Τρίτη 19 Ιουλίου 2016


μες στης σκλαβιάς τα κάλλη





έζησα σαν και όλα τάλλα τα θρωπάκια
στις κεκαυμένες τις ερήμους και στις κόχες
τις αδιαπέραστες από παλιό σεντέφι
που με γκολπώνανε σαν ήμαν ένας άλλος
με αναπνευστήρα για τις ώρες που κανένας
δυάρα δεν έδινε κανένας για τα μένα

έζησα λέφτερος από τη λεφτερία
και σκλάβος έζησα μες στης σκλαβιάς τα κάλλη
έστησα διάφορα χορό στην ευφορία
να τηνε βγάλω σαν αργούσα στην ευθύνη
και με συντρόφεψαν οι σκέψεις του ιδρώτος
καλή παρέα όσο και νάναι είναι μου ήταν

παρουσιαστηκάρμ σε χώρους και χορούς και
ξεπικοινώνησα σα να μανε κωθώνι
και συφιλιώθηκα με τύπους ψοφασίστες
τρομοκρατήθηκα εν τοιαύτη περιπτώσει
ήμουν μικρός μικρός παρέμεινα στα χρόνια
που κατανάλωναν στιγμή στιγμήν εμέναν
τώρα ποιος ξέρει τι στο διάβολο σκαρώνει
η απαγοήτεψη της μυγδαλιάς ποιος ξέρει
τι θα ζυμώσει στον υπόλοιπο τον βίο
στη λεκανίτσα της η συρφετώδης μοίρα
που αναταράζεται σε κρότους παρονθόντος
και μου αραδιάζει το λοιπόν το τάχα μέλλον

κανείς δεν ξέρει μοναχά τούτο το ποίμα
σαν όλα τάλλα με ρωτά και με ανακρίνει
δεν το βαρέθηκες το ίδιο το βιολάκι
να δειάζεις στίχους δεκατρύλλαβους στα δίχτυα
και να ψαρεύεις το μηδέν στον βάλτο μέσα
δεν το βαρέθηκες βλακέντιε τόσα χρόνια;

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016


βραχνό τραγούδι του θανάτου
[Ναπ. Λαπαθιώτη: στο κέντρο το νυχτερινό]



Με τι παρηγοριέται ο άθρωπος; Με τη μουσική, το πιοτό και τον έρωτα. Με το πιοτό, τον έρωτα και τη μουσική. Η σειρά αλλάζει από την πρώτη στη δεύτερη στροφή του ποιήματος του Λαπαθιώτη αλλά το ίδιο κάνει. Το διάβαζε ξανά και ξανά. Κι ένιωσε σιγά σιγά, βόηθησε στην αρχή ο ρυθμός, να γαντζωθεί η μελωδία, την άκουσε τη μουσική. Εκείνη την ώρα, ήταν 8 Ιουλίου του 1932, ο Λαπαθιώτης έγραφε στο κέντρο το νυχτερινό ένα τραγούδι. Για να γλιτώσει από τον θάνατο τη νύχτα εκείνη, να μην ακούσει το βραχνό τραγούδι τού θανάτου. 





Άκουγε πάλι μέσα του το τραγούδι και, παράξενο, όσο το άκουγε, διάβαζε διαρκώς το Τρίλθε του César Vallejo· τη δεύτερη ποιητική συλλογή του, που πουλιόταν το 1922 για tres soles, τρεις σόλες, περουβιανές δραχμές σα να λέμε. Ο αριθμός 3 ξεφύτρωνε διαρκώς στο Τρίλθε. Ακόμα κι όταν υπολειπόταν και παρίστανε το 2, ή παραφούσκωνε για να μοιάζει με 4. Άκουγε μέσα του το τραγούδι του Λαπαθιώτη και διάβαζε ξανά το Τρίλθε. Εβδομήντα επτά στροφές. Το 7, διάβαζε τον μεταφραστή Ρήγα Καππάτο στην εισαγωγή των Ποιητικών Απάντων του Vallejo, είναι, πυθαγοριακώς, 4+3. Γη, το 4, ουρανός, το 3. Το κενό στην καρδιά του Λαπαθιώτη ήταν μεγάλο σαν τον ουρανό. Ο Vallejo έγραψε για το Τρίλθε: "Το βιβλίο γεννήθηκε από το πιο μεγάλο κενό". Ένα κενό μεγάλο σαν το 3, σαν τον ουρανό, που εμφανιζόταν διαρκώς στο Τρίλθε, κάποτε βουτηγμένο σε 999 θερμίδες, δηλαδή 3Χ333 ή καημένο σε 99, δηλαδή 3Χ33, βρασμούς, στις 3 αργές διαστάσεις (χτες, σήμερα, αύριο), και συνέχεια. Και "τριαντατρία τρισεκατομμύρια τριακόσιες τριαντατρείς θερμίδες". 

"Ο Ιούλιος", διάβαζε στο Τρίλθε του Vallejo, "είχε εννέα τότε. Ο έρωτας μέτρησε σε ήχο μονό. Κι η γλύκα περιέλουσε όλο το σάβανο, ίσαμε που περίσσεψε". Εννέα, ή 3Χ3. Ιουλίου 9. Του 1920, του 1921, ίσως. Ιουλίου 8 του 1932. Vallejo - Λαπαθιώτης. Όχι πως μοιάζανε. Μα συναντήθηκαν κάτω από την ηχώ του τραγουδιού του δεύτερου. Καθώς μέσα του ακούστηκε το τραγούδι του θανάτου το βραχνό. Από μέσα του να βγαίνει. Έτσι ένιωσε. 









Τώρα που παίζει το βιολί, κι έχουμε πιεί τόσο πολύ,
που μ’ έναν έρωτα τρελό, σα να ’μαστε δεμένοι,
σ’ ένα συντρόφεμα ζεστό, βάνε ξανά, να ζαλιστώ,
μες στ’ όνειρό σου να κλειστώ –το μόνο που μου μένει.

Γιατί αν λείψει το κρασί, και φύγεις, άξαφνα, και συ,
και βουβαθεί και το βιολί, με το γλυκό βραχνά του,
– μες στης καρδιάς μου το κενό, μεγάλο σαν τον ουρανό,
θ’ ακούσω πάλι, το βραχνό τραγούδι του θανάτου...