως "η δύναμη έχει για αντικείμενο να επιβάλλει την οργάνωση κάποιας κοινωνικής τάξης μέσα στην οποία μια μειοψηφία κυβερνά, ενώ η βία τείνει στην καταστροφή αυτής της τάξης". Απ' τη μια, έβλεπε μιαν αστική δύναμη κι απ' την άλλη μια προλεταριακή βία. Κι ενώ η Arendt έβρισκε στην ιδέα του Sorel για την προλεταριακή γενική απεργία έναν "περίφημο μύθο", που τελικά ανήκε "στο οπλοστάσιο της μη βίαιης πολιτικής", τζάμπα βία, δηλαδή, τζάμπα υπεράσπιση της βίας στα λόγια, ο Benjamin υπερθεμάτιζε, υπερασπιζόμενος την ιδέα του Sorel, καθότι η προλεταριακή γενική απεργία δεν αναζητούσε βελτιώσεις σ' έναν κόσμο που θα έπρεπε να καταργηθεί, όπως συνέβαινε με την πολιτική, τη διεκδικητική, γενική απεργία. Έτσι έφτανε από άλλο δρόμο στην ίδια περί μη βίας εκτίμηση: 


Ενώ η πρώτη μορφή διακοπής της εργασίας συνιστά βία, καθώς προκαλεί μονάχα μια εξωτερική τροποποίηση των συνθηκών εργασίας, η δεύτερη, ως καθαρό μέσο είναι μη βίαιη, καθώς δεν αναλαμβάνεται με την πρόθεση επιστροφής στην εργασία μετά από εξωτερικές παραχωρήσεις και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις των συνθηκών εργασίας, αλλά με την απόφαση επιστροφής μόνο σε μια εργασία εξολοκλήρου αλλαγμένη, μια εργασία την οποία δεν επιβάλλει το κράτος, μια ανατροπή, που αυτός ο τύπος απεργίας δεν την προκαλεί, αλλά μάλλον την πραγματώνει. Γι' αυτό και το πρώτο εξ αυτών των εγχειρημάτων είναι νομοθετικό, ενώ το άλλο, αντιθέτως, αναρχικό.

Ο δε Fanon, με τις κατά Arendt "ανεύθυνες μεγαλεπήβολες δηλώσεις" και τις "ρητορικές υπερβολές", αγανακτισμένος από την αποικιοκρατική βαναυσότητα, ήταν απόλυτος: "ο σπαρμένος με απαγορεύσεις κόσμος αμφισβητείται μόνο με απόλυτη βία": 
Να ο αποικιακός κόσμος. Ο ιθαγενής είναι ένα πλάσμα εγκλωβισμένο, το απαρτχάιντ δεν είναι παρά μια παραλλαγή της διαίρεσης του αποικιοκρατικού κόσμου. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνει ο ιθαγενής είναι να μένει στη θέση του, να μην περνάει τα όρια. Γι' αυτό τα όνειρα του ντόπιου είναι όνειρα μυώδη, όνειρα δράσης, όνειρα επιθετικά. Ονειρεύομαι πως πηδώ, πως κολυμπώ, πως τρέχω, πως σκαρφαλώνω. Ονειρεύομαι πως σκάω στα γέλια, πως περνάω το ποτάμι με μια δρασκελιά, πως με κυνηγάνε κοπάδια αυτοκίνητα που δεν θα με φτάσουν ποτέ. Κατά τη διάρκεια της αποικιοποίησης ο αποικιοκρατούμενος δεν παύει ν' απελευθερώνεται ανάμεσα στις εννιά το βράδυ και στις έξι το πρωί. [...] Το βλέμμα που ρίχνει ο αποικιοκρατούμενος στην πόλη του άποικου είναι ένα βλέμμα πόθου, βλέμμα ζήλειας. Όνειρα ιδιοκτησίας, όλων των ειδών της ιδιοκτησίας: να καθίσει στο τραπέζι του άποικου, να ξαπλώσει στο κρεβάτι του άποικου, με τη γυναίκα του αν είναι δυνατό. Ο αποικιοκρατούμενος είναι φθονερός. Ο άποικος δεν αγνοεί ότι αν δει απαρατήρητος το βλέμμα του αποικιοκρατούμενου, διαπιστώνει με πίκρα αλλά πάντα έχοντας επίγνωση του "ο θάνατός σου είν' η ζωή μου": "θέλουνε να πάρουνε τις θέσεις μας". Είναι αληθινό πως δεν υπάρχει ούτε ένας αποικιοκρατούμενος που να μην ονειρεύεται, τουλάχιστον μια φορά την ημέρα, να εγκατασταθεί στη θέση του άποικου. 




Αν τηρήσουμε τις αναλογίες, που λένε, το μίσος του αποικιοκρατούμενου και το μίσος το ταξικό, τα γεννά ένας πόνος που εγκλωβίζει τον κυριαρχούμενο, γενικά, στα όρια του δικαίου που θα πρέπει να συντηρείται· ίδιος πόνος με το βάσανο που γεννά στον καταπιεσμένο την πεθυμιά ν' ανέβει στο κρεβάτι του κυρίαρχου, να πέσει στην πισίνα του, να οδηγήσει το κάμπριο του, να του μοιάσει. Το εκκρεμές ταλαντώνεται. Αλλά το άλλο εγχείρημα, το αναρχικό σύμφωνα με τον Benjamin, καθώς δεν αναφέρεται στο δίκαιο, δεν είναι βία. Η βία πάντα ή νομοθετεί,  ή συντηρεί το δίκαιο, είναι πάντως "ρίζα του δικαίου". Όταν η βία νομοθετεί, θα πρέπει να δώσει τη θέση της στη βία που θα συντηρήσει το νέο δίκαιο, που πρόκειται να παρακμάσει ενόσω συντηρείται έως ότου καταργηθεί από μια νέα νομοθετική βία, σε μια ταλάντωση που υποκρίνεται πως δεν φθίνει και που το ζητούμενο θα έπρεπε να είναι η ρήξη με αυτή, με την  ίδια την ταλάντωση. Κι αν η βία είναι το σαράκι της δύναμης, μάλλον σαν βία που επιδιώκει να νομοθετήσει εναντίον της δύναμης, η εξουσία καταφεύγει στη δική της βία, της συντήρησης. Ταλάντωση: πέτρα - δακρυγόνο, μολότωφ - κρότου-λάμψης, καδρόνι-κλομπ. Βίας θέατρον. Walter Benjamin:


Ο ισχυρισμός ότι οι σκοποί της αστυνομικής εξουσίας ταυτίζονται παγίως ή απλώς και μόνο συνδέονται μ’ αυτούς του ευρύτερου δικαίου, είναι απολύτως αναληθής. Πολύ περισσότερο που το «δίκαιο» της αστυνομίας στην πραγματικότητα χαρακτηρίζει το σημείο εκείνο όπου το κράτος, είτε λόγω αδυναμίας, είτε λόγω των εμμενών συσχετισμών στο εσωτερικό κάθε έννομης τάξης, δεν μπορεί πλέον, μέσω αυτής της έννομης τάξης, να κατοχυρώσει τους εμπειρικούς σκοπούς που επιθυμεί με κάθε τίμημα να επιτύχει. Ως εκ τούτου, η αστυνομία επεμβαίνει σε πολυάριθμες περιπτώσεις «χάριν ασφαλείας» όπου δεν υφίσταται σαφής νομική κατάσταση, όταν -χωρίς την παραμικρή σχέση με έννομους σκοπούς- συνοδεύει τον πολίτη ως επονείδιστο βάρος μιας ζωής ήδη ρυθμιζόμενης από διατάξεις, ή, ακόμα χειρότερα, τον παρακολουθεί. Σε αντίθεση με το δίκαιο, το οποίο αναγνωρίζει στην καθορισμένη από τον τόπο και το χρόνο «απόφαση» μια μεταφυσική κατηγορία, επιτρέποντας έτσι την κριτική, η εξέταση του θεσμού της αστυνομίας δεν καταλήγει σε τίποτα ουσιαστικό. Η εξουσία της είναι άμορφη, όπως η πουθενά απτή, αλλά ωστόσο διάχυτη, φασματική παρουσία της στη ζωή όλων των πολιτισμένων κρατών.

