Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016


τα μισοτελειωμένα



Ο Αύγουστος πέθανε από γκρίνια. Σκατά. Επαναλάμβανε διαρκώς τη λέξη. Μπάνιο κάθε μέρα. Σκατά. Ζέστη. Σκατά. Κατανάλωση. Σκατά. Άνεμος. Σκατά. Δεν υπήρχε γιατί ούτε τι.
Σκατά. Εκείνη είχε ένα βυζί. Δεν θα άφηνε με τέτοιο ιστορικό την υπόνοια να θριαμβεύσει. Καλύτερα με ένα βυζί. Το αριστερό. Το άλλο ας ήταν ψεύτικο. Η αγωνία περιοριζόταν στον δρόμο για τις επόμενες εξετάσεις, κορυφωνόταν τη μέρα των απαντήσεων αλλά ως εκεί. Η υπόλοιπη ζωή θα κυλούσε.
Εκείνος παρακολουθούσε υπομονετικά τις επελάσεις του ανέμου. Δεν ήταν Αύγουστος αυτός. Θα γράψω, είπε, ολίγους στίχους ίνα ξεπροβοδίσω τον α-ναι-μελο μήνα, ίνα φεισμπουκωθώ κομάτι...


Αύγουστε,
μου βρωμάς.

Θα πάρω τη ντανάλια και,
σαν τον ατζαμή δοντογιατρό,
το πρώτο σου το ύψιλον,
από αυγουλάκι χαλασμένο,
θα σου το ξεριζώσω.

Να γράφεσαι
πιτέλους όπως είσαι.
Άγουστε.





=  =  =



Ερχόταν πίσω της απ' τη μεριά του αληθινού βυζιού, την θώπευε κάνοντας ποικίλες αναφορές στο σεξουαλικό τους παρονθόν, εκείνη άφηνε πρώτα στεναγμούς, δεν επιτρεπόταν να γκίξει τα βυζιά της, ούτε το αληθινό, ούτε τίποτα δεν επιτρεπόταν, δεν του το είχε απαγορεύσει ούτε την είχε ρωτήσει αλλά ήταν αυτονόητο, πόσα αυτονόητα τυραννάνε τις φτωχές μας τις ζωές, σαν μηχανές γουρουνογκαζετιές. Σκατά.
Ο ίδιος ήταν τυχερότερος, νόμισε. Ο ειδήμων εμφανίστηκε απολύτως ενθαρρυντικός, η μετεγχειρητική πρόγνωσις ήτο καλλίστη, γνωρίζω γιατρέ, του είχε πει, όμως δεν γνώριζε, ο γιατρός ανακουφίστηκε από την διαβεβαίωσή του, πώς να του το έλεγε.
Πλησίασε ξανά από πίσω της απ' τη μεριά του αληθινού βυζιού αλλά δεν γνώριζε ότι δεν θα εξέχεε εκείνη τη φορά και ποτέ πια, η εγχείρηση στον προστάτη είχε αυτή την στεγνή παρενέργεια, εντάξει, πάτησε τα εξήντα, το σεξ δεν ήταν πια κυρίαρχο στη ζωή, δηλαδή τώρα ήταν απολύτως κυρίαρχο. Την πρώτη φορά μετά την εγχείρισή του, που είχε έρθει από πίσω της από τη μεριά του αληθινού βυζιού, σοκαρίστηκε. Δεν είπε τίποτα, είπε μόνο κόπηκα, δεν πειράζει, είναι το άγχος. Αυτό επαναλήφθηκε λίγες φορές ώσπου τελικά έμαθε τι συμβαίνει. Σκατά. 
Δεν ήταν δυνατόν να παραχθεί άλλο σπέρμα από το δικό του σώμα, αυτή η μαγική στιγμή δεν θα επαναλαμβανόταν ποτέ πια, δεν θα ανακοίνωνε ποτέ πια σε κείνη το επικείμενο, το ρήμα χύνