Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

η κ. Σκατόκε-Καρπούζη στον Νεκρόκοσμο




V. Maier




του Μ.Σ.



1.

Ραντιείς με υσσώπω. Ο παπάς.
Ο νεκροθάφτης έψαχνε στη μύτη.
Λίγη ξερόμυξα.
Ο παπάς. Και καθαρισθήσομαι.
Η κ. Σκατόκε σεβάστηκε. Την ώρα.
Τη στιγμή. Καθέλκυση.
Φτυαριές. Χώμα στη σημαία.
Αφρικάνικα λουλούδια.
Δεύτε τελευταίον λυγμόν.
Τελική χαιρετούρα.
Η Ελένη Κικίδη – Μουλά.
Που την έλεγε κουμμούνι.
Ο Πλούταρχος την έλεγε.
Τι γύρευε εκεί. Συλλυπήθηκε.
Α, ρε Λαυρέντη. Κούνησε το κεφάλι.
Αυτή τρελάθηκε. Από το ξύλο.
Η κ. Σκατόκε σκέφτηκε.



2.

H ψωμωμένη κ. Σκατόκε.
Οσμή στεγνής μασχάλης.
Θηλές αναρρουφάνε. Γάλα ξινό.
Πρήσκονται. Λογικό. Οι βύζοι.
Ξημέρωμα. Νεκρός δολοφόνος.
Τεμαχίζει. Σε συλ-λα-βές.
Τη χήρα Καρπούζη. Πνίγεται.
Σε κόκαλα. Θρυμματισμένα.
Ίνες γυαλιστερές. Πνιγμός.
Η κ. Σκατόκε – Καρπούζη εκμισθώνει.
Τριάρι. Σαράντα επτά μισθωτές.
Μετανάστες. Κωπηλάτες.
Νηστικοί. Μήνες τρεις.
Ο Αλή σκυβειδαγκώνει.
Η κ. Σκατόκε - Καρπούζη ουρλιάζει.
Νεκρός ο δολοφόνος δυσανασχετεί.



3.

Ο κ. Καρπούζης είχε προστάτη.
Έσκασε. Απροστάτευτος.
Η κ. Σκατόκε τιμά. Το επώνυμο.
Αιτήθηκε μετονομασία.
Στο αρμόδιο Δημοτικό Συμβούλιο.
Της οδού Θερινών Οπώρων.
Σε Πλουτάρχου Καρπούζη.
Μία ελαχιστοτάτη μετατροπή.
Μία απλουστάτη συγκεκριμενοποίησις.
Ετόνισε στο αιτητικό.
Ο Πλούτο. Φέρελπις εγγονός. Ακίνητος.
Ενώπιον της πινακίδος. Της οδού Καρπούζη.
Το δάκρυ αποτυπώθηκε.
Δημοσίευσε Η Ελπίς του Τόπου μας.



4.

Νεκροτομείο. Μετά είκοσι έτη.
Νεκρός ο δολοφόνος τραβάει.
Το χαρτί τσαλάκα.
Σκίζεται στην άκρη. Χέρι τανάλια.
Του πτώματος. Της κ. Σκατόκε.
Διαβάζει:



Θα πυρπολήσουμε
τα ενδομήτρια των εξουσιών.
Θα πυρπολήσουμε
τα ικριώματα των ουτοπιών.
Θα πυρπολήσουμε 

τα γιουζερμάνιουαλα των πυρπολητών.

Σκυβειδαγκώνει την κ. Σκατόκε.
Θρίαμβος. Απομυζά το παγωμένο γάλα της.



5.

Ο θάνατος επήλθε. Ανακοπή.
Όρθιος στο τραπέζι της κουζίνας.
Ο Πλούτο. Έβγαζε αφρούς.
Φέιγ βολάν. Πυρπολήσεις. Αλεμούρα.
Ο τόκος των ελπίδων εξανεμίστηκε.
Λάθη επί συναλλακτικών λαθών.

Έστεργα, έκλαψε βουβά, έστεργα να μακραίνει,
να σβήνει την απόσταση, με λόγια να πικραίνει
τις θύμησες απ’ τη ζωή που ζήσαμε και πάει
το όλο κόνσεπτ της ζωής, τώρα που τη σκορπάει. 

Νεκρός ο δολοφόνος ρεύτηκε.
Ικανοποίηση. Παγωμένο γάλα.










Το ανωτέρω περί της κ. Σκατόκε πραύμα
αναφέρεται στο ποίημα του Μ.Σ.
Ένας κόσμος νεκρός
από τη συλλογή Εκτοπλάσματα(1986).

Δημοσιεύθηκε στο τεύχος 12
του, όχι μόνο ποιητικού, σκεύους ΤΕΦΛόΝ.
Τον περασμένο Ιούνιο κυκλοφόρησε
το τεύχος 13.


Κατωτέρω το ποίημα του Μ.Σ.
ακολουθείται από το 
Συντρίβεται η καρδιά μου
του Μ. Σιγανίδη
που τα ένωσε το 1999 σαν
Μικρές Αγγελίες





το αμαλθείον



Περαιτέρω, γιοκ.


Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015


πένθιμες κωδωνοκρουσίες των νομισμάτων





"- Άλλαξε ο άνθρωπος" - πώς θες να μην αλλάξει,
πώς θες να μείνει ο ίδιος
όπως όταν τον άφησες για να λύσεις το δικό σου αίνιγμα - 
          ποιο αίνιγμα;
όπως όταν ξεστόμισες: "αν έχει ο κόσμος βάσανα, κι εγώ
          έχω τα δικά μου" - ποια δικά σου; - 
Σκύβοντας πάνω απ' τις "δικές σου" τις πληγές, 
πάνω από τη "δική σου άβυσσο"
τον άφησες να περιμένει έξω απ' τις κλεισμένες πόρτες
των ταμείων και των νοσοκομείων, 
με ιστορίες κοριτσιών πλεγμένες σε μακριές κι ασάλευτες
          σειρές,
σαν τη σταχτιά κοτσίδα της άρρωστης πνιγμένη στη βουή 
          του πυρετού. 

Μισός σκόνη και μισός δάκρυα - πώς θες να μην αλλάξει
σκαμπανεβάζοντας στις σκάλες των δικαστηρίων.
Μισός λάσπη και μισός κραυγή
μες στο ληνό δυο παγκοσμίων πολέμων. 

Κάτω απ' τις πένθιμες κωδωνοκρουσίες των νομισμάτων,
που τον παζάρεψαν, τον μέτρησαν, τον σκότωσαν,
πώς θες να μείνει ο ίδιος; Πώς να μην είναι τώρα
ο άνθρωπος ένας ξένος,
ο άνθρωπος, απ' όπου και να τον κοιτάξεις,
ένα πρόσωπο στραμμένο αλλού;

Τράβηξε το στιλέτο της σιωπής που 'χεις καρφώσει στο
          πλευρό του,
μίλησε με το αίμα του,
περπάτησε με την κραυγή του - και θα δεις
για ποια ομορφιά είν' αυτός πλασμένος
και ποια αξημέρωτη ευτυχία είναι η καρδιά του.




Βύρων Λεοντάρης: Όχι σαν τα πουλιά [VI]
από την ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ - 1957