Στα θέατρα της βίας, στις άσκοπες τηλεφοβικές συγκρούσεις, η δύναμη γίνεται θεατής κι οι βίες πλιμπάρουν τους δρόμους με συντηρητικά. Σε μιαν ανούσια, κουραστική διαλεκτική η δύναμη καταναλώνεται σαν αδυναμία. Ο Agamben, μελετώντας τον Benjamin και τη λογική της κυριαρχίας, διαπιστώνει μια αντιστοιχία της διπολίας βίας που νομοθετεί και βίας που συντηρεί με τη διπολία συντακτική - συντεταγμένη εξουσία, αναγνωρίζοντας ότι η πρώτη "διατηρεί πάντα με τη συντεταγμένη εξουσία μια διφορούμενη και ανεξάλειπτη σχέση". Και πώς αλλιώς, όσο δεν επινοείται η ρήξη με την ταλάντωση; Έπειτα, παρατηρεί μιαν ακόμα αντίστοιχη διπολία, αριστοτελική: δύναμη και ενέργεια. Όπως η συντακτική εξουσία, βία που νομοθετεί, δεν μπορεί να ανάγεται σε συντεταγμένη, βία που συντηρεί, έτσι και η δύναμη είναι αυτόνομη σε σχέση με την ενέργεια.
Για τον λόγο αυτό, επειδή, δηλαδή, η δύναμη δεν πρέπει να χάνεται αμέσως στην ενέργεια, αλλά πρέπει να διαθέτει μια ξεχωριστή ιδιοσυστασία, είναι απαραίτητο να είναι σε θέση να μην περνά στην ενέργεια, δηλαδή να αποτελεί συστατικώς δύναμη να μην (κάνει ή είναι), ή, όπως λέει ο Αριστοτέλης, να είναι επίσης αδυναμία. Ο Αριστοτέλης διατυπώνει με αποφασιστικότητα αυτή την αρχή -η οποία, υπό μια έννοια, αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέ-φεται ολόκληρη η αριστοτελική θεωρία της δύναμης- σε μια επιγραμματική φόρμουλα: «έτσι ώστε κάθε δύναμη του ίδιου πράγματος και ως προς την ίδια αναφορά αντιστοιχεί σε μια αδυναμία» (ατού αύτοΰ και κατά το αυτό πάσα άυναμις αδυναμία», Μετά τα Φυσικά, 1046a, 32). Ή, ακόμα πιο ρητά:
«Αυτό, επομένως, που είναι δυνατόν να είναι, ενδέχεται και να είναι και να μην είναι· συνεπώς το ίδιο πράγμα είναι δυνατόν τόσο να είναι όσο και να μην είναι ("το ίυνατον ένδεχεταί είναι και μη είναι")» (Μετά τα Φυσικά, 1050b, 10).

Η δύναμη υπάρχει και χωρίς να ενεργεί. Όμως μόνο με την ενέργεια επιβεβαιώνεται σαν δύναμη. Δύναμη και βία, αλλιώς, λοιπόν. Θα ήταν σήμερα δυνατόν ένα παιδί να μην πάει στο σχολείο; Ποια ενέργεια θα δυναμίτιζε  την ιδέα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, που έπεται του υποχρεωτικού εμβολιασμού και προηγείται της υποχρεωτικής στράτευσης; Δηλαδή, θα καταργούσε τη δύναμη του καθήκοντος και θα εγκαθιστούσε αδυναμία;





Ήμουνα πιτσιρίκι κι ο δάσκαλος που έμενε από κάτω, μου έλεγε πως θα με πάρει στο σχολείο να κάνει μάθημα ανθρωπολογίας με τα παΐδια μου, έτσι αδύνατος που ήμουν. Τον πίστευα. Εξάλλου είχε αποδειχθεί ειλικρινής όταν κανα χρόνο πριν μου είχε πει ότι αν δεν φτάσω είκοσι κιλά δεν θα με γράψει στο σχολείο. Ήταν και διευθυντής, θεός σχωρέστον. Έφτασα τα κιλά που έπρεπε και με γράψανε στο σχολείο. Γλίτωσα και την ανθρωπολογία, όχι όμως και την επιβολή βίας συμβολικής, όπως τη λένε, βίας που δεν είναι βία μ' εργαλεία που αυξάνουν τη ρώμη, αλλά είναι βία με ή χωρίς συμβολικά εργαλεία, βία άυλη με συνέπειες υλικές. Ο διευθυντής είχε τη δύναμη. Οι δάσκαλοι τω καιρώ εκείνω χρησιμοποιούσαν ελάχιστα εργαλεία βίας, χάρακες, βίτσες, στυλά, όχι για να αυξήσουν τη ρώμη τους, αλλά για να προσδώσουν διαφορετικά, τεχνικά και συμβολικά χαρακτηριστικά στην άσκηση της βίας τους. Ως προς το τεχνικό μέρος, με τα εργαλεία επιτυγχανόταν οξύς πόνος, όχι άγαρμπος σαν της σφαλιάρας, οξύς καταληψίας της παυλωφιμωμένης μνήμης. Ως προς το συμβολικό, η διαφορική χρήση των μέσων διδασκαλίας, του κανόνος και του στυλογράφου, ήταν προφανής. Η βίτσα, ελέω της μουριάς του προαυλίου, κρατούσε την επαφή με τη ζωστήρα του πατρός εν οίκω. Εν τω δημοτικώ, η συμβολική βία μεταλλάσσεται ακόμα αλλά δεν πτοείται. Ο Ιησούς, γαλήνιος στο κάδρο, ευλογεί τους μαθητές από την κορυφή του ενάντιου τοίχου. Κανείς δεν υποψιάζεται τη δική του εμπλοκή, για την επιβεβαίωση των προφητών, με τα εργαλεία της αιματηρής βίας. Κατά Λουκάν, κβ΄:

35 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὅτε ἀπέστειλα ὑμᾶς ἄτερ βαλλαντίου καὶ πήρας καὶ ὑποδημάτων, μή τινος ὑστερήθητε; οἱ δὲ εἶπον· οὐθενός. 36 εἶπεν οὖν αὐτοῖς· ἀλλὰ νῦν ὁ ἔχων βαλλάντιον ἀράτω, ὁμοίως καὶ πήραν, καὶ ὁ μὴ ἔχων πωλήσει τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγοράσει μάχαιραν. 37 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἔτι τοῦτο τὸ γεγραμμένον δεῖ τελεσθῆναι ἐν ἐμοί, τὸ καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη· καὶ γὰρ τὰ περὶ ἐμοῦ τέλος ἔχει. 38 οἱ δὲ εἶπον· Κύριε, ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἱκανόν ἐστι.





Για να επιβεβαιώσει τους προφήτες ότι θα συγκαταλεχθεί με τους άνομους, τα δυο ξίφη 
έφταναν. Θ' απαντούσε αργότερα "συ είπας", κάτι σαν "εσείς το κάνατε αυτό", όπως διαβάζω ότι λέει εκείνος ο Ζίζεκ πως απάντησε ο Πικάσο όταν τον ρώτησαν αν αυτός είχε κάνει τη Γκερνίκα, που λεπτομερείται στο άνωθεν γιουτούμβιο με την προτροπή του Niko Dounas kill the nazi inside. Όπου η "νομοθετική" βία προκαλείται από τη βία που "συντηρεί", όπου η βία στη δύναμη, βία καταστροφική, όπως διείδε η Arendt, κραυγάζει "δεν ξέρω τι θέλω, αλλά ξέρω πώς να το αποκτήσω: θέλω να καταστρέψω...". 

Δεν ξέρω τι θέλω. Το πηλίκο (δεν) χορταίνει μηδενικά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου