Τρίτη 30 Απριλίου 2013


(σ)κατά διαόλου



... υπηρέτει δε προθύμως και τας ευλαβείς κυρίας, τας προσερχομένας εις τον ναόν ίνα εκκλησιασθώσι με τα καπέλα των, με τα πτερά των, με τες μυρωδιές των, με τα ριπίδιά των, διασχίζων συχνά τους στοίχους των, προσφέρων εις αυτάς καθίσματα, ακούων τα ευχαριστώ των, και ποτέ έως τώρα δεν ημάρτησεν, ειμή δια της ακουσίας επαφής της γινομένης εν ημέραις μάλιστα συρροής κόσμου, όπως την Μεγάλην Εβδομάδα, και εις άλλας εορτάς. Εκείναι δε εφαίνοντο τόσον αθώαι, τόσον αγναί, και τόσον αδιάφοροι! Προφανέστατα, ουδ' υπώπτευαν καν το ότι υπό το ράσον του μοναχού ήτο δυνατόν να κρύπτηται σαρκική τις ορμή. Και αι πλείσται δεν δυσηρεστούντο δια την ακουσίαν επαφήν, και όλαι σχεδόν δεν απέφευγον τον προς τους άνδρας συγχρωτισμόν. 


Ο καλόγηρος την εσπέραν εκείνην ήκουε τι του έλεγαν αι δύο αδελφαί μάλλον με τους οφθαλμούς παρά με τα ώτα. Εκοίταζε τα χείλη δι’ων εξήρχοντο αι λαλιαί, τα εκοίταζεν ως να ήθελε να ροφήσει τας λέξεις και να γλείψει και τα χείλη, εξ ων απέρρεον. Του εφαίνετο ότι αι λέξεις εκείναι είχαν σημασίαν άλλην, άρρητον, όχι την εκφραζομένην, την κοινήν. Απήντα δε εική, διά κοινών τόπων και μονοσυλλάβων. Αι δύο αδελφαί εφαίνοντο σχεδόν ωραίαι υπό το φως της λυχνίας. Της μιας μάλιστα, της νοστιμούλας, έλαμπε το ύπωχρον χρώμα, το ηλιώδες και μελιχρόν. Και αι δύο είχον γίνει ζωηρότεραι διά της συναναστροφής και διά του ολίγου οίνου. Έπειτα αι διάφοροι κινήσεις των μυώνων του προσώπου, τα μειδιάματα, αι γέλωτες, αι στάσεις, και αι χειρονομίαι, επί πάσι δε το ατημελές της οικιακής περιβολής, όλα συνέτεινον εις το να φαίνωνται άλλαι, αγνώριστοι. Η μεν Ελπινίκη είχε τας ωλένας γυμνάς μέχρι του αγκώνος κι εφόρει λεπτόν, λευκότατον σάκκον, της δε Κατίνας, της νοστιμούλας, έτυχε να λείπει το επάνω κομβίον του λευκού περιστηθίου της, το δε υποκάμισόν της ήτο άνευ περιλαιμίου, και εντεύθεν εφαίνετο γυμνός ο τράχηλός της και μέρος του στήθους της.



 



Και ένθεν και ένθεν αυτής αι δύο κορασίδες εγίνοντο αμυδραί, αόριστοι, ητμίζοντο, ελάμβανον ύπαρξιν ονειρώδη, μετεμορφούντο όλως. Και μετ’ ολίγον επεφαίνοντο φύουσαι μικρά πτερύγια εις τους ώμους, αι χείρες των εγίνοντο άφαντοι, οι λαιμοί των ελεπτύνοντο, εμηκύνοντο, τα πρόσωπά των ωξύνοντο, εγίνοντο ρύγχη, μετεμορφούντο εις δράκοντας απειλητικούς. Και εις το μέσον των η γραία μετέβαλλε πάλιν μορφήν, ήνοιγε το στόμα της ως φρέαρ, τα μέλη του σώματός της εξηλείφοντο, εγίνετο όλη στόμα, στόμα χάσκον και έτοιμον να καταπίει. Αυτή ήτο η πύλη της Κολάσεως, κι εκείναι οι δύο δράκοντες οι αγρυπνούντες μη τις των αμαρτωλών εξέλθει της Γεέννης.







Tου Παπαδιαμάντη, βρε, το Καλογεράκι
ίδρωνε όταν σίμωνε το καλοκαιράκι.
Ήθελε τα χείλη από κοπέλες δυο να γλείψει·
τυραννία ο έρωτας και πηγάδι η θλίψη.


Όμως δεν την άντεξε, βρε, ο Σαμουήλης·
φρίσσει στην επέλαση της βρωμιάρας ύλης.
Ύλη από την Κόλαση, σκούληκας στο χώμα,
Πύλη της Κολάσεως χάσκει σ' ένα στόμα.


Όπου φύγει έφυγε, βρε, ο πατερούλης
στ' Άγιον Όρος τράβηξε, γέλια ο Ζερζεβούλης.
Έτσι ο Διάολος νίκησε του κορμιού το πάθος:
το φυλάκισε ξανά εις το όρος Άθως.


ή 


Αν δεν φας σκατά διαόλου,
τότε πας κατά διαόλου.

Τρίτη 23 Απριλίου 2013


φρίντομ φράουλες φρικασέ



Είχε ένα σχίσιμο στο μάγουλο κι εκεί η λεπίδα τού είχε σπάσει ένα δόντι, καταλαβαίνεις τώρα τι βία, έναν τραπεζίτη, νομίζω, όχι απ' τα μπροστινά, πρέπει να 'ταν φοβερή, η βία πρέπει να ' ταν φοβερή, το μέταλλο να σου σπάει το δόντι, και σκέφτηκα "Χριστέ μου, τι πόνος".

Υπήρχε και μια περίεργη μυρωδιά, και αναρωτιόμουν τι να 'ναι, τι να 'ναι αυτή η μυρωδιά, και ήταν κόπρανα, στο Θεό σου, τα 'χε κάνει, ναι, απ' το φόβο του, αν και δεν είμαι σίγουρος, η αποθήκη πάντως μύριζε κάτι σαν μούχλα, αλλά υπήρχε και κάτι ακόμα που δεν μπορούσα - 


.................

Του φώναζα. Στεκόμουνα μπροστά του με την κουκούλα και του φώναζα μες στη μούρη, "πες μου πού μένεις, ρε κωλοπακιστανέ. Δε σε παίρνει να κάνεις τον ξύπινιο, τώρα, ούτε και τον δυνατό, χωρίς τους γαμιόληδες τους φίλους σου, πες μου πού μένεις, ρε βρομιάρη".




Δεν είναι ο Λίαμ με τη ματωμένη μπλούζα, ο μη κανονικός, 
αλλά ο κανονικότατος Ντάννυ που τα αφηγείται στην Έλεν. 
Ο ξένος - άλλος είναι δόλωμα για καθωσπρέπει 
στα Ορφανά του Ντένις Κέλλυ. 








Και φράουλες να μη φάω, θα φάω μπανάνες,
θα φορέσω αθλητικά παπούτσια,
θ' ανάψω τη λάμπα, θα πατήσω το μπουτόν,
θα ξαπλώσω, θα πατήσω το έντερ,  
θα φάω κοτόπουλο, θα πατήσω το χαλί, 
θα πιω κάτι, θα πατήσω επανάκληση, 
δε μπορεί, θα πατήσω παύση, 
θα πλυθώ, θα πατήσω το καζανάκι, 
θα εξοργιστώ μ' έναν ρατσιστή, 
θα υποτάσσομαι καθώς βραδιάζει,
θα συνεχίσω, θα πατήσω γκάζι,
θα πατήσω την ασφάλεια
στο λάθος δρόμο - 
στο οιονεί γκέτο, 
θα πατήσω τα χαρτόκουτα, 
τα πλαστικά κάρβουνα,
το πάσγουορντ του ιμπάνκιν,
τον ιδρώτα του μόχθου,
το φραουλί αίμα
στα παντοτινά λιβάδια, 
τίποτα δεν θάναι αληθινό,
οι σφαίρες θα εξασφαλίζουν σιωπές,
οι ειδήσεις θα ταυτοποιούν συνειδήσεις,
τα ιστολόγια θα εκφέρουν θυμό,
προβλέψιμο θυθυθυμό,
οι παπάδες θ' αγαπούν αλλήλους, 
θα είναι αργά, και φράουλες να μη φάω.




Τρίτη 16 Απριλίου 2013


πλιζτουμίτγιου






Ήταν ανέκφραστος, καλοντυμένος, η γραβάτα ανέμιζε, φυσούσε, ο δρόμος άδειος, τον είδα από μακριά. Είχα το ποδήλατο, λίγο πριν είχα κόψει στο περίπτερο, ήταν ένα περιοδικό, "Πέντε επώνυμοι αποκαλύπτουν: Το διαδίκτυο με κατέστρεψε". Ήταν ανέκφραστος, σκούρο γκρι κουστούμι, σκούρα μπλε γραβάτα. Σκεφτόμουν την ανάρτηση για τους ληστές, που θ' ακολουθούσε εκείνη για τους Κλέφτες και τους κλέφτες. Οι Ληστές του Hobsbawm, το κεφάλαιο για τους Χαϊδούκους, η αναφορά του ιστορικού στον Χρήστο Μηλιόνη, το διήγημα του Παπαδιαμάντη για τον αρματολό, η μετάφραση του Παπαδιαμάντη στην Ιστορία του Φίνλευ κι η αναφορά στους Κλέφτες, το δημοτικό του Μηλιόνη, ο θάνατός του, ο Ευαίσθητος Ληστής του Χατζιδάκι, ο Γκάτσος και οι Παναγιές του, η εκτέλεση του Παυλίδη. Τι νόημα έχουν όλα αυτά, τι νόημα έχει πάλι να τα μπλέξω - σκεφτόμουν, ως συνήθως. Ποια μάταιη υπόθεση τραβολογάνε οι μοναχικοί μου κόποι. Δεν ξέρω. Το διαδίκτυο δεν με κατέστρεψε, ίσως με καταστρέφει αργά· βουβά. Στο ποδήλατο τραγουδούσα λίγο πριν, ένα ποδηλατικό αυτοσχέδιο, απ' αυτά που δανείζονται μουσικές, σ' αυτό είχα δανειστεί το Τρελό Παιδί του Χατζιδάκι, να τηρείται ο εσωτερικός ρυθμός...


Τρελό παιδί κι εγώ, μέσα στη γκλάβα
οι σκέψεις κόχλαζαν όπως η λάβα...
Τώρα η γκλάβα μου, αν τη στίψεις,
σταγόνες προϊούσας σήψης.

Μα κι αν ξεράθηκε στα χρόνια η γκλάβα,
θα είναι πάντα των ματιών σου η σκλάβα...
Κι η γκλάβα μου πεταλουδά...
Κι η γκλάβα μου πεταλουδά...


Δεν κρατούσε χαρτοφύλακα, κρατούσε ένα άδειο μπιτόνι σαν να κρατούσε χαρτοφύλακα. Έφτασε σ' ένα βενζινάδικο, θα είχε μείνει με το αυτοκίνητο, περίεργο για την εμφάνισή του, δεν μένουν εύκολα από βενζίνη τέτοιοι τύποι, όμως η ζωή κάποιες φορές γίνεται καταιγιστικά απρόοπτη  και ξεχνάς τα καθημερινά. Σκεφτόμουν ότι στο ποδήλατο δεν πρέπει να κάνω σκέψεις που με παρασύρουν μακριά από τον δρόμο, την κίνηση, σκεφτόμουν τον τίτλο στο περιοδικό, τι καταστροφή να προξένησε το διαδίκτυο στους επώνυμους, καλά, οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους, έχουν δηλαδή καταστραφεί, η λέξη καταστροφή έχει καταστραφεί, ο τύπος είχε φτάσει στο βενζινάδικο κι έβαζε βενζίνη στο μπιτόνι. Για την ακρίβεια, βενζίνη έβαζε ο μελαμψός ξένος, ο Πακιστανός, ας πούμε, ο τύπος πήρε έκφραση, έκφραση μίσους, ο Πακιστανός φοβήθηκε, έκανε μισό βήμα πίσω, το μπιτόνι το κρατούσε ο τύπος, ο Πακιστανός κρατούσε την κάνουλα, ο τύπος τού άρπαξε την κάνουλα, άνοιξε το στόμα του, η βενζίνη έτρεχε μες στο στόμα του, ξεχείλιζε, έμοιαζε να πνιγόταν, έκανε κινήσεις εμετού, ο Πακιστανός του τραβούσε το χέρι, ο τύπος είχε στρέψει το κεφάλι ψηλά, ο Πακιστανός φώναζε νόου, νόου, όχ-ι, όχ-ι, ο τύπος πνιγόταν, αυτό κράτησε δευτερόλεπτα γιατί η ροή σταμάτησε, κάποιο κουμπί θα πάτησαν μέσα απ' το κατάστημα. Έξω δεν είχε βγει κανείς, γουάι, γουάι, ο Πακιστανός κουνούσε το κεφάλι, ανακουφισμένος  πάντως, ο τύπος έβγαλε ένα πενηντάρικο, ο Πακιστανός έβγαλε να δώσει ρέστα, ο τύπος γύρισε την πλάτη κι έφυγε χωρίς το μπιτόνι. 

Είχα μείνει άγαλμα πάνω στο ποδήλατο, είχα κατέβει απ' τη σέλα, κρατούσα το τιμόνι, τον κοίταζα. Δεν με είχε δει. Κανέναν δεν έβλεπε. Ήταν συντριμμένος, το κουστούμι ήταν βρεγμένο από βενζίνη, προχώρησε λίγα μέτρα και σταμάτησε, κάθησε στο πεζοδρόμιο, έβγαλε μια φωτογραφία, θα είναι γυναίκας, σκέφτηκα, ξέσπασε σε λυγμούς, έβγαλε το πακέτο, έβγαλε τσιγάρο, αναπτήρα, φώναξα ΜΗ!... Δεν είχε καταλάβει ότι θα λαμπάδιαζε, άρχισε να στριφογυρνά, να τρέχει μια δεξιά, μια αριστερά, βγήκε ο Πακιστανός, τράβηξε το πλυστικό, εκείνος ούρλιαζε χωρίς νόημα, ούρλιαζε κι όταν τον έπαιρνε το 166, θα πρέπει να ήταν κάπου κοντά, έφτασε σε πέντε λεπτά, όλη την ώρα τον τριγύριζαν περίεργοι, εκείνος είχε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια και ούρλιαζε, τον κοίταζαν ώσπου τους απομάκρυνε η σειρήνα. 

Ήμουν βέβαιος πως η ζωή ήταν ένα ποδοπατημένο λάφυρο θανάτου. Ξεκίνησα με το ποδήλατο, πέρασα μπροστά απ' το σημείο που ο τύπος είχε αρχίσει να καίγεται. Θα πρέπει να είχε πετάξει τη φωτογραφία μακριά για να γλιτώσει τη φωτιά, ήταν μισοκαμένη, μια γυναίκα χαμογελούσε κι έδειχνε μπροστά, ψηλά. Χάζευα. Ως συνήθως χάζευα. Πέρασα στην αριστερή πλευρά του δρόμου ξέχασα να ελέγξω, άκουσα πάλι ουρλιαχτά, αυτή τη φορά ήταν φρένα βαριού οχήματος, ένιωσα να καίγεται η πλάτη μου· και τίποτ' άλλο. 

Στο νοσοκομείο, όταν μπόρεσα να μιλήσω, ζήτησα να μου φέρουν το περιοδικό. "Πέντε επώνυμοι αποκαλύπτουν: στο δικαστήριο τα αντέστρεψε". Άρχισα ν΄αμφιβάλλω αν ο τύπος με το μπιτόνι υπήρξε ποτέ. Λες να είχα κιόλας πεθάνει; Ζήτησα ένα βιβλίο. Μου έφεραν ένα του Μπατάιγ, για τον Νίτσε. Προσπέρασα τα εισαγωγικά, το Προοίμιο άρχιζε έτσι: Αυτό που με υποχρεώνει να γράφω, φαντάζομαι, είναι ο φόβος μην απογίνω τρελός. Είχα καταλάβει τι μου συμβαίνει. Ζούσα. Ζήτησα χαρτί και μολύβι. Άρχισα να γράφω:


- Επιτρέψτε μου να συστηθώ, ελπίζω να μαντεύετε την ανυπαρξία μου, είναι σχεδόν υπαρκτή, εννοώ δεν θα καθυστερήσει υπερβολικά η επίτευξη του εκ γενετής στοχασθέντος κενού, εννοώ τη μετάλλαξη του κρέατος σε ανάμνηση.
- Εννοείς τον βαρύ τον σύρτη της σιωπής.
- Εννοώ το παράλογο. 
- Αν άλογο καβαλικέψεις, θα νιώσεις πιο ελεύθερος. 
- Δεν τόξερα πως έχεις μέτρο την ελευθερία να μετράς.
- Όλα μετριούνται. 
- Αν είσαι βλάκας, ναι. 
- Οι βλάκες δεν γνωρίζουν να μετρούν. 
- Φύγε από μπρος μου να διαβώ τη λησμονιά. 
- Μα, ήμουν πίσω σου και γύρισες εσύ. 
- Μεταβολή αν κάνω, πάω να γκρεμιστώ. 
- Μη με ξαναρωτήσεις, είμαι εσύ. 
- Αν είσαι εγώ, δείξε μου το σημάδι. 
- Θα σου το δείξουνε μια Κυριακή στον Άδη. 
- Ω, Μαρξ, θυμήσου με μια Κυριακή.
- Ω, σαρξ, με μια θυμήσου Κυριακή, οι πόθοι σου μουσκίδι.
- Να κλείσω γιατί μπάζει;
- Τα γνωστά. Τελευταίοι στίχοι. Πρέπει με κάποιον τρόπο τέλος να δοθεί. 
- Δοθίην. Απαύγασμα βαναυσότητας. 
- Η φύση δεν χλευάζει. 
- Αδιαφορεί. 







Χαμογέλασα χωρίς παράπονο: η ματαιότης είναι σοφισμικέ επινόηση

Ουτοπιστί (ούτω πιστοί). 





Τρίτη 9 Απριλίου 2013


Who Loves the Sun


                                                                     metmuseum - Juan Dò 



Προσπάθησα να μεταφράσω 
τον ψίθυρο των ματιών. 
Ήθελα ησυχία, 
να εντοπίσω κάθε δάκρυ 
που δεν κύλησε, που 
απορροφήθηκε υπομονετικά 
γλείφοντας τον βολβό. 
Κυρίως, ήθελα λίγο 
χρόνο για ν' απαλλαγώ 
από λέξεις όπως αυτό 
το γλείφοντας 
που εκφέρεται με όλη του 
την προστυχιά, λες και 
κάθε στιγμή μπορεί να καρτερεί
με υπομονή σφιγμένη, 
τις σπίθες του ασυνείδητου
που τρίζουν.

Μα δεν κατάφερα τίποτα. 
Κοίταξα πάλι τα δυο μάτια και 
δεν είδα τίποτα.
Τα είχα φανταστεί ξανά
για τις ανάγκες ακόμα 
λίγων στίχων. 
Που τους πολλαπλασίασα
μικραίνοντας το μήκος τους. 
Παλιά μου τέχνη.

Ευτυχώς, η ησυχία
καμώνεται πως 
είναι ακόμα αγνή.
Σαν την ανάμνηση 
που κόντεψε
να ταλιαρίσει την επαύριο
με φοβέρες, καθώς 
η μπόρα παρα-
χωρούσε ευγενικά
τη θέση της σ' έναν 
ήλιο δειλό. 





                         rutgers1961

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

αποφώλια γένη






Η φύση, απ' την κακία των ανθρώπων άρρωστη,
και να πεινάει!

Κοινή μητέρα, που η απέραντη κοιλιά σου 
και το απλόχωρο στήθος γεννάει και θρέφει
τα πάντα· που απ' την ίδια σου ύλη που φουσκώνει
το αγέρωχό σου τέκνο τον περήφανο άνθρωπο
γεννάς τη μαύρη βούζα και τη μπλάβα οχιά, 
το χρυσωμένο σαμιαμίθι και το αόμματο 
φαρμακερό σκουλήκι, μ' όλα τ' αποφώλια γένη
κάτω απ' τον διάφανο ουρανό, που επάνω η φλόγα
η ζωογόνα του Υπερίονα φωτίζει,
σ' αυτόν που οχτρεύτη όλα τ' ανθρώπινα παιδιά σου
δώσε απ' του κόρφου σου τον πλούτο μια ριζούλα!
Τη καρπερή και γόνιμη κοιλιά σου στέρφεψε
μην ξαναβγάλει αχάριστους ανθρώπους!
Ας πιάνει τίγρεις, λύκους, δράκοντες, αρκούδες,
ας βγάλει νέα τέρατα που η επιφάνειά σου
ποτέ στην πάνω απ' όλα μαρμαρένια στέγη
μην τα 'χει παρουσιάσει!

Α, να μια ρίζα! Ευχαριστώ θερμά!
Κάμε να ξεραθούνε τα μεδούλια σου, 
αμπέλια και χωράφια σου αλετροσκισμένα,
απ' όπου ο άνθρωπος ο αχάριστος με αψά πιοτά
και λιπαρές χαψιές λιγδώνει τον καθάριον νου του
κι όλη του η σύνεση γλιστράει και φεύγει!



στο ομώνυμο του Σαίξπηρ
μτφ. Βασίλη Ρώτα