Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016


οι κάμπιες



Οι κάμπιες στην ευθεία.
Δεν έχουν για προορισμόν ιδέα.
Οι ύπεροι σαλέψανε στη γύμνια:
αιώνια ορκίζονται τη στύση.
Οι κάμπιες πολλαπλασιάζονται
ανύποπτες για την πολλότητα
των πολυτύπων τους.


Ο κηπουρός στέφθηκε λάσπες
ξύνοντας την κεφαλή,
παρατηρώντας μια στης μοναξιάς
τα όρια κουκούτσα.
Είμαι, διακήρυξε,
ο εν κήπω χορηγός ζωής
ορατών τε πάντων
και αοράτων.

Έστριψε τη γαλότσα στη σειρά τη δυτική
ρηγμάζοντας το σιωπηρό κονβόι.
Οι κάμπιες έχασκαν πηγμένη λύπη.
Άδραξε το πριόνι. Ήταν καιρός
να επιβάλει σιωπητήριο.
Ξάφνου προτίμησε
να εκτρέψει τις ροές των υπερήχων,
να σιγοντάρει την ηλιακή μουρμούρα.

Αχτένιστος και φουσκωμένος
με χοχλιούς, ψιθύρισε:
Έμαθα να διαβάζω γράμματα
ανάμεσο σε θάμνους.
Έπεφτε το βιβλίο στα ρυάκια.
Έβαζα φύλλα νάμεσα στα φύλλα,
τη χλωροφύλλη να ρουφάνε,
να στεγνώνουν.
Δεν το θελα να είμαι θεός τους.
Δεν το βαστούσα. Μα υποτάχτηκα
στην άλογη, την αιχμηρή τους πίστη.
Ποιος θα ποτίσει, θα σκαλίσει τα φυτά,
να χουν να πίνουνε χυμούς,
καρπούς να τρώνε.
Πάντοτε γω. Με καταδίκασαν
να τη ραντίζω στίχους τη μελίγκρα,
λάκκους να νοίγω, λέξεις να φυτεύω,
να ξεχορτίζω τους ιάμβους στη σπουδή μου,
να ναρωτιέμαι πώς ευρέθηκα επαέ.
Με καταδίκασαν οι εμμονές μου,
οι θεϊκές πριβέικες κοτρώνες,
οι στοιχισμένες πεποιθήσεις συγγραφέων
στης έμπνευσης της ύπουλης το καλυβάκι.

Όλη την ώρα δίπλα μου είχα τον πατέρα.
Με ορμήνευε να τη γυρνώ σωστά την τσάπα.
Μα τώρα, που ίδρωσα πολύ,
δεν είναι δίπλα.
Τώρα είμαι εγώ
ο πατέρας μου.
Φορώ τα ρούχα του.
Ίδιος, με τα ψαρά τα γένια,
με τη χαμένη στον ορίζοντα ματιά. 








Κανείς δεν άκουγε τον ψίθυρο στον κήπο.
Μύρισε χώμα, έγειρε. Πλάγιασε
για το σώμα να ποστάσει.
Έγειρε κι ονειρεύτηκε το χώμα.
Σκέπαζε υγρό αφράτο μυρωδάτο.
Μαλάκωνε τις χαρακιές στο πρόσωπό του.


Όταν θα ξύπνησε ο κήπος είχε αλλάξει.
Δεν ήξερε αν στα χρόνια εκείνα είχε υπάρξει.
Δεν είχε χώρα. Μοναχά δοσοληψίες
σε τύμβο λουξ με παγωμένες φωταψίες.

Στο ίδιο κονβόι κάμπιες στην παλιά ευθεία.
Σπασμένη σκούριαζε η τσάπα του η θεία.
Στα δέντρα κρύσταλλα κρεμότανε το μίσος.
Τη σιγουριά τηνε μαστίγωνε το ίσως.











Οι κάμπιες
δημοσιεύθηκαν στο 15ο τεύχος του ΤΕΦΛόΝτος
του οποίου τις προάλλες κυκλοφόρησε και το 16ο με το καλό

Ο Ιχνεύμων τις επισκέφτηκε τώρα δα





Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016


Ο περιέκτης



Δεν ξέρω πως βρέθηκα εκεί. Κατάμονος στην παγωνιά της χαράδρας. Χιόνιζε. Δεν θυμάμαι αν είχα προορισμό. Αν, όπως με παγίδευαν η νύχτα κι ο καιρός, έψαχνα πώς θα βρω τον δρόμο να γυρίσω. Κάποτε απόκαμα. Έκοβε ο άνεμος πίσω από ένα δέντρο και στάθηκα εκεί. Λύγισα. Γονάτισα. Για ώρα εκεί. Ώσπου κατάλαβα, το πώς δεν το κατάλαβα, πως βρέθηκα τ' ανάσκελα. Ο θόλος ήτανε θολός. 
Κοιτούσα τον θόλο δίχως να σκέφτομαι. Ένιωσα να μικραίνω διαρκώς. Ώσπου έγινα μικροσκοπικός. Όσο κρατούσε η σμίκρυνση έβγαιναν από μέσα μου κάτι πραγματάκια. Δεν καταλάβαινα τι, στην αρχή. Μετά, τα είδα τα θρωπάκια. Τρέχαν τριγύρω με ταχύτητα. Τα μπέρδευα με τις νιφάδες του χιονιού. Λες κι οι νιφάδες πέφτοντας δεν έστεκαν στη γη μα στροβιλίζονταν σ' εναν κατεψυγμένο πανικό. Άτακτα, δίχως λόγο. Ξαλάφρωνα έτσι. Όλα τα θρωπάκια που είχαν μέσα μου χωθεί, που ζούσαν από τη ζωή μου, που είχαν γραπώσει κάθε μου στιγμή, που μεροφάι τα έτρεφα, είχαν λακίσει. Είχα μικρύνει, ήμουνα ελαφρύς, δίχως το βάρος τους. Καταλαβαίνεις; Αποκοιμήθηκα πρώτη φορά με ανακούφιση.
Κάποτε πήρε να χαράζει. Άρχισα να ξυπνώ. Αναρρωτιέμαι πώς δεν κρύωνα. Όλα ήτανε κάτασπρα τριγύρω. Όμως απάνω μου είχανε σκαρφαλώσει αμέτρητες γκριζοπράσινες κάμπιες. Τις κοιτούσα έκπληκτος όπως σέρνονταν. Δεν άργησα να καταλάβω ότι περνούσανε κάτω απ' το πανωφόρι, κάτω απ' το παντελόνι, μέσα στις μπότες. Ξεκούμπωσα στα γρήγορα τα ρούχα. Βυθίζονταν στο σώμα μου. Γύριζαν το κεφάλι, με κοιτούσαν με μάτια επικριτικά κι έπειτα χώνονταν με το κεφάλι μέσα στο σώμα μου. Τα θρωπάκια ξαναγύριζαν. Δεν είχα τίποτα γλιτώσει. Το σώμα είχε ξαναβαρύνει. Αδύνατο να σηκωθώ. Δεν ήμουν πια μικροσκοπικός. Τα σωθικά μου καίγονταν.
Γύρισα στα πλάγια και την αντίκρισα, ήτανε δίπλα μου, ξαπλωμένη εκεί, με γυρισμένη την πλάτη. Μα ήτανε τόση δα. Σαν κούκλα. Άπλωσα το χέρι να χαϊδέψω τα μαλλιά της. Δεν κουνήθηκε. Ήτανε παγωμένη. Την γύρισα κι είδα να μου χαμογελά. Αλήθεια. Λάθος δεν έκανα, όπως άλλοτε. Ήταν εκείνη. Τότε θυμήθηκα εκείνο το αστείο που σου έλεγα ότι της έκανα. Για τους περιέκτες του Λιούις Μάμφορντ, που έλεγε πως περιέκτες είναι οι γυναίκες. Που της έλεγα πως θέλω μια μέρα να τη δοκιμάσω, πως σίγουρα θα έχει κρέας νοστιμότατο, πως έτσι θα γινόμουνα κι εγώ περιέκτης μια φορά, δικός της περιέκτης. Ήτανε παγωμένη. Έσπασα τα κουμπιά στο πανωφόρι, σήκωσα τα ρούχα της. Έκοψα τις θηλές της με ξυράφι, τις έβαλα στο στόμα και τις δυο κι άρχισα να τις μασουλώ. Δεν έχω κρέας γευτεί πιο νόστιμο. Χαμογελούσε ακόμα. Θα της άρεσε, αν ένιωθε. Θα θυμόταν που της τραγουδούσα:  

περιέκτης θέλω να γινώ για να σε περιέχω
εσένα μόνον αγαπώ, εσένα ταίρι έχω






Σχεδόν με τρόμο με κοιτάς. Μα είναι αλήθεια. Ξαλάφρωσα απ' όλα τα θρωπάκια. Λες και το είναι της διέλυσε όλες τις κάμπιες μέσα μου. Όλα τα θρωπάκια, όλα τα ονόματα, όλες τις λέξεις που με τριβέλιζαν στα τόσα χρόνια. Οι λέξεις που μου έστελνες εσύ, γιατρέ, γίνονταν τα θρωπάκια. Κάθε λέξη ήταν αναπνοή που την κρατούσα. Όλες οι λέξεις, όλες οι απουσίες. Οι ουσίες των απουσιών. Εκείνη μακριά, ήθελες να το πάρω απόφαση πως ζει αλλού με τη δικιά της οικογένεια, μα ξαφνικά ήταν κοντά μου και δικιά μου. Καταδικιά μου. Φαγί μου.
Πώς τώρα ξαναβρέθηκα σε τούτο το ντιβάνι και σου τα ιστορώ, γιατρέ, δεν ξέρω. Μα, τι; Το πρόσωπό σου έχει αλλάξει. Δεν είσαι ο ίδιος. Σταμάτησες να μου φορτώνεις λέξεις, κάμπιες ασήμαντες και φθονερές, που μου στεγνώνουνε το είναι. Δεν είσαι εσύ. Άλλαξε η όψη σου. Δεν είσαι καθιστός. Όλο κινείσαι. Έχεις μαζί σου κι άλλους. Μα τι μου το φοράτε τούτο το κουστούμι; Τι με γεμίζετε λουλούδια γύρω γύρω;



martin-kippenberger





Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016


Ισόβια
[η Γκούφυ]




Έπρεπε να τελειώνει το συντομότερο. Αυτό το τραγούδι στο τέλος θα του έτρωγε το μυαλό. Όπου βρισκόταν το άκουγε. Το παραμορφωμένο μαντολίνο μέσ' από το πηγάδι του πυρετού. Και τη φωνή να σέρνεται. Έπρεπε να τελειώνει. Η όλη ιστορία ήταν παραπλανητική. Έκαστος την ερμηνεία του. Εφ' ω ετάχθη, που λένε. Ό,τι και να 'ναι η Γκόλφω, είναι αναμφίβολα περιέκτης. Είδος θηλυκό κι ας είναι η λέξη γένους αρσενικού. Ο εκλιπαρών κινδυνολόγος αρσενικός περιέχεται. 


Edward-Dimsdale


Η βουκολική ιστορία αναποδογυρίστηκε. Αν η Γκόλφω αποσκιρτήσει, θα γίνει Γκούφη. Αν απαρνηθεί τον περιεχόμενο τύπο θ' αλλάξει ταυτότητα. Εκείνος θα μείνει χωρίς περιέκτη. Γι' αυτό και απειλεί ότι θα καταφύγει στον περιέκτη τον οριστικό. Έτσι έχει το πραύμα. Ε, 


αφού δεν το 'πε το τραγούδι ο μπακιρτζής
το είπα εγώ να μη μου μείνει στο συρτάρι

στη ζήση αυτή να ζεις θα πει να επιζείς
είναι ισόβια - κι ο θεός δεν δίνει χάρη










Είπες· θα πάγω σ' άλλη γη. Μα, πού να πας;
Δεν θα 'χει Τάσο εκεί, μονάχα Τζέημς και Τζώννυ.
Και θα διψάσεις, θα 'χει τρύπα ο μαστραπάς. 
Θα 'σαι το γιόμα που τη νύχτα του μουτζώνει.


Σ' αυτόν τον τόπο, που όλο λες πως θες να πας,
θα είσαι η Γκούφυ, να ξεχάσεις πια τη Γκόλφω.
Κάθε σου φίλος θα 'ναι ντίτζιταλ λαπάς
κι ίσως, μην το γελάς, θαυμάζει τον Αδόλφο.


Κι όταν γυρίσεις απ' τον τόπο που θα πας,
και μες στους δρόμους θα ρωτάς για κάποιον Τάσο, 
σκάψε καλύτερα το χώμα που πατάς·
εκεί θα μ' έχουν βάλει για να ξαποστάσω. 


Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Ο Λεβιάθαν ποτέ δεν κοιμάται



Δεν τον κοιτούσε. Κοιτούσε μπροστά. Δεν έβλεπε μπροστά της. Ξεροκατάπιε. Στο μισάνοιχτο στόμα το κάτω χείλος τρεμόπαιζε. Άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι και προχώρησε χωρίς να λυγίζει τα γόνατα προς το μπάνιο. Ανοίγοντας την πόρτα, διέταξε:

- Γρήγορα. Την εισαγωγή! Τα θρωπάκια!

Ήρεμος, με σιγουριά, σήκωσε το βιβλίο απ΄το τραπέζι, βρήκε τη σελίδα κι άρχισε να διαβάζει όταν ακούστηκε η αγκράφα της ζώνης να χτυπά στα πλακάκια:


Εφόσον η ζωή δεν είναι παρά μια κίνηση των μελών του σώματος, με απαρχή της κάποιο κύριο εσωτερικό μέλος, γιατί δεν θα μπορούσαμε άραγε να πούμε ότι όλα τα αυτόματα (μηχανές που κινούνται από μόνες τους, με ελατήρια και τροχούς, όπως ένα ρολόι) διαθέτουν τεχνητή ζωή; Διότι τι άλλο είναι η καρδιά αν όχι ελατήριο, τα νεύρα ισάριθμες χορδές και οι κλειδώσεις ισάριθμοι τροχοί, που μεταδίδουν κίνηση σε όλο το σώμα σύμφωνα ακριβώς με το σκοπό του κατασκευαστή; Η τέχνη προχωρεί ακόμα παραπέρα, μιμούμενη εκείνο το έλλογο και ανυπέρβλητο έργο της φύσης, τον άνθρωπο.

- Η τέχνη προχωρεί ακόμα παραπέρα. Ναι, ναι. Ήταν η φωνή της απ' το μπάνιο, βγαλμένη μέσα από τα δόντια, σαν να προσπαθούσε ν' ανοίξει σφιχτοκλεισμένο βάζο με σάλτσα ντομάτα ή με οποιοδήποτε άλλο περιεχόμενο, πάντως πολύ σφιχτά κλεισμένο. 

- Πράγματι,... διάβαζε λοιπόν!

Πράγματι, με την τέχνη δημιουργήθηκε αυτός ο μέγας Λεβιάθαν, ο αποκαλούμενος πολιτική κοινότητα ή κράτος, στα λατινικά civitas, που άλλο δεν είναι παρά τεχνητός άνθρωπος. Είναι, βεβαίως, αυτός μεγαλύτερος και ισχυρότερος από τον φυσικό άνθρωπο, στην προστασία και υπεράσπιση του οποίου αποσκοπεί. Η κυριαρχία αποτελεί την τεχνητή ψυχή αυτού του τεχνητού ανθρώπου, εμφυσώντας ζωή και κίνηση σ' ολόκληρο το σώμα. Οι δημόσιοι λειτουργοί και οι υπόλοιποι δικαστικοί και εκτελεστικοί αξιωματούχοι είναι οι τεχνητές κλειδώσεις του. Η ανταμοιβή και η τιμωρία, προσδένοντας κάθε άρθρωση και μέλος στην έδρα της κυριαρχίας και παρωθώντας στην εκτέλεση του καθήκοντος, αποτελούν τα νεύρα του, τα οποία επιτελούν την ίδια λειτουργία στο φυσικό σώμα. Τα αγαθά και τα πλούτη όλων των ξεχωριστών μερών του αποτελούν την ισχύ του. Στη salus populi, την ασφάλεια του λαού, έγκειται το έργο του. Οι σύμβουλοι, που τον πληροφορούν για όλα όσα πρέπει να γνωρίζει, συνθέτουν τη μνήμη του. Η ευθυδικία και οι νόμοι συγκροτούν τον τεχνητό Λόγο και τη Βούλησή του. Η ομόνοια είναι η υγεία του, η ανταρσία η ασθένειά του και ο εμφύλιος πόλεμος ο θάνατός του. Τέλος, 

- Τέλος, τέλος, τέλος, μουρμούρισε πίσω απ' την ανοιχτή πόρτα.
- Τι μουρμουρίζεις τώρα;
- Τίποτα δεν σουρμουρίζω. Τέλος αυτό. Τώρα: πυκνότητα. Πυκνότητα και μετά βάρος. Τώρα!
Αυτή τη φορά το τελετουργικό επισπευδόταν. Πάντα υπήρχε τελετουργικό, που βελτιωνόταν με τον καιρό, γινόταν πιο αποδοτικό, η δυσκοιλιότητα αντιμετωπιζόταν, όμως η επιτυχία δεν ήταν ποτέ σίγουρη.Η ανάγνωση των αποσπασμάτων από τον Λεβιάθαν του Χομπς είχε πολύ καλά αποτελέσματα. Η αλλαγή στο τελετουργικό αποφασίστηκε μετά από ένα στεγνό διάστημα. Βάσανο. Τώρα η δουλειά του δυσκόλεψε, αλλά μετρούσε το αποτέλεσμα. Η εναλλαγή τραγουδιών της Ντιαμάντα Γκαλάς ήταν πιο ξεκούραστη αλλά πολύ λιγότερο αποτελεσματική. Είχε οδηγήσει σε μια περίοδο κόπωσης. Με τον Λεβιάθαν τα πράγματα έμοιαζαν πρωτόγνωρα βολικά. Και τώρα φαινόταν να φορτσάρει. 

Αυτή τη φορά το τελετουργικό επισπευδόταν. Το είχε καταλάβει απ' την αρχή, απ' το περπάτημά της, ότι κάτι άλλαζε. Συνήθως ήταν διστακτική όταν το αποφάσιζε. Αυτή τη φορά ήταν λες και υπάκουε σε μιαν ανταρσία των σπλάχνων. Προσπέρασε πολλούς σελιδοδείκτες για να φτάσει στο Βασίλειο του Σκότους. Πλησίαζε η ώρα της απελευθέρωσης. Ο έξω σφιγκτήρας μυς πρέπει να ήταν ήδη χαλαρός. Ο αυτόνομος έσω σφιγκτήρας κόντευε να παραδοθεί. Ο σελιδοδείκτης ήταν στις τελευταίες σελίδες.

Εάν θέλαμε να γνωρίσουμε για ποιο λόγο το ίδιο σώμα, χωρίς να προστεθεί τίποτε σ' αυτό, φαίνεται μεγαλύτερο τη μία φορά και μικρότερο την άλλη, αυτοί απαντούν ότι, όταν φαίνεται μικρότερο, είναι συμπυκνωμένο, κι όταν φαίνεται μεγαλύτερο, είναι αραιωμένο. Τι σημαίνουν οι λέξεις συμπυκνωμένο και αραιωμένο;

Άκουσε ένα πνιγμένο βογγητό. Διέκοψε για να γυρίσει στην προηγούμενη παράγραφο:


Εάν επιθυμείς να γνωρίσεις για ποιο λόγο κάποια είδη σωμάτων πέφτουν φυσιολογικά προς τη γη, ενώ άλλα φυσιολογικά ανέρχονται, οι Σχολαστικοί, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, θα σου πουν ότι τα σώματα τα οποία πέφτουν είναι βαρειά, και ότι το βάρος αυτό είναι η αιτία που τα αναγκάζει να κατέρχονται. Εάν όμως ρωτήσεις τι εννοούν με το βάρος,










Πλαφ! Άκουσε το πλαφ. Σιωπή. Το βάρος νίκησε. Δεν πρόλαβε να διαβάσει ότι "το κέντρο της γης είναι ο χώρος της ηρεμίας και της συντήρησης των βαρέων πραγμάτων". Η ηρεμία ήταν το ζητούμενο. Για να επιτευχθεί ηρεμία έπρεπε το ορθό ν' αδειάσει. Όμως το πλαφ ήτανε μεν συμπυκνωμένο αλλά ήταν και ελαφρύ. Μισοκοιμισμένο. Θα έπρεπε ν' ακολουθήσει το δεύτερο, το ισχυρό. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν βασανιστικά. Υπήρχε ένας σεβαστός όγκος, ήταν σίγουρος, που ισορροπούσε στο μεταίχμιο. Αν γυρνούσε πίσω όλα θα χάνονταν. Κι ίσως ακολουθούσε μια νέα στεγνή περίοδος. Σε λίγο η αναπνοή της επανήλθε και κυρίεψε τη σιγή. Ήταν βαριά, δύσκολη, με διακοπές, πνιγμένη στον ιδρώτα. Εκείνος είχε ένα κρυφό χαρτί. Αυτό δεν το είχαν συμφωνήσει. Είχαν διαλέξει μαζί τ' αποσπάσματα του Λεβιάθαν. Αλλά όχι αυτό. Ήταν το πλαν-Φομπς. Συγκεντρωμένες κάμποσες από τις αμέτρητες αναφορές του Χομπς στον φόβο. Άρχισε να διαβάζει:

Η εντύπωση που προκαλούν όσα πράγματα επιθυμούμε ή φοβόμαστε είναι ισχυρή και μόνιμη ή, εάν παύσει για λίγο, γρήγορα επανέρχεται. Μερικές φορές είναι τόσο ισχυρή ώστε παρεμποδίζει και διακόπτει τον ύπνο μας. /.../ Η αποστροφή, σε συνδυασμό με την αναμονή μιας βλάβης που θα προκληθεί από το αντικείμενό της, αποκαλείται φόβος.

- Μα, τι; ακούστηκε με την ίδια αγωνία. 
- Τίποτα. Συνεχίζουμε. Φομπς, της απάντησε. Συνέχισε διαβάζοντας όλο και πιο γρήγορα, όλα και πιο αγχωμένα, όλο και πιο αγχωτικά:

Ο φόβος χωρίς την επίγνωση της αιτίας ή του αντικειμένου του, αποκαλείται πανικός, από το όνομα του Πανός που, κατά τους μύθους, τον προκαλούσε. /.../ όπως δεν είναι δυνατόν να υφίσταται ζωή χωρίς αισθήσεις, έτσι δεν είναι δυνατόν και να υφίσταται χωρίς επιθυμίες ή φόβους. /.../ ο ένας ονομάζει φρόνηση ό,τι ο άλλος αποκαλεί φόβο /.../ Εάν η σωφροσύνη συνδυασθεί με τη χρήση άδικων ή ανέντιμων μέσων, όπως εκείνα στα οποία καταφεύγουν οι άνθρωποι από το φόβο ή την ανάγκη, προκύπτει η διεστραμμένη φρόνηση που αποκαλείται πανουργία και είναι ένδειξη μικροψυχίας. /.../ Η αποθάρρυνση υποδουλώνει τον άνθρωπο σε αναίτιους φόβους, κι αυτό είναι μια μορφή τρέλας η οποία αποκαλείται μελαγχολία. /.../ Η μεγάλη επιτυχία αποτελεί ισχύ, επειδή δημιουργεί φήμη φρόνησης ή καλής τύχης, πράγμα που κάνει τους ανθρώπους είτε να φοβούνται, είτε να βασίζονται σε κάποιον. /.../ Η εκδήλωση αγάπης ή φόβου προς κάποιον σημαίνει απόδοση τιμής, διότι και η αγάπη και ο φόβος αποτελούν αναγνώριση αξίας. Η περιφρόνηση, ή η αγάπη και ο φόβος σε βαθμό μικρότερο από τον αναμενόμενο, αποτελούν καταφρόνηση, διότι υποβιβάζουν τον άλλο. /.../ Η επιθυμία για άνεση και σαρκική απόλαυση προδιαθέτει τους ανθρώπους στην υπακοή σε μια κοινή εξουσία. [...] Στην ίδια υπακοή και για τον ίδιο λόγο προδιαθέτει και ο φόβος του θανάτου ή του τραυματισμού. /.../ Ο φόβος της καταπίεσης προδιαθέτει τον άνθρωπο είτε να την προλαβαίνει ασκώντας τη για λογαριασμό του είτε να επιζητεί τη βοήθεια της κοινωνίας. /.../ Όσοι διερευνούν λίγο ή και καθόλου τις φυσικές αιτίες των πραγμάτων, εξαιτίας ενός φόβου που απορρέει από την άγνοια του τι μπορεί να τους βλάψει ή να τους ωφελήσει πολύ, τείνουν να υποθέτουν και να επινοούν διάφορα είδη αόρατων δυνάμεων. Και φοβούνται, έπειτα, τις ίδιες τις φαντασίες τους /.../ Η καρδιά εκείνου που βλέπει πολύ μακριά μεριμνώντας για το μέλλον κάθε μέρα κατατρώγεται από το φόβο του θανάτου, της φτώχειας ή όποιας καταστροφής και δεν υπάρχει γι' αυτόν ανάπαυση ούτε ανάπαυλα στην αγωνία του παρά μόνο τις στιγμές που αποκοιμιέται. /.../ ο διηνεκής φόβος, που συνοδεύει πάντα την ανθρώπινη άγνοια των αιτίων, όπως ο φόβος που μας συνοδεύει στο σκοτάδι, πρέπει να έχει κάτι ως αντικείμενο. /.../ Τα πάθη που ωθούν τους ανθρώπους προς την ειρήνη είναι ο φόβος του θανάτου, η επιθυμία των πραγμάτων που απαιτούνται για μια άνετη διαβίωση και η ελπίδα ότι αυτά θ' αποκτηθούν με την εργατικότητα. /.../ οι προφορικές δεσμεύσεις είναι πολύ αδύναμες για να αναχαιτίσουν την ανθρώπινη φιλοδοξία, την πλεονεξία, το θυμό και άλλα πάθη, αν δεν υπάρχει και το φόβητρο μιας εξαναγκαστικής εξουσίας /.../ όσες πράξεις μπορώ νομίμως να κάνω χωρίς υποχρέωση, άλλες τόσες μπορώ νομίμως να κάνω συμβαλλόμενος από φόβο. /.../ το μόνο που μπορούν να κάνουν δύο άνθρωποι, οι οποίοι δεν υπόκεινται σε κάποια πολιτική εξουσία, είναι να ορκισθούν αμοιβαία στο Θεό που φοβούνται. /.../ Ο φόβος συμβιβάζεται με την ελευθερία. Όταν κάποιος ρίχνει τα πράγματά του στη θάλασσα επειδή φοβάται ότι το πλοίο θα ναυαγήσει, το κάνει εκουσίως και μπορεί, αν θέλει, να αρνηθεί να το κάνει. /.../ Από όλα τα πάθη, εκείνο που προδιαθέτει λιγότερο τους ανθρώπους στο να παραβαίνουν τους νόμους είναι ο φόβος. /.../ αποτελεί μέρος της έλλογης λατρείας το να μιλούμε με ευσέβεια για τον Θεό, καθώς τούτο δείχνει φόβο απέναντί του και ο φόβος ισοδυναμεί με ομολογία της ισχύος του. /.../ Σκανδαλώδης λατρεία όμως είναι μόνο η φαινομενική λατρεία [...] και προέρχεται μόνο από τον φόβο του θανάτου ή άλλης οδυνηρής ποινής.

Πλάφφφφφφ. Ακούστηκε επιτέλους το πλαφ. Και ήταν θριαμβευτικό. Θα πρέπει να σήκωσε κύμα μέσα στη λεκάνη, απ' αυτά που ανταποδίδουν καταβρέχοντας. Κόντευε να εξαντληθεί όπως τ' αποσπάσματα Φομπς. Είχε μουδιάσει η μασέλα του κι έτρεμε. Σταμάτησε το διάβασμα. Η λύση Φομπς ήταν καταλύτης. Ο φόβος της δυσκοιλιότητας, ο ίδιος ο φόβος της προκαλεί τη δυσκοιλιότητα, συμπέρανε. Ο φόβος του θανάτου μεταμφιεσμένος, δηλαδή. Οι νεκροί δεν χέζουν. 

Σε λίγο την άκουσε να μπαίνει στο ντους, σιγοτραγουδώντας. Τελευταία, όταν το φχαριστιόταν, παρωδούσε το γνωστό εμβατήριο σιγοτραγουδώντας "ο Λεβιάθαν ποτέ δεν κοιμάται...". Ήταν ώρα να ξεκουραστεί κι εκείνος. Το τραγούδι της ήτανε το τελικό σύνθημα. Στο σάουντκλάουντ περίμενε το αγαπημένο της αυτόν το καιρό, ο Άυπνος Λεβιάθαν ενός βαρετού μπλογκοτέχνη. Πώς τον βαριόταν... Το έβαλε στο τέρμα και βγήκε στην αυλή για ένα τσιγαράκι. 










Ύπνο δεν έχει ο Λεβιάθαν.
Όλοι το ξέρουν όσοι πάθαν.
Κι όσοι δεν πάθαν κάτι ξέρουν.
Απ' τα θρωπάκια του υποφέρουν.

Ύπνο δεν έχει. Ούτε αιτία
να κοιμηθεί. Στα εφετεία,
με υπνωτισμένες τις αρθρώσεις,
προσθέτει κράτους επιστρώσεις.

Ύπνο δεν έχει ούτε σχόλη
σε τούτη και σε κάθε πόλη.
Δικά του είναι τα κύτταρά τους·
με την ψυχή τους, τον παρά τους.











άντε

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016


Η ραπτομηχανή




Κάνε δουλειά στη μηχανή, της έλεγε, ν' ακούει τη μηχανή, να βρίσκει τον ρυθμό στους στίχους. Εκείνη δούλευε στη μηχανή αδιάκοπα, κι ας τηνε σούβλιζε η μασχάλη. Δεν περίμενε να πεθάνει πρώτος. Ούτε κι εκείνος το περίμενε. Η δική του αρρώστια, του προστάτου, είχε καλή πρόγνωση. Κι άρχισε να λιώνει σαν το κεράκι. Εκείνη στη δεύτερη μαστεκτομή δεν μπήκε στη διαδικασία να βάλει σιλικόνη στη θέση του κομμένου βυζιού. Αυτά τελειώσανε, του είχε πει

Δεν έκαναν έρωτα πια. Είχε πάρει την κάτω βόλτα, δεν μπορούσε, δεν άντεχε. Λίγο λίγο όμως άρχισε πάλι να την αγγίζει, να τη χαϊδεύει. Προς το τέλος της χάιδευε την ουλή. Εκείνη στην αρχή το ανεχόταν, τον λυπόταν. Έπειτα το είχε ανάγκη. Να της χαϊδεύει την ουλή, να τη φιλά στην ουλή. Δεν έγραφε πια ποιήματα. Μονάχα, στο άκουσμα της ραπτομηχανής, σκάρωνε κανένα δίστιχο σαν κι αυτό:

έζησα σαν υπόστεγο μη βρέξει και κρυώσεις
κι ας έπαψαν από καιρόν οι όπισθεν οι ώσεις



Και διάβαζε. Όταν μπορούσε διάβαζε. Μα εκείνην δεν την άφηνε. Να μην διαβάζεις, της έλεγε. Τα βιβλία τη βαραίνουν τη ζωή, η δική μου βάρυνε πολύ, ό,τι κι αν πω πρέπει να το ταιριάξω στα διαβάσματα, να το χωρέσω, να το εξηγήσω, να ταυτιστώ. Μα ετούτη η ταύτιση είναι αέρας, τίποτα. Μόνο μια ταύτιση υπάρχει, Λιλή. Όταν ακουμπάνε τα σώματα, όταν αδειάζει το κεφάλι από τις λέξεις, όχι όπως τώρα που σου μιλώ κι αυτές γινήκαν αλυσίδα στον σβέρκο.

Τον βρήκε πεθαμένο ένα πρωί, όταν ξύπνησε. Δεν θέλω να πεθάνω ξαφνικά, θέλω να τον καλωσορίσω τον θάνατο, της έλεγε. Τον υποδέχτηκες, τον καλωσόρισες, έρωτά μου, του ψιθύρισε. Κατέβασε το σώβρακό του και φίλησε τα κρύα αρχίδια του βρεγμένα με τα δάκρυά της




[φωτό: David Chim Seymour, Naples, 1957]



Τη μηχανή δεν την παράτησε. Είχε γεράσει μα ήτανε καλή στις επιδιορθώσεις. Ίσως κι εκείνος να την άκουγε και να ξανάφτιαχνε ποιήματα. Θα της τα διάβαζε όταν ξανάσμιγαν. Κάνε δουλειά στη μηχανή, άκουγε τη φωνή του, όσο πατούσε το πεντάλι. 








Πρωί, πολύ πρωί, εσηκώθη
και με τη ραπτομηχανή
στρίφωμα πόχτησαν οι πόθοι
ζωγραφισμένοι στο πανί.

Ο πόνος σάμπως να εγλυκάθη,
στριφώνει η ραπτομηχανή,
ήταν η ορφάνια, τόχε μάθει,
τρόπος να μένει ζωντανή.

Γραία, μην έχεις άλλην έννοια,
κάνε δουλειά στη μηχανή,
άπλωσε απάνω τα σουτιένια
στη μοναξιά την αχανή.

Εκείνος, πια, δεν θα φανεί.




Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016


ο κροκόδειλος



δεν
τα μισώ τα μισο
τελειωμένα ποιήματα που
ναρκωθήκανε στην ερημιά
από την αγορά μακριά
των δύσθυμων μαθιών
της αγχοσύνης

που στα χαρτιά στεγνώσανε
τριφτήκανε στις κρύφτες
με στροφορμήν εμμένουσα
ξεφτίσανε πονέσανε




M. Rothko



 
ο παγερός κροκόδειλος
μίαν ημέρα ιστορική θα λεν
έπλευσεν ίσαμε του φόνου τη στροφή
κιόντεψε με τα δάκρυα ληθινά
να συχωρήσει ό,τι

πίσω από τον βράχο
κατούραγε η αυτιστική κυρία
που παίνεψεν ο βόχλος
καθώς εκείνη χήρευε
από τον στρατηλάτη

το ποίμνιό της
πληγωμένο σύχαζε

εμπόλεμη και λάγνα
χάρισε την καρδιά
στης ευκαιρίας τον ιππότη
που κόμπαζε αλλά πορούσε
για το μοδάτο τελετουργικό
το μυρωδάτο δα το βράδυ
 
 σύρθηκε
μέχρι τη στροφή
ο γενναιόσημος κροκόδειλος

στάθηκε στα δυο πόδια
χάδεψε τη λευκή γενειάδα
και πρότεινε γυναίκεια
τα μαστάρια

ακούστε το
από την τυφλότη μου
κανείς δεν λάτρεψε το φως

αθρώποι μοναχοί
αιμόφυρτα θρωπάκια
τι τυραννιέστε και παιδεύεστε
και υγεία δέεστε την υγείαν όλο
αφού το πέρας θα βροχθίσει
την μπουκία

μικρά θρωπάκια θεόρατα
μυρμήγκια φορτωμένα
σπόρους ανοίκειας
συνενοχής

κανένας
από την τυφλότη μου
δεν έμαθε να γλέπει
ποτίζατε το μείγμα των υγρών σας
στον προπατορικό περίβολο
μισούσατε τους στίχους
που ευτυχούσαν στους αιθέρες
εσείς σπουδαία και τρανά θρωπάκια
εσείς που ακούσατε
τον σπαραγμό μου
απόψε

όσα λουλού
δια είχανε πλαγιάσει
ορθώθηκαν να κούσουνε
τη γοερή τη γαλακτώδη
την αγρύπνια του

η ακρυλικώς
ευφρόσυνη κυρία
στην αντηλιά του βράχου
στέγνωνε

βαρύς
ο βόχλος χώθηκε
στων λουλουδιών τον βήχα

την άλληνε τη νύχτα
σε οθόνες ακουμπίστριες
με τρόμο οικόσιτο θριζί
φορζί και ουστ
με σπιουνιές αυτών των ίδιων
για τους έρμους εμ
αυτούς τους

σβήστε τα φώτα
ούρλιαξεν ο υπασπιστής

έπεσε μούγκα
ψέλισσα
δεν τα μισώ
τα μισοτελειωμένα
ποιήματα
ακούστηκε ως
την ξακουσμένη γαλαρία
που αρτύθηκε τον πόνο μου
από κρέας


pictosh



  έπειτα
πήρανε τα μάθια

τα πόδια μου λυθήκαν
βρέθηκα νάσκελα
κάτω από τα πυκνά
τα βήματά τους
άντε όλο
πνεύμα ντιλογίας
μουρμούρισαν δυο τρεις

οι άλλες είπανε
αφήστε τον μαλάκα
να τα ντιλογάει

το μαραμέ
το κοκο
ράκι

είπανε