Κυριακή 27 Ιουλίου 2014


Prisión Escena



Θα πρόκειται - άρα, ίσως, όπως δη ποτέ - 
θα επρόκειτο και μάλλον πρόκειται περί
της ρητορείας, μήνιδος ρητορικής
περί των ρήσεων αχέροντος ιππότη 
μέσα στην πίστη την παλιά εμβαπτισμένου, 
του φουτουριστικού σκονοπαθούς ιδρύματος
τροφίμου. Και πάει κλαίγοντας: 


Δεν υπήρξε κανείς. 
Απένειμε τα δέοντα νουνεχής,
στον άμβωνα στραμμένος τον πανοπτικό,
ζωύφιο στη γωνιά που χόρταιναν οι μύκητες,
άλλα και τούτα σερνικά, αμόλαγαν αέρια
σε υψίστης ασφαλείας προθαλάμους.
Κατένειμε καθήκοντα μολότοβες ενώ
ουρούσε ομοιώματα ακάματων κωπηλατών
στροβιλιβιλιζόμενης αβύθιστης τριήρους,
στα λόγια.


Ήταν πρωί. Η ζέστη πρόδινε την κόλαση 
που θα τον μεσημέριαζε. Έβαλε τα παλιά ρεμπέτικα
με ξεργασία ψηφιακή να τονε ταξιδέψουν
από πίσω απ' τη στρατώνα. Δεν είχε πια δικαίωμα
να αιτηθεί βελτιώσεις, να διαμαρτυρηθεί, 
να πευθυνθεί στην ανθρωπιστική πτυχή
της ακοής του ειδικού απονεμητή. 
Είχε μεσημεριάσει και θυμότανε 
τη θάλασσα που γκντουπ δροσίζει 
την καρδιά την ίδια, που έχει ποτάμια 
και ποτάμια κατεβάσει και 
περιμένει με το χάραμα κορμιά. 

Ήτανε βράδυ. Γύρισε προς την κάμερα,
μετά στην άλλη και στην άλλη. 
Στο μόνιτορ ο ακάματος έτρωγε
γύρο απ' όλα. Δεν είχε άλλο μουντιάλ,
όλα τα ωραία τελειώνουνε, περνάει το καλοκαίρι,
νυχτώνει τώρα πιο νωρίς, κιόλας ξημέρωσε. 

Το άλλο πρωί τον βρήκαν ζωντανό. 






                                                  Goya

Τρίτη 22 Ιουλίου 2014


φυσικά, ο μέγας παρακείμενος του τέλους





Μας υφαίνει
η υπομονετική
αράχνη του χρόνου
το δίχτυ της
αλιεύει
τις στιγμές μας
σπαρταράνε
στο αγκίστρι
που τους
κάρφωσε
ο μέγας παρακείμενος
του τέλους





      


Όταν κάποιος πεθαίνει, εκβάλλοντας στο οριστικά κοινότοπο, επαναλαμβάνεται κοινότοπα ο περί θανάτου λόγος. Οι άνθρωποι κάνουν σαν να νιώθουν την υποχρέωση να εξηγήσουν το γιατί μιας κοινοτοπίας, ενίοτε και το πώς. Με το τι και με το πώς σαν καρκίνος θα με τρως, τραγουδούσε άλλοτε ο Σαββόπουλος επιβεβαιώνοντας τον μύθο του ανθρωποφάγου καρκίνου, της μάστιγας του δυτικού κόσμου, της αρρώστιας της ανομολόγητης από τον άρρωστο στους άλλους ή από τους άλλους στον άρρωστο, που, καθώς εξισώνεται με τον θάνατο, κάποιοι αρχίζουν να τον περιμένουν, τα ρολόγια ρυθμίζονται ανάποδα, η μέτρηση γίνεται αντίστροφη, η αράχνη του χρόνου ανυπομονεί, ώσπου δεν υφαίνει πια, δεν χρειάστηκε να συνεχίσει να υφαίνει για τον Πάνο Οικονόμου, τον Contrabbando, και για όλους τους άλλους. Η Susan Sontag παρατήρησε ότι γενικά πιστεύεται πως ο καρκίνος προκαλείται από την καταπίεση του πάθους, με την έκφραση ενός εσωτερικού εγώ. Ένα από τα πολλά παραδείγματα του περί καρκίνου λόγου που παραθέτει η ίδια ανήκει στον Kant: Τα πάθη είναι καρκίνοι για τον καθαρό πρακτικό Λόγο και πολλές φορές αθεράπευτοιΗ παρένθεση για τον καρκίνο και, ας χρησιμοποιήσουμε τη νόσο ως μεταφορά, για τον καρκίνο της ιατρικής, δεν θ' ανοίξει τώρα, καλοκαιριάτικα. Γενικότερα, άσχετα από το περιεχόμενό του, ο περί θανάτου λόγος αποτελεί τουλάχιστον μια δήλωση ανακούφισης: Μιλώ για τον θάνατο. Μπορώ να μιλώ. Είμαι ζωντανός. Η είδηση του θανάτου του Ιβάν Ιλίτς, στην ηλικία περίπου του Πάνου Οικονόμου, "αφύπνισε, όπως πάντα, σ' όλους εκείνους που 'μαθαν αυτό το νέο ένα αίσθημα χαράς: δεν είμαι εγώ αυτός που πέθανε, αλλά εκείνος". Μια δεύτερη σκέψη προκαλεί φόβο, όπως στον Πιοτρ Ιβάνοβιτς: "Τρεις μέρες γεμάτες τρομερά βάσανα κι έπειτα ο θάνατος. Κάτι που μπορεί να συμβεί και σε μένα, σε κάθε στιγμή. Και τώρα αμέσως"...

Ο λόγος για τον θάνατο γίνεται συχνά αστείος. Μια ογδοντάχρονη θεια μού είπε τις άλλες στο μνημόσυνο συνομήλικού της μπάρμπα: άντε, να είναι το τελευταίο αυτό· αποκλείεται, της απάντησα, εσείς δηλαδή δεν θα πεθάνετε; Με κοίταξε τρομαγμένη, όχι, όχι, το τελευταίο, ξαναείπε. Κάποιοι άνθρωποι πεθαίνοντας απαλλάσσουν από το βάρος τους κάποιους που ζουν πια ξαλαφρωμένοι. Ο Schopenhauer, λέει, που πλήρωσε ακριβά τον θυμό του για μια ενοχλητικά θορυβώδη κυρία καταβάλλοντάς της μετά από δικαστική απόφαση τριμηνιαία αποζημίωση, όταν εκείνη πια πέθανε έγραψε στο πιστοποιητικό θανάτου της, παίζοντας με τις λέξεις,


Obit anus, abit onus

που θα πει πεθαίνει η γριά, το βάρος φεύγει





Δυο βδομάδες προσπαθώ να μαζέψω τη σκέψη, καθώς καθοδηγείται από λέξεις γραμμένες και ειπωμένες, αμολιέται σε παράδρομους, το νήμα χάνεται. Για να ξαναβρεθεί πρέπει ο λόγος ν' ακρωτηριαστεί. Στο τέλος της προηγούμενης ανάρτησης: Τα βήματά μας πλησιάζουν στα νεκροταφεία, όπως εκείνο του Glasnevin, όπου είχε βρεθεί εκείνη την 16η Ιουνίου ο Μπλούμ. Θα περάσουμε την πύλη στην επόμενη ανάρτηση... Ας περάσουμε λοιπόν την πύλη, ο θάνατος κάποτε είναι ό,τι μπορείς να φανταστείς απολαμβάνοντας βομβαρδισμούς από μακριά, όμως πάντα στο τέλος απλώνεται η σιωπή πάνω από μνήματα, ας περάσουμε την πύλη να γίνουμε, όπως ο Καρούζος, άσκοποι διαβάτες, σχεδόν να περιπλανηθούμε. Περπατώντας ανάμεσα στα μνήματα, ο Μπλουμ σκέφτεται:

Πόσοι πολλοί! Όλοι αυτοί κάποτε περπάτησαν στους δρόμους του Δουβλίνου. Αποχωρήσαντες πιστοί. Όπως είσθε εσείς τώρα, κάποτε υπήρξαμε κι εμείς. 

Η τελευταία φράση φτάνει υπόκωφη στ' αυτιά του από μέσα του, του τηνε ψιθυρίζουν  οι τόσοι πολλοί νεκροίΚι ο Canetti, παρατηρεί τον άσκοπο διαβάτη του νεκροταφείου: Μόνον εκείνος πάει κι έρχεται, όπως του κάνει κέφι. Μόνον εκείνος στέκει όρθιος ανάμεσα σ' όλους αυτούς τους ξαπλωμένους. 
Τι κάνει αληθινά ο επισκέπτης όταν βρίσκεται σ' ένα νεκροταφείο; Πώς κινείται και με τι απασχολείται; Περπατάει αργά ανάμεσα στους τάφους πέρα δώθε, παρατηρεί ετούτη ή εκείνη την ταφόπετρα, διαβάζει τα ονόματα και νιώθει να προσελκύεται από μερικά. Ύστερα αρχίζει να ενδιαφέρεται γι' αυτά που είναι γραμμένα κάτω από τα ονόματα. Να ένα ζευγάρι που έζησε για πολύν καιρό μαζί και τώρα αναπαύεται δίπλα - δίπλα, όπως αρμόζει. Να ένα παιδί που πέθανε πολύ μικρό. Να μια κοπέλα που μόλις έφτασε τα δεκαοχτώ της χρόνια. Όλο και πιο πολύ ελκύουν τον επισκέπτη οι χρονολογίες. Όλο και πιο πολύ απομακρύνονται από τις συγκινητικές ιδιοτυπίες και γίνονται σκέτα χρονικά διαστήματα. 



Κι ο Costinho, πριν από λίγες μέρες:
Στέκομαι λίγο παραπάνω σαν δω μικρή ηλικία, κάνω τις πράξεις, φαντάζομαι μια ιστορία· ποια ιστορία έγραψε λίγα χρόνια στη φωτογραφία και μεγάλο πόνο σε όσους συνέχισαν και δεν έγιναν ακόμα φωτογραφίες. Ένας ήσυχος τόπος, μνήματα και πράξεις, ένας τόπος της αριθμητικής. Η μνήμη είναι αριθμητική· προσθέτεις αφαιρείς υπολογίζεις. Πόσα χρόνια μαζί, πόσα χρόνια καλά, πόσα χρόνια από τότε. Μετράω ασπούμε πόσα έζησα με τον παππού και είναι σχεδόν όσα δεν τον έζησα, όσα μεγάλωνα χωρίς αυτόν. Αφαιρώ απ'όσα έχω ζήσει μέχρι τώρα, έτσι γίνονται οι πράξεις. Αφαιρείς έναν άνθρωπο από σένα, τα χρόνια του από τις δικές σου μνήμες· αφαιρείς για να βγάλεις ταμείο.

Όμως δεν είναι πάντα απλή, στεγνή αριθμητική. Ο Costinho δεν μετράει πια τα χρόνια απ' τη χρονιά της αποφοίτησης από το σχολείο. 
Τώρα που μεγαλώνω -όσο μεγαλώνω- τα μετράω με το '08, πριν και μετά χωρίζονται όλα. Έξι χρόνια πριν· από τότε, Ιούλιοι μαχαιριές στα καλοκαίρια που νόμιζες πως κυλάνε ερήμην, πως περνάνε σαν κύμα. Από τότε δουλεύει η μνήμη, έμαθες τις αντοχές της, τις μαθαίνεις ακόμα· νιώθεις αφόρητα ευλογημένος που τις μαθαίνεις ακόμα, όσες πληγές κι αν στρίβουν.

Η αριθμητική γίνεται απλή, ξανά στον Canetti, όταν δεν χαίνουν οι πληγές.
Η αόριστη προθεσμία ζωής, που μπορεί να προσδοκά, είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα που έχει σε σύγκριση με αυτούς, κι αν καταβάλει προσπάθεια μπορεί ίσως και να τους ξεπεράσει. [...] Όμως αυτό δεν είναι το μόνο είδος υπολογισμού με το οποίο ασχολείται ο επισκέπτης μπροστά σ' ένα τέτοιο πλήθος τάφων. Αρχίζει να προσέχει πόσον πολύν καιρό αναπαύονται ήδη εδώ μερικοί άνθρωποι. [...] Ο υπολογισμός του χρόνου, που συνήθως εξυπηρετεί μόνο πρακτικούς σκοπούς, αποκτά ξαφνικά μια ισχυρή, γεμάτη βαθύ νόημα ζωή. Όλοι οι αιώνες για τους οποίους ξέρει ο επισκέπτης του ανήκουν. Αυτός που βρίσκεται εκεί κάτω, δεν έχει ιδέα ότι ο επισκέπτης εξετάζει το διάστημα της ζωής του. 







Οι ηλικίες της ζωής δεν ήταν πάντα έτσι. Τίποτα δεν ήταν άλλωστε. Ούτε ο χρόνος δηλαδή. Δεν ήξεραν τις ηλικίες, τις ημερομηνίες, τις ώρες, τα κομματιασμένα φτερόλεπτα, αλλιώς ήταν ο θάνατος και το εξώφυλλο του χρόνου δέρμα, και πού το ξέρεις δηλαδή εσύ, ο όποιος; Ποιαν ελευθερία γεννά ο θάνατος; Ο πλούσιος πεθαίνει μια φορά κι ο φτωχός χίλιες, έχει αποφανθεί εδώ και δεκαετίες η μάνα μου. Ο άστεγος που κοιμάται σε χαρτόκουτες είναι νεκρός, τονε λένε κοινωνικά νεκρό, δεν είναι πρόσωπο αναγνωρίσιμο, όπως δεν είναι ο ενταφιασμένος των κελλιών υψίστης ασφαλείας, τα κελλιά τα λένε cells, άλλως κύτταρα, τα κύτταρα συνεχίζουν να πεθαίνουν, στα κελλιά συνεχίζουν να πεθαίνουν. Κάποιοι θάνατοι, φυσικοί ή κοινωνικοί, δεν έχουν αξιοπρέπεια, οι δεύτεροι πώς αλλιώς. Ας περάσει λίγο καλοκαίρι ακόμα, ελπίζω να ζούμε για τα υπόλοιπα. Ό,τι κι αν πούμε, εξάλλου, τον τελευταίο λόγο τον έχει ο μέγας παρακείμενος του τέλους, για τον Contrabbando, ή ο καθ' ημάς διοικητής του μέλλοντος των υπερσυντελύκων. Χρόνοι συγγενείς. Και δεν ανατέθηκε, στο κάτω κάτω, σ' αυτή τη διαδικτυακή κόγχη καμιά καθ' ύλην αρμοδιότητα. Ο θάνατος έχει δικό του σάιτ. 





Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014


φυσικά τα κύτταρα συνεχίζουν να πεθαίνουν



Αυτές οι γραμμές δεν θα διαβάζονταν ποτέ αν είχε ξεκολλήσει ένα κομματάκι αθηρωματικής πλάκας κι είχε φράξει μιαν από τις κεντρικές αρτηρίες μου. Ή δεν θα διαβάζονταν από σένα αν ο αιφνίδιος θάνατος είχε συμβεί σε σένα. Αυτή τη στιγμή που γράφω δεν ξέρω αν όσα γράφω θα δημοσιευτούν για να διαβαστούν. Δεν ξέρω αν θα προκαλέσω τη δυσφορία που συνοψίζεται στη φράση ΑΜάΝ ΠΙΑ με τον ΘάΝΑΤΟ, κι είναι εύκολο να προκληθεί, κυρίως σε όσους βλέπουν με ευχαρίστηση θανάτους στο σινεμά και στην τιβί, αλλά αποστρέφονται τον λόγο για τον θάνατο γιατί, θαρρώ, φοβούνται τον θάνατό τους. Όταν στις αρχές του περασμένου αιώνα ο Max Scheler έβλεπε τον σύγχρονό του άνθρωπο να απωθεί τη σκέψη του θανάτου, νοσταλγούσε τον αλλοτινό άνθρωπο που ζούσε επί παρουσία του θανάτου, ο οποίος ήταν μια δύναμη που μορφοποιούσε και κατηύθυνε τη ζωή του σαν οργανωτική και εποικοδομητική αρχή της ύπαρξης. Σήμερα, που ο πραγματικός καταναλωτής γίνεται καταναλωτής ψευδαισθήσεων (Guy Debord), ο θάνατος καταναλώνεται σαν θέαμα, η ιδέα του είναι μια ψευδαίσθηση, κανείς δεν πέθανε στ' αλήθεια στην οθόνη κι όμως τον είδες να πεθαίνει, να σφαδάζει και να πεθαίνει ή να πεθαίνει ήσυχα, να γέρνει το κεφάλι για το τέλος, μήπως γλιτώσει ένα λυγμό ή ένα σαρκασμό. Άλλοτε τον νεκρό τον έπλεναν, τον ετοίμαζαν, τον έντυναν, έμενε σπίτι, στο σαλόνι, όλο το βράδυ, τον ξενυχτούσαν. Τώρα μονόδρομος ψυγείο - νεκροταφείο, απαγορεύονται οι νεκροί στα διαμερίσματα, πόσο αλήθεια είναι εύκολο να είσαι νομιμόφρων, άλλοι ασχολούνται, επαγγελματίες του ντεκόρ, του τελετουργικού θεάματος, οι στενοί συγγενείς απλώς επιλέγουν από τη γκάμα στιλ και τιμών μετά φπα, ένα αξιοπρεπή φέρετρο στοιχίζει περίπου 800 ευρώ, μου είπε κάποτε τελετάρχης. 





Έτσι ξεμπερδεύουμε στα γρήγορα με τον θάνατο των αλλονών, που έγραψα κάποτε με αφορμή τον Θνητό Εαυτό του Πέτρου Θεοδωρίδη, κι αργότερα το πείραξα, το παραποίησα δηλαδή, κι απόμεινε της καρακάξας σπάραγμα, αιωνία του η μνήμη, μα ποιος θα την απονείμει πούχει μόνη απομείνει με σβησμένο το λουμίνι...:



στο θάνατο των αλλονών
προβάρω το δικό μου
άνευ γλυπτών αναπολών
τον βλάσφημο σηκό μου 

στα κενοτάφια το δεινό
το άλγος του καμάτου
κι αν τεχνηέντως προσπερνώ
κάποτε πέφτω κάτου 

ο χρόνος, παρανόηση
όσων γροικάς και φτύνεις
θα σου πουλάνε πτόηση
καθώς θα επεκτείνεις 

τις λύσεις που περιχαρής
ο χρόνος ο καημένος
στον έρωτα πάντα υδαρής
ψάχνει κατατρεγμένος 

της ψυχοπέμψης ηχηρού
μοιρολογιού αναλόγια
στηρίζουν τέλους καψερού
στίχους και ψιλολόγια 

όπως αυτά των λέξεων
τον θάνατο που πλήξαν
και το επεισόδιο της ζωής
θεωρείται πλέον λήξαν



Ας εμμείνουμε λοιπόν στον περί θανάτου λόγο, ταγμένοι στο σκοπό της επανασυμφιλίωσης με την ιδέα του θανάτου. Η ενορατική, σύμφωνα με τον Scheler, αντίληψη του ανθρώπου για τον θάνατο, η σκέψη ότι η ζωή δεν είναι παρά ένα λάφυρο θανάτου, βυθίζεται, κι εξαφανίζεται, κάτω από την αντίληψη του θανάτου σαν αξίας ή απαξίας ενός κεφαλαίου, σάμπως ο θάνατος να μοιάζει με τον κίνδυνο της φωτιάς και του νερού και εξηγεί την προσπάθεια που παρακολουθούσε να καταβάλλει η επιστήμη της εποχής του για να κονιορτοποιήσει μέχρις αφανισμού το μέγα και απλό γεγονός του θανάτου. 
Έτσι, η μηχανιστική βιολογία είναι εξαναγκασμένη να εκλάβει κάθε θάνατο σύμφωνα με τον τύπο θανάτου που επέρχεται σαν πιστολιά. Επιπροσθέτως, η αντίθεση ζώντος - τεθνεώτος αποβαίνει αμιγώς σχετική αντίθεση· κατά βάθος δεν ξέερουμε πια σε τι συνίσταται ο θάνατος. Αν ο οργανισμός είναι μόνο ένα σύνολο οργάνων, τα όργανα σύνολα ιστών και αυτοί με τη σειρά τους σύνολα κυττάρων (ιδέα της κυτταρολογίας), και αν εκλαμβάνουμε τις διεργασίες του κυττάρου ως απλές φυσικοχημικές διεργασίες, τότε δεν υφίσταται πια - εξαιρουμένης της συνειδησιακής σφαίρας - καθορισμένο, νοητό φαινόμενο που θα αποκαλούσαμε "θάνατο". Άραγε, δεν πρόκειται για ένα φαινόμενο γνωστό, όπου όλες σχεδόν οι φυσιολογικές λειτουργίες εξακολουθούν ακόμα και μετά τον "θάνατο" του ζώου, για παράδειγμα το στομάχι χωνεύει, τα μαλλιά και τα νύχια μεγαλώνουν, οι βάλανοι εκκρίνουν, οι χτύποι της καρδιάς μπορούν να συνεχιστούν επί ώρες; [...] Μολονότι ο θάνατος - ιδωμένος από τη σκοπιά των φυσικών επιστημών - δεν είναι ένα οριοθετημένο στοιχειώδες συμβάν, αλλά μόνο η βραδεία και ακατάπαυτη συσσώρευση καταστροφών που βλάπτουν τους περίπλοκους χημικούς συνδυασμούς του οργανισμού, υπάρχει κάποιος λόγος να τον θεωρήσουμε καθορισμένο γεγονός και να του αποδώσουμε μια συγκεκριμένη στιγμή - έστω και αν θα μπορούσαμε να είμαστε εφεκτικοί πάνω σε αυτό: ο λόγος δεν έγκειται σε κάτι συλληπτό από την επιστήμη, αλλά στον αφανισμό της συνείδησης, που είναι μια συνέπεια της καταστροφής αυτής της "μηχανής".

Η ιδέα του Joyce ότι φυσικά τα κύτταρα συνεχίζουν να ζουν μέσα στη χλαλοή του εξελισσόμενου ενδοφερέτριου θανάτου, είναι μια παλιά ιδέα. Σ' αυτή τη διαδικασία, όπου
Μεταβάλλονται σε μία μορφή λιπαρού τυριού. Κατόπιν αρχίζουν να μαυρίζουν και να εκχύνουν ένα υγρό σαν μελάσσα. Στη συνέχεια ξεραίνονται. ] ,
Joyce αντιλαμβάνεται τα κύτταρα σαν ανεξάρτητες δομές που δεν πεθαίνουν, ή δεν πεθαίνουν σχεδόν ποτέ, τα αντιλαμβάνεται σαν δομικές μονάδες της ζωής που τρώγουνται μεταξύ τους όταν δεν έχουν τι να φάνε, κάποια δηλαδή έτσι κι αλλιώς συνεχίζουν να ζούν, αγνοεί δηλαδή την απόπτωση, τον θάνατο τον κυττάρων, αγνοεί ότι αυτά τα ανείδωτα ζωάκια είναι λάφυρα του θάνατου, αγνοεί ότι φυσικά τα κύτταρα συνεχίζουν να πεθαίνουν και να πέφτουν νεκρά στα στόματα σαπροφύτων. 

Επί ολόκληρες γενιές, οι Ευρωπαίοι πίστευαν πως η ζωή εμφανίζεται αυτόματα στη σήψη και στην κοπριά. Το σάπιο κρέας θεωρούνταν ότι γεννά προνύμφες. Τα παλιά κουρέλια γεννούσαν ποντίκια. Η προσεκτική παρατήρηση και το πείραμα, ωστόσο, αποκάλυψαν την ύπαρξη ενδιάμεσων στοιχείων. Οι προνύμφες, όπως γνωρίζουμε, δεν αναπτύσσονται από τις ακαθαρσίες, όσο χημικά περίπλοκες και αν είναι. Αναπτύσσονται από αβγά αφού πρώτα γονιμοποιηθούν με σπέρμα που μεταφέρεται από μύγες. Παρ' όλα αυτά, οι προνύμφες που στριφογύριζαν στο σαπισμένο κρέας, κατά τις απόψεις των προκατόχων του Louis Pasteur, σήμαιναν πως η ζωή αναπτυσσόταν από την ίδια την αποσύνθεση. 
Η Lynn Margulis γράφει στον Συμβιωτικό Πλανήτη, το βιβλίο όπου συνόψισε τη αντι-δαρβινική θεωρία της για την εξέλιξη, για τον άσηπτο ζωμό κρέατος του Pasteur, που εκτίθεται στο ομώνυμο ινστιτούτο στο Παρίσι, από το πείραμά του με το οποίο απέδειξε ότι για να υπάρξει ζωή πρέπει να προϋπάρξουν μορφές ζωής του ίδιου είδους. Το όμοιο και για τον θάνατο. Στη φιάλη που έμπαινε αέρας αλλά εμποδιζόταν η είσοδος βακτηρίων, το κρέας δεν σάπισε. Όμως τα βακτήρια δεν είναι, όπως επίσης ευρέως πιστεύεται, παθογόνοι παράγοντες στη ζωή, και στον θάνατο, που πρέπει να εξοντωθούν για να διαπρέψουν η τάξη, η καθαριότητα και η ομορφιά. Αντίθετα, ευθύνονται για τη ζωή και χωρίς αυτά, επιμένει o Maximo Sandin, οι ήπειροι θα ήταν έρημοι, αναπτύσσοντας το πολύ λειχήνες, και μάλιστα ελάχιστες, ενώ στους ανθρώπους ο αριθμός τους είναι δέκα φορές μεγαλύτερος απ’ τα κύτταρα απ’ τα οποία αποτελούνται. Είμαστε μήπως συσκευές βακτηριακής τεχνολογίας; Δέκα βακτήρια και βάλε για κάθε κύτταρο; 

Η ζωή, γράφει η Margulis, είναι εγγενώς ένα σύστημα αποθήκευσης μνήμης. Θα έλεγε κανείς ότι ο θάνατος είναι μία μέθοδος αποβολής της μνήμης, ή, πληροφορικότερα, διαγραφής της. Η συσσωρευμένη μνήμη στους ανθρώπινους εγκεφάλους μπορεί να εξαφανίζεται με την καμία, όταν συμβεί το μέγα και απλό γεγονός του θανάτου; Όμως κι ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μνήμη απώλειας που για τη συντήρησή της, αγνοώντας τη βακτηριακή υπόγεια εργασία, οι άνθρωποι φροντίζουν από αιώνες. Τα βήματά μας πλησιάζουν στα νεκροταφεία, όπως εκείνο του Glasnevin, όπου είχε βρεθεί εκείνη την 16η Ιουνίου ο Μπλούμ. Θα περάσουμε την πύλη στην επόμενη ανάρτηση, με τις προϋποθέσεις που τέθηκαν στην αρχή. Ως τότε, όπως θα λέγαμε πως κάθε Ιούλιος θάβει κάποιον Ιούνιο, άσκοπος διαβάτης ο Νίκος Καρούζος:


Στα σπλάχνα του σκιρτούσε το αδιέξοδο.
Δεν ένιωθε τις αποστάσεις περπατώντας.
Και τραγουδούσε ολομόναχο το στόμα του.
Παράμ παμ παμ
παρίμ παμ πομ...
Ο θάνατος θέλει τα πουλιά και τα βαρίδια.
Παράμ παμ παμ
παρίμ παμ πομ...
Υπάρχει αύριο
υπάρχει και μεθαύριο.
Καινούργιο φέρετρο η καινούργια μέρα. 








στο μεταξύ
η κομποστοποίηση πτωμάτων
δεν ενδείκνυται σε φυτικές καλλιέργειες
στις δε ζωικές τρελαίνονται 
τα υποσφάγια καθώς 
σαπρόφιλα εξ ανάγκης
καταγίνονται