Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015


κρώζων απογειώθηκα ως εν Τρελό Κοράκι




Ποιος είμαι; Υπάρχω έξω από τη μπλογκόσφαιρα; Ή υπάρχω μόνον εντός της, όλο και λιγότερο; Έχω σώμα και πρόσωπο ή μόνο δάχτυλα που αφήνουνε σπυράκια σε οθόνη αβοριγίνικης κλεψιτυπίας; Τι είναι αυτή η συνήθεια, να παρακολουθώ τις επισκέψεις ηλεμηχανών σε μένα, που ταυτίζομαι με την εδική μου ηλεμηχανή; Κι εκείνη η συνήθεια που είχα, άλλοτε, να επισκέπτομαι άλλες ηλεμηχανές; Μόδες. Κι εκείνη η συνήθεια, να μασκαρεύομαι, πάει καιρός, κόρακας;


Το Τρελό Κοράκι φώλιασε στη Σπηλιά του Αποσπερίτη (Νοσφεράτου) απ' τον Δεκέμβρη του 2011. Όταν το συνειδητοποίησα, ότι περάσαν κοντά τέσσερα χρόνια, δεν το πίστευα. Η ιστορία είναι πια παλιά, λοιπόν, και της Καρακάξας, που άκουσε κάποτε το Ποτέ Πια, τα μήνυμαL σπαράγματά της δηλαδή, έγιναν χωριστή σελίδα εδώ. Η τελευταία μήνυμαL επίσκεψη στο Τρελό Κοράκι έγινε τον περασμένο Απρίλη. Πριν από αυτή τον Ιούνιο του 2014, πιο πριν τον Απρίλη του 2014, και πιο πριν τον Νοέμβρη του 2013. Αραιά και πού. Καιρός ν' αποκτήσουν τα του Κόρακος μήνυμαL σπαράγματα δική τους σελίδα. Μόνο που εδώ δεν λέμε Ποτέ Πια. Λέμε, στο Επανιδείν




...και φορώντας κοντοβράκι,
βγαίνω σχόλιο στο κοράκι.

Όλη μέρα εργασία,
ποίηση κι ορθοστασία.

Σε βλακό δεν απαντάω,
τη ζωή μον' συναντάω

σ' άλλους τόπους. Βλέπω εμπρός μου,
στίχος μου κι ηλιόλαμπρός μου.

Ασ' τους λέω, να χτυπιούνται·
δε νογούν να συλλογιούνται.

Βλέπω εμπρός, ωραία θέα.
Βρε, κακόμοιρε Πενθέα,

πάντοτε την ίδια τύχη
δες με, σεργιανώ στα τείχη

δες με, λίγο πριν η Αγαύη
τη ζωή σου μεταλάβει·

τη ζωή σου εν δικτύοις, 
που ωσάν ποινή εκτίεις.


spirit-animals

χο χο χο χο και χο χο χο
είναι η σκέψη σου προχώ
μάγισσες με σκούπες, λέω,
πτήση χαμηλή εν σπηλαίω
πτήση σαν παλιό τραγούδι
αποφλοίωση στο φλούδι
χο χο χο του αγιοβασίλη
και στ' αυτιά μονίμως ψύλλοι




γαμώ τους δωριείς που φέρνουν δώρα
πού είναι η φωνή, σεζάρια εβόρα;
κι η μπέλλου που φωνή είχε δωρική
σε ποιο ανύπαρκτο μηδέν να κατοικεί;

το τέλος βρίσκει πάντα τ' άλλα τέλη
κι ένας που ξέρει, τέλι - τέλι - τέλι,
το τραγουδάει στον κάλπικο ντουνιά που θέλει
να ξεγλιστρά η ζωή σα μαύρο χέλι


και ματακλείνω:

τρελό κοράκι για πού τραβάς;
όχι βιασύνες - γιαβάς γιαβάς.




του μικρού πουλιού παράγγειλα
να ναι καλό κοράκι
μην κουβαλάει δαφνόφυλλα
μην κοινωνεί φαρμάκι

γιατί στο σπήλαιο που αγρυπνώ
η ποίηση θα βγαίνει
ορμούν οι στίχοι και ξυπνώ - 
οίστρε φτωχέ και πένη

γεια σας οι κίσσες, γεια σας φωτιές
γεια σας σβησμένες τώρα παραστιές
γεια σας οι ώρες που είχα κουραστεί
γεια σας οι άδειοι χτεσινοί μαστοί




Ίσως κάποιοι ν' αντιλήφθηκαν πως ήδη
άρχισα την εργασία για τους Κικίδη.
Οικογένεια τυπική εις την Ελλάδα,
θα την βρεις στην Κρήτη και στη Μανωλάδα.

Εννοώ, για όσους ίσως λεν: Τι λέει
το παιδί; Τροζάθηκε; Ή, πλέει
σε πελάγη μαλακίας, ο Ταμίστας,
ο αλλάζων ως πουκάμισα τας πίστας;

Εννοώ, λοιπόν, ότι η ζωή αλλάζει
κι από μέλαινες χολές ουδέν σκαμπάζει.
Εννοώ πως συνεχίζω ποιών τους στίχους
και ουχί μνήματα απλώς για τυμβωρύχους.

Κι αν θα δείτε στο άβατάρ μου το τσιτάτο,
που προσφέρω σε αγαρνίριστο ένα πιάτο,
πως η μνήμη μόνο στα γιατί απαντάει,
πως μονάχα αυτή το μέσα μας σκουντάει,

θ' απαντήσω: Ένα καρφί μες στην παλάμη,
του Ταμίστα, του ρεμπέτη, ναι, του βλάμη,
είναι η μνήμη και ματώνει τις σελίδες. 
Μα ρουτίνα τού κατάντησαν οι Αυλίδες.

Έτσι, δεν θ' ασχοληθώ με λυπημένους,
ούτε, βέβαια, με υβριστές, κομπλαρισμένους
απ' της ποίησής μου το άστοργο τσεκούρι
που συντρίβει κάθε σκουληκιού τη μούρη.

Προτιμώ ν' ασχοληθώ με τους Κικίδη
και, κυρίως, με τις αδερφές Κικίδη,
που η μία επαντρεύτη τον Μουλά
και η άλλη τον Λαδή τον μπουνταλά.




Τι νάναι αυτό που ακούγεται από τα πέρα μέρη;
Μην σκουληκιού το σούρσιμο ενισχυτής θεριεύει
και βγαίνει ως τα μεγάφωνα και γαργαλάει τ αυτιά μου;
Ή καμιά δράκα αδιάντροπων, πειθαρχημένων, σκλάβων
των δόλιων συμπλεγμάτων τους, που χτίκιασαν στα δίχτυα
και κοκορεύονται, μαθές, για την πεποίθησή τους, 
για τη δικιά τους, δηλαδή, την άρρωστη προσπάθεια,
αγκομαχάει το ρόγχο της, η περιφρονημένη;

Δεν ξέρω κι ούτε το μπορώ την απορία να λύσω.
Κι αν θες ακόμα να σου πω τους γκρουπουσκουλιασμένους
πώς τους ενώνει μοναχά μια τσιριχτή φωνούλα
και πώς μπορούν, σαν τα ρομπότ, να λεν όλο τα ίδια,
αυτό το ξέρω να στο πω. Είναι τ απολειφάδια
μιας εποχής που μίσησες, του μίσους τα σκυλάκια,
κι ίσως να ναι το αλύχτισμα που ξεψυχάει ληγμένο
αυτό που ακούς από μακριά, οι ανάρμοστες τσιρίδες.




Τούτες τις τελευταίες τις μέρες του Δεκέμβρη,
ίδια, απαράλλαχτη η στυφότης, ίδια πάντα.
Μα φέτος κάνει παγερό το μούδιασμα - 
φέτος κατέρρευσεν το γκλάμορους Ελλάντα.

Ο Χρόνος, μια ιδεοληψία των πειθήνιων,
σέρνεται αργά, σαν της Οδύσσειας 2001,
του Kιούμπρικ της ταινίας, το διαστημόπλοιο·
το μόνον όχημα που χρεία δεν έχει φρένα.

Το μέλλον έτος, και το μέλλον γενικότερα,
διαγράφεται, όπως λεν, άστα να πάνε.
Καιρός δε θα 'ρθει που θ' αλλάξουνε τα πράγματα,
διατάζει ο Χρόνος κι οι στιγμές με κυνηγάνε.




Είναι μονότονο Κοράκι: "Ποτέ Πια"!!!
έτσι απαντά σε κάθε ερώτηση ενός νέου - 
μοιραίου ναύτη με παπιέ μασέ κουπιά
του ναυαγίου ενός λαμπρού διατηρητέου.

Κάποιες φορές θα πρέπει, βλέπεις, "νεβερμόρ"
να λέει κανείς, κι ας είναι, όπως στο σκάκι,
ένα πιονάκι που θα άλλαζε το σκορ
μεταμορφούμενο σε Ρεν, μ' ένα χαπάκι.

Ναι. ΠΟΤέ πιΑ. Όπως του Πόε το Κοράκι.




Κόραξ κοράκου οφθαλμόν δεν δύναται να εξάγει:
εξαγωγές των οφθαλμών συμβαίνουν εις πελάγη
τυπάκων κουτοπόνηρων και οπορτουνιζόντων·
άλλα τα ομμάτια κόρακος και άλλα των επιζώντων
εν εκατόμβαις, τυχηρών. Εν τέλει, ούτως πίνων 
το δηλητήριον των τυφλών αιμογλοβών κρεττίνων
οίτινες, οι αόμματοι, τους οφθαλμούς οι ίδιοι
αφήρεσαν εν μία νυκτί με ειδικόν ψαλίδι
και τώρα κείτονται ευτελείς εν είδει νεομαρτύρων,
καθώς ημείς χαζεύομεν, μέσω απιδίων και τύρων,
την εν κενώ οράματος όραση των χιτώνων 
και δη του αμφιβληστροειδούς ημών των επιγόνων
της ιστορίας των αρχών απονομής δικαίου
εις δίκας μπλογκοτεχνικάς κλίματος αναγκαίου
δι' όλας τας ανωφερείς, δυσκόλους υποθέσεις
ων έδει να συγγράψωμεν εκστατικάς εκθέσεις,
ούτως, ροφών, ο τάλαντας, πικρότατον φαρμάκι,
κρώζων απογειώνομαι ως εν Τρελό Κοράκι.




Πάντα αλλάζει η ζωή. Ναι, todo cambia.
Πάντοτε πριν η πεταλούδα ήταν κάμπια.
Πάντοτε η πίστη προστατεύει από την τρέλα,
που ενστικτωδώς σπάει της ψυχής τη μανιβέλα.

Κάποιος το είπε, στη ζωή τα πάντα ρει.
Όποιος το έμαθε, ξανά δεν θα χαρεί. 
Κάτσε στ’ αυγά σου, κάνε πίσω, δες τι παίζει.
Δώσε και πάρε, πάντα κάτω απ’ το τραπέζι.

Οι συμβουλές συμβουλατόρων συμβουλεύουν
αυτούς που θέλουν εξαρχής να τη βολεύουν.
Τους άλλους, ασ’ τους· το ’χουν χάσει το παιχνίδι. 

Όλοι αλλάζουν· είτε τρέχουν – κι αλαφιάζουν - 
είτε μαγκούφικα, ματαίως επισκευάζουν
τη μανιβέλα. Κι η ψυχή μένει τσιτσίδι.




Η Ιστορία, ένα μπουκέτο από Ασύμπτωτες
που αποξηράνθηκαν και τρίβονται σε τύρφη,
για να λιπάνουν τις συντεταγμένες του Ποτές – 
που κάθε ουλή της Γης η γλώσσα τους τη γλείφει. 

Έτσι, με σχήματα, Γεωμέτρες των Ανθρώπινων
απολαμβάνουν τη συναίρεση του Πόνου
που προηγήθηκε ταράξεων αξιόποινων
αλλά και έπεται κάθε της Μνήμης φόνου.

Η νυν Ασύμπτωτη, στα όριά της, φλέγεται:
πυρ και μανία, θερμοκρασίας βαθμοί χιλιάδες.
Και η ψυχή μου, η ασήμαντη, ορέγεται
να μασουλήσει τις απόλειφες ικμάδες.




Έτσι όπως έφτασε πολλά βαρύς χειμώνας,
μπρος στις οθόνες μας, καθένας κατά μόνας
φενάκες φέροντες στο ερωτηματιεγώ μας,
που οι περσόνες μας το σβιούν εν είδει γόμας. 

Είμαστ' εμείς, δεν είναι άλλος, είμαστ' άλλος. 
Κάθε δικτύωση του ψυχοπρέσιν άλως.
Χωρίς απόπτωση του νέου μας εγκεφάλου, 
η μεταμόσχευση την έφερε του υφάλου.

Ο πλους στους κόσμους των ακόρεστων μπριγάδων,
ιστολογίων αργοναυτών των συμπληγάδων,
από υφάλους και σκοπέλους έχει μάθει·
μα, ίσως μια μέρα ερωτευθεί λήθες και βάθη.




Εμένα, πρέπει να το ξέρεις, δε με μέλει
το τι θα γίνει (ναι, το τι γενέσθαι μέλλει)
και το αν θα 'μαστε δυο - τρεις ή χίλια μέλη·
πάντα σκατά έχει ο κουβάς κάτω απ' το μέλι.

Εδώ: ένας - ένας, μία - μία, στη θυμέλη.




ο Επικαιροποιημένος Μυρμηγκολέων:

Μηρμυγκολέων ώλετο παρά το μη έχειν βοράν·
όστις τον μύθον άδραξεν εννόησεν τον φουκαράν.
Μυρμηγκολέων έγινα λόγω της κρίσεως ταύτης·
ψοφοδεής επέζησα. Η λύση; Μυγοχαύτης.




Πανάθεμα στ’ ανάθεμα
με το ’νειρο παράθεμα·
σινδόνιον υπόρρητον,
ονειροστόν, αφόρητον.

Του κάτω κόσμου τα πανιά
έστρωνε ο αγέρας παγανιά.
Τ’ άρμπουρα σάπια σάπιζαν,
τα γερονήπια σάλπιζαν.

Σηκώνεται η αγάπη μου 
κι αρπάζει το κιτάπι μου.
Κι αρχίζει να το διαλαλά
με τραλαλό και τραλαλά.

Κάτω στου κάτω κόσμου, να,
στα βράχια δε σκιαζόμουνα·
μην τσακιστούνε τα σκαριά
που ήταν του νόστου η ζυγαριά.

Μον’ τα μαλλιά σου, που ’πλεκες,
να μην τα λέρωνε ο λεκές
που άπλωνε σαν την Αφρική
ιερήν ασχήμια, νεκρική.




Έχασα το φλασάκι μου
θα σβήσω απ' το μεράκι μου·
κι από του καημού το βάρος πιάνω πάτο:
το φλασάκι, το φλασάκι ήταν γεμάτο.

Τόσα φλασάκια χάρισα·
μα τώρα, που ρεστάρισα,
πού να βρώ τόσα σχέδια ποιημάτων;
και πολλών αδημοσίευτων πραυμάτων;

Μου το 'λεγε η αγάπη μου:
Πρόσεχε! Βρε σατράπη μου,
στο φλασάκι τα ποιήματα αν τα βάζεις,
θα χαθούνε· καμιάν ώρα θα πλαντάζεις.




Τώρα που βρήκα πάλι το παλιοφλασάκι
κι είδα ό,τι είχα μέσα αποθηκεύσει, 
κατάλαβα πως μοιάζει κάπως με τασάκι
όπου αποτσίγαρα είχα χρόνια συσσωρεύσει. 

Κι αν βρήκα κάμποσα, που αλλιώς θα τάχα χάσει,
κι αν η δουλειά μου σώθηκε σε κιλομπάιτ, 
σκέφτομαι, ίσως προτιμότερη τοις πάσι,
η ισοπαλία, απ΄τη νίκη με οφσάιτ.

Τότε που οι στίχοι χάνονταν μες στα χαρτιά,
κι ανεπεξέργαστοι βουτούσανε στους κάδους,
μ' άφηναν ήσυχο, χωρίς λαβωματιά,
χωρίς το φθόνο από τους συγγενείς τους κλάδους.

Μα τώρα εκτίθενται οι στίχοι εν τοις δικτύοις,
που, όπως ανέφερα σε άλλη ευκαιρία,
εκεί, λογιώτατε, βαριά ποινή εκτίεις,
εκπροσωπών τη σεβαστή σου εταιρία.




Ω, εσύ της μνήμης φυσαλίδα...
Πόσο ασήμαντα ένα παφ σε καταργεί...
Κι όμως. Ούτε σε ξέρω, ούτε σε είδα.
Ούτε σε γέννησα. Σε φέραν πελαργοί.

Πριν λίγο, πριν το πόδι μου πατήσω
(ωραία, πόδι θα το λέω το πληκτρολόγιο),
πριν σε κοράκου τόπο παρατήσω
στίχους χωρίς να εκδώσω τιμολόγιο,

εγραψαπάντηση αυτό:

μικρός tamistas ήμουνα και πήγαινα σχολείο;
ή ταύρος μικρομέγαλος σε υαλοπωλείο;
όμως, τι κάνω τώρα εδώ; ας πάω στο κοράκι
(είναι η ζωή σα θάνατος που παίζει θεατράκι)

κι ήρθα να πω μια καληνύχτα.




καλά που τόβαλες το χρέος κάτω - κάτω
γιατί σπανίως στη σελίδα πιάνω πάτο
κι έτσι το χρέος δεν μ' αγχώνει ως αριθμός
μ' αγχώνει μόνο ως εξώτερος ρυθμός




της αθήνας το γιανκίνι όποιος τόδε κλαίει και πίνει
(μα) κι αν τα χτίρια γίναν στάχτη ο λουκάκος δεν εσκιάχτη

κάηκε μια καφετέρια - για τα στάρμπακς κλαιν ποζέρια
κάηκε το κόστα μπόντα, δίχως λόγο αποχρώντα

κάηκαν δυο σινεμάδες, μες στους τόσους σαματάδες
πέντε τράπεζες καήκαν μα τα φράγκα όλα τα βρήκαν




αν γουστάρεις βαλεντίνο, με τα σέξι σου σε ντύνω
και μια υπόσχεση σου δίνω, θα σου αρέσει όταν σε γδύνω

μα εγώ δεν το γουστάρω το προϊόν που μ' ένα σμπάρο
τρυγονάκια θέλει δύο και εμέ να διεισδύω 

στου (ξεν)έρωτα το σόι, όπου όλοι νιώθουν σώοι
ενώ είναι μόνο ζόμπι, του κεφάλαιου το χόμπι




Καθώς το νιώθεις ότι όλα έχουν τώρα πια ειπωθεί,
ή, ακριβέστερα, τα πάντα σε χαρτί έχουν τυπωθεί,
αναρωτιέσαι αν μεταφέρεις το μηδέν σε αριθμούς
που όσο κι αν τους προσθαφαιρέσεις διαφεύγουν στους ηθμούς
της ίδιας πάντα παρρησίας, αυτής που αλόγιστα ηχεί,
γιατί είναι τόσο ξιπασμένη, τόσο είν' η θλίψη της ρηχή,
που όλο μηδέν βγάζει στις πράξεις. Μονότονο το μπουγιουρντί
του προορισμού σου, του θανάτου. Το τελευταίο σου χαρτί 
είναι το ίδιο με των άλλων. Κι οι άλλοι, κόλασης φωτιά, 
είναι η μόνη σου ελπίδα, η ανώφελή σου αποκοτιά.




Τα λουλουδάκια που άνθισαν στον κουλτουρένιο κάμπο
σαν είπα "αφήστε τα ν' ανθούν, θέλω να τα μυρίσω",
γιατ' ήταν φίδια τόθελα, εγώ που ήλιος λάμπω,
να ξετρυπώσουν· κι ύστερα να τ' αποκεφαλίσω.




Το todo cambia, πράγματι, παντού και πάντα παίζει,
μα η ψυχή μου, σαν πουλί, τ' αγάλματά τους χέζει·
τα δόγματά τους, δηλαδή, τις ιταμές τους μέρες,
το τίποτά τους, το ποτέ που συναρτούν τις λέρες.

Δεν πάω ξανά εκεί που αυτοί που μ' έχουν λοιδορήσει
σαν περσονάκια τριγυρνούν. Γιατί θα μου μυρίσει
το άρωμά τους το πηχτό που λύνεται σε βρώμα
και μεταλλάζει σε φαιό το κόκκινο το χρώμα.




με ημερομηνία λήξης
αποκλείεται να πλήξεις
θάχεις πάντοτ' αγωνία
μη σε βρούνε στη γωνία
νάχεις λήξει κι όμως πάλι
να σηκώνεις το κεφάλι




Ποτέ των ποτών, είπε κάποιος,
Ποτέ των ποτών, ποταποί.
Ο κόσμος αυτός, που είναι σάπιος
(κλισέ - της εμπνεύσεως ταπί).

Τα πάντα ειπώθηκαν, τόπα,
κι αυτό έχει γίνει κλισέ.
Ας έρθουν με pipa και sopa.
Εσύ, μη φοβάσαι, Αϊσέ.




Λίγα πουλάκια κάθουνταν στα πέρα τα μπεντένια,
λαλούσαν κι ακουγόντουσαν από Ρωσία ως Κένυα. 
Το ένα ελάλιε δυνατά, το δεύτερο μετρίως,
το τρίτο λίγο ψεύδιζε και το 'κραζαν αγρίως,
το τέταρτο με τεριρέμ πάλευε να το σώσει,
το πέμπτο με τα τσίου του είχε τ' αυτιά φεσώσει,
το έκτο και το έβδομο λόξιγκα είχαν πάθει,
το όγδοο τιτίβιζε, μα το ένατο εχάθη
στου δέκατου την παγερή σκιά που το 'χε σκιάσει
κι έλεγε το πως σκιάχτηκε καθώς είχε νοικιάσει
από τους κυνηγούς που εκεί έφταναν σαν τα ζόμπι
μια καραμπίνα για να βρει, επιτέλους, ένα χόμπι.




Πατώ γερά στου θάνατου τη βάρκα
κι ας σπρώχνουν συμπαγή τα μόριά μου
μες στης ζωής τα θαλασσιά τα πάρκα
να συναντήσουν τα στημόνια όριά μου.

Τι τους διαβάζεις φθονερά τούτους τους στίχους;
Πώς να μου μοιάσεις καλοζωισμένο κτήνος;
Σέρνεται το ήθος σου σε απάτητους δολίχους·
ζέχνεις στο στόμα σου σαν σέπιος εχίνος.

Πατώ γερά στη βάρκα του θανάτου,
του τελικού, του καθαρτήριου αποπάτου.




στου φέισμπουκ τον πικρό καιρό
στου τουίτερ τις ημέρες
στα μπλογκ σημείο σταθερό
δε βρίσκεις - μόνο σφαίρες
σαν το χαλάζι ρίχνονται
που έλεγε μια ταινία
κι όσοι τις τρώνε δείχνονται
πανάκεια δια πενία
κι αφού στο μέσο της γραφής
κι όχι στο κάτω, μάλλον, 
η μόνη ελπίδα της αφής
είναι στο περιβάλλον
πληκτροπεριοδολόγησης
δαχτύλων σαν δακρύων
κι αποσυναρμολόγησης
των χάχανων των κρύων
ας είναι ο καιρός πικρός
ας είναι, δεν με νοιάζει,
φτάνει που ο κόσμος μου ο μικρός
πάντοτε τακιμιάζει
με τα καινούρια μου παλιά
πούχουν λειανθεί σαν πέτρα
βρεμένη στην ακρογιαλιά - 
ξεκίνα, χρονομέτρα




Είναι ανοιχτό το σπήλαιο τώρα ή κλειστό;
Δεν το γνωρίζω,
με στιχοπλία εμβριθώς να εξοπλιστώ... 
Τα δόντια τρίζω. 

Έχει το σπήλαιο τας θύρας του κλειστάς;
Τι θαλπωρή...
Όταν ανοίγει, τότε οσμίζομαι ληστάς. 
Έι, θυρωροί!

Μα όταν ανοίγουνε οι θύρες στο ντουνιά,
η Άνοιξη, βλέπεις, 
στο άλογο ρίχνω εγώ γερή μια σπιρουνιά:
στίχους να δρέπεις.




μέσα σε τούτη τη σπηλιά
σα να περάσανε χιλιά-
δες χρόνια

μα είναι αυγή να σηκωθώ
θάχω ξανά κάτι κωθώ-
νια ψώνια

να ταντιμετωπίσω και
με όλο ετούτο το πακέ-
το πάλι

άντε και νάμαστε καλά
και να μας φύγει κι η ζαλά-
δα αγάλι




στη φυλακή που μ έκλεισαν έμαθα να τρυγάω
μέσα στου νου τα χώματα να πέφτ όταν λυγάω

ανασκουμπώθηκα ξανά, έφτυσα μια στη γη μου
κράτησα τον ιδρώτα μου να στάξω στη φυγή μου

αρνήθηκ αξιώματα που μου ταξε μια λάγια
η φυλακή δεν θ αλλαχτεί, της είπα, μ αποφάγια

κι αν βάλεις και παράθυρο τον ουρανό να βλέπω
πιότερο, λάγια, θα πονώ που δε θα σ ανατρέπω

μα όταν θα σπάσω τα δεσμά σ αυτή την υστερία,
θα βρω καινούρια φυλακή, φριχτήν ελευθερία




Πέρασε μια βδομάδα και ξανάρθα·
άλλος κανείς - και κλάμα η Βούρτση (η Μάρθα).

Τρελό κοράκι, θεότρελο και γεια σου·
άνοιξη μπήκε - φάγε τα φαγιά σου.

Πάμε, λοιπόν. Αργάτες, βάλτε πλάτες!
Της ποίησης ακάματοι ιχνηλάτες!




Όταν ο άνθρωπος το θάνατο μυρίζει,
σ' ένα κρεβάτι σ' όποιο να 'ν' νοσοκομείο,
δεν είναι μπόχα αυτό που ίλιγγος γυρίζει
πάνω απ' το σώμα του, σε κάθε του σημείο.

Τη γλυκερή τη μυρωδιά των κοιμητήριων
φέρνει στο θάλαμο ο άρρωστος. Και κλαίνε
οι συγγενείς κρυφά. Το εισιτήριον
κρατούν στο χέρι. Είναι βαρύ. Τάχα τι φταίνε;

Στο προσκεφάλι μιας γριούλας τόσα βράδια
βλέπω το Χάρο ράθυμα να παραστέκει·
με σταυρωμένα τα επιδέξια κουλάδια
στο τρισκατάρατο το ποταπό πελέκι.




Πλαστό καλοκαιράκι
δίχως, που λεν, ραστώνη.
Ένα τρελό κοράκι
το δάκρυ του μεστώνει.

Πλαστό σαν πλαστικούρα.
Μα, ίσως σε μια βουτιά σου,
ξεχάσεις τη σκοτούρα.
στο λέω· εσύ, δουλειά σου.




Φεύγει ο χρόνος και περνάει.
Όσοι παίζουνε το νάι
ξέρουν πως περνάει αργά·
κι όσοι παίζουνε τα σίνθια, 
δευτερόλεπτα ψιμμύθια, 
το κεφάλι στο ντορβά·
τότε πιάνω εγώ το ούτι
και θυμάμαι τον Ντουρούτι.
Μπαίνω μέσα στο τηγάνι
και μου λεν σιγά τ' αβγά.
Και τους λέω σιγά κι αργά:

Δεν θα βγάλω γιαταγάνι
ούτε και κονσερβοκούτι·
μου 'γινε η ζωή συνήθεια.




Τον είδα. 
Βγήκε τρεκλίζοντας 
από το παραβάν. 
Έβγαζε αφρούς 
από τ' αριστερό του στόμα. 
Πυκνώναν οι σπασμοί.
Σα μαριονέτα δυστυχής
που σα μπαλόνι διηνεκές
τσαφτσουφ αδειάζει τον αέρα.

Ώσπου ξεψήφισε. 




Αδιάφορα σου σφύριζα
κι είπες: Ψηφίζω Σύριζα.
Σου ’πα: και ’γω το ίδιο,
μα μη με λες Οβίδιο.

Δεν είναι μεταμόρφωση,
ούτε από Ζίζεκ μόρφωση. 
Είναι πικρή ανάγκη,
μας πήρανε φαλάγγι.

Πρώτη φορά η Αριστερά,
ωσάν αθώα περιστερά,
πάει να κυβερνήσει.
Μα δίχως ν’ αφυπνίσει

ήθη αντικαπιταλικά.
Και μάτια κάνει, πια, γλυκά
σε νέους νοικοκυραίους,
πληγέντες εκ του Χρέους.

Ας είναι. Θα το πιω κι αυτό.
Ροζ – φούξια λέω να βαφτώ,
στου Σύριζα το χρώμα παλ·
στρόγγυλα όλα ή οβάλ.




Δική του, λεν, ο θάνατος πως έχει ιστοσελίδα.
Λεν και πως μ' έναν κωδικό μπορείς να κατεβάσεις
σε πιντιέφ την άχαρη που σου λαχε μερίδα
από τη λιγοστή ζωή, το πλέγμα από συμβάσεις.

Μην τα πιστεύεις. Παίζουνε με λέξεις και με λέξεις.
Ο θάνατος, ανύπαρκτος μες στη ζωή, θα φτάσει
όταν νομίσεις πως μπορείς κι άλλη πνοή ν' αρμέξεις,
μόνος εκείνος ζωντανός. Λύκος σε μαύρα δάση.




Από τότε που περπάτησα στα δύο
βλέπω φάτσα το ουτοπικό σου αιδοίο. 
Μα, τι κάνεις; Βάζεις της συκιάς το φύλλο;!;!;!
Ο μαλάκας! Τι το δάγκωσα το μήλο...!




Με λυγμόν, όχι με πάταγο - 
το σκαλί θα τρίξει - πάτα. 'Γω
θα σου στείλω τηλεγράφημα
που τη μοίρα δήθεν γράφει. Μα
μη με πάρεις για κάνα ταγό.




Μάτια που κλειστάκις τάζουν
σε γοργές κινήσεις rem
και μ’ ανόητα τεριρέμ
χείλη που πιστά δοξάζουν.

Ονειρονειρονειρόνι:
στίχος τοποτηρητής
πίνει απ’ το ποτήρι της
και τη σκέψη της πυρώνει.

Μάτια ‘νοίγουν μόλις φέξει,
επιλόχειος σεισμός,
κατ’ επιλογήν –ισμός·
η ζωή, μια μουλτιπλέξη.




Με αρέζει το ριμάρειν.
Να! παραδειγμάτων χάριν,
με αρέζει να ριμάρω
με ονόματα, όπως Μάρω.

Με αρέζει με Ελένη,
όλοι ξέρουνε πού μπαίνει,
με αρέζει και με Λόλα:
έγια λέσα, έγια μόλα.

Με αρέζει κάθε ρίμα·
κι όπως το τυρί το τρίμα,
πασπαλίζω κάθε ώρα.
Στο ψωμί μ' αρέζει η κόρα.




μας ταξινόμησαν γλυκά, μας διαχωρίσαν κάργα
μας στήσανε σα μόμολα όλους καρσί κι αλάργα
εγώ τ' ακούω βερεσέ, βιβάλντι εσύ και στράους
τον άλλο, με την πάολα, τον ενοχλούν τα ράους
αλλού δεν έχω να κρυφτώ - η τρέλα μου ας συνδράμει
το αλαφιασμένο μου μυαλό που απόμειν' ένα δράμι




Ονειρέψου κατά μόνας: απαράβατος κανών.
Ως ταινία βραβευμένη εις το φεστιβάλ Καννών,
περί βίου ακανθοσπάρτου κορασίδων ορφανών,
ας κυλήσει η ζωή σου.

Λογικέψου τους χειμώνας: έτερος βαρύς κανών.
Εις τον στόχον μην εισέλθης παγερών τινών κανών
στρεφομένων ίνα πλήξουν, είθισται των αφανών,
την ασήμαντη ζωή σου.




Του υποσχέθηκε, η ψεύτρα, ευτυχία:
πλέρια θα ’δινε και όχι με ψιχία.
Μα δεν άργησε να πέσει στη μοιχεία·
και εκείνος, τώρα, την πεολειχία
μετά μουσικής, με τέρμα τα ηχεία,
ενθυμείται. Και την οδοντοστοιχία
λέει πως γλύτωσε. Και βρήκε ησυχία.




κυριακήμουν ξεγραμμένος
τη δευτέρα πεθαμένος
απ' τηντρίτη ως τηντετράδη
μου την πέσανε στον άδη
μ' αλυσόδεσαν τημπέφτη
με κατηγορούν για κλέφτη
τημπαρασκευή αργία
να τους έρθει λαιμαργία
έφτασε και το σαββάτο
με σερβίρανε στο πιάτο




πρώτα γούσταρες το σούσι
κι άκουγες λίτσα γιαγκούση
τώρα τρως λίγη μπομπότα
και σ' αρέσει η φον τρότα

τίποτα δεν πάει χαμένο
για καθένα πεινασμένο




η κορτιζόλη κατακλύζει μου το είναι
η αδρεναλίνη συμμαχεί με το κακό
λέω στον εαυτό μου: εαυτέ μαζί μου μείνε
κι ας τη φοράς την ίδια θλίψη σα μακό

σ΄αυτόν τον πόλεμο τα θύματα είν' εκείνοι
που θα επιζήσουν να θυμούνται δυστυχείς
σαν καλλονή με ξεσκισμένο το μπικίνι
το μέγα ψέμα της ζωής τους της ρηχής




'Εξαλλα κουραφέξαλα, συ μ' είδες στις σημύδες
να στέκομαι ολοκάθιστος, να πνέω χωρίς να εμπνέω.

Το δεκατρία το καλό, το δυο χιλιάδες τόσο,
στον τόπο του το εγκαλώ, μα το πονώ, ωστόσο.

Πέρασαν χρόνοι και καιροί, κερί - λιβάνι - ανάμα,
μα ποιος στο διάβολο ευκαιρεί να ψέλνει μου συνάμα;




Αυτός ο τόπος είναι οριστικά βουβός.
Κι οι γοερές ασέβειες των γυναικών,
που κωδικά τις ονομάζουνε Εκάβες, 
όταν ο ήλιος πέσει, υπακούν. 

Τα παντελόνια αυτού του σύννεφου,
φαρδιά λινά που να χωρούν τη ματαιότητα,
με δίχως θρόισμα κυματίζουν στον αέρα.

Δεν είναι ο φόβος που στεριώνει σκελετούς.
Είναι τα δάκρυα που σε καύκαλα θα στάξουν.
Πόνος που στην ανυπαρξία ξεραίνεται.




Λες πόσο δύσκολο είναι τούτο τον καιρό
ν’ αρθείς στο ύψος κάθε νέας δυσκολίας
πως κάθε εμπόδιο θα ’ναι πια φαρμακερό
και συ το θύμα μιας στυγνής μελαγχολίας.

Για δυσκολία, λίγα λόγια το λοιπόν·
δεν είναι απλό να δώσεις τη σωστή τη λύση.
η δυσκολία στον καιρό της θα μιλήσει.




Βλέπω φωτιά, και χαίρομαι, μες στη σπηλιά ν' ανάβει.
Ζεσταίνει, που μαργώθηκαν, στα δίχτυα τα πουλάκια· 
κοράκια και αητόπουλα, σπουργίτια και γεράκια
και περιστέρια του άστεως και καρακάξας σόγια. 
Τι 'ναι καιρός, παντάητανε, να γλυκολελαηδήσουν·
να πουν τραγούδια του χαμού, τσ' αγάπης μοιργιολόγια,
να πούν και να ξεδώσουνε, τόσο που τα λερώσαν
της εποχής τα θάματα, τα κρίματα της ήττας.




Θάρθει καιρός πουλάκι μου, είπα σ' ένα πουλάκι,
ν' απαρνηθείς ολόχαρο τα δίχτυα που σε πιάσαν
και λεύτερο απ' τις ξόβεργες να ορμήσεις του θεού σου.
Τη λευτεριά σου ο θάνατος την έχει στο τσεπάκι
και τη φυλάει για τοτεσάς που θα την πεθυμήσεις·
να πάρεις το δισάκι σου με κολατσιό στιγμούλες
που λεν πως σαν ταινίας σκηνές θωρείς καθώς πεθαίνεις.




σ' αυτό τον δύσκολο καιρό
για κάτι λίγα ευκαιρώ
κι είπα, τι κάνω

μα βρήκα εύκολην οδό
ριμάρω για να παρωδώ
σαν τον φουστάνο




Στου Αποσπερίτη τη σπηλιά, στου Νόσφη το λημέρι,
σε σπηλιαράκια λιγοστά στου μπλογκερκόμ τα μέρη, 
αράδες αραδιάζουμε σάμπως να προσπαθούμε
στο ύψος των περιστάσεων ματαίως να αρθούμε.

Όμως τα περιστατικά των όποιων περιστάσεων
μοιάζουν με δρομολόγια άνευ σταθμών και στάσεων.
Μοιάζουν με τα φαντάσματα που χρόνια δεν πλανιούνται,
μον' σέρνονται κατάχαμα κι οι δέσμιοι τα βαριούνται.




Κάτι απροσδόκητο σου άλλαξε τα πλάνα
καθώς η σκέψη σου αιωρούνταν στην αλάνα:
κλωτσιά και φάουλ, μπακ για κουτουλιές και: Όχι!
έσκασε η μπάλα, διαμελίστηκαν οι στόχοι.




Κοιμήσου στο σιφώνι
κι ο ύπνος αμιγής
γλυκά θα σου ναρκώνει
τις σκέψεις διαφυγής.




Είπες· θα πάγω σ' άλλη γη. Μα, πού να πας;
Δεν θα 'χει Τάσο εκεί, μονάχα Τζέημς και Τζώννυ.
Και θα διψάσεις, θα 'χει τρύπα ο μαστραπάς. 
Θα 'σαι το γιόμα που τη νύχτα του μουτζώνει.

Σ' αυτόν τον τόπο, που όλο λες πως θες να πας,
θα είσαι η Γκούφυ, να ξεχάσεις πια το Γκόλφω.
Κάθε σου φίλος θα 'ναι ντίτζιταλ λαπάς
κι ίσως, μην το γελάς, θαυμάζει τον Αδόλφο.




Άδεια κεφάλια και απέξω η φαλάκρα.
Τι είναι έγκλημα; Τι είναι φασισμός;
Ποιων οι φτερούγες θα σκεπάσουνε τα άκρα;
Δεν βλέπω χάσμα. Δεν θα ήτανε σεισμός.

Έρχονται οι μέρες που φοβήθηκες, κοιμήσου. 
Έρχονται νύχτες γνήσια δημοκρατικές.
Το κράτος τώρα προστατεύει την τιμή σου, 
ξέρουν ποιος είσαι όλες οι στατιστικές.




Χάθηκες μέσα στα πουρνάρια,
είχες στο δέρμα σου αστροσκόνη
και τραγουδούσες μίαν άρια
με το λαρύγγι να φουσκώνει.

Πιες με. Άντε! Κούνα τη σιαγόνα!
Νομάς μονάς. Τι να μετρήσεις;
Ήμουν στις χίλιες μια σταγόνα
της χαλασμένης σου της βρύσης.




Το ένα πλάι στο μηδέν,
ήτοι νεώτερον ουδέν.
Ουδέν κατέστη πλέον νέον·
αλίμονο, αγεράκι πνέον.

Μηδέν και εν θα πει ουδέν·
θα έλεγα ίσως, αλλά δεν.
Ακόμα ένα επιπλέον:
δυαδικός μυρμηκολέων.




Θαρρώ από τύχη θάναι 
που βρέθηκα εδώ, σ' αυτόν τον τόπο.
Αλλού μάλλον μεθάνε.
Αλλού ελπίζουνε στη φύση των ανθρώπω.

Εδώ έχει λίγο κρύο, παράξενο για τέτοιαν ώρα. 
Η ποίησις φορτίο του κάθε πρόσφυγα στη σαλεμένη χώρα.

Για λίγο πέρασα, τυχαία. Και τώρασφύγω. 
Πρέπει να ψάξω για το τίποτα. Και είνεπείγο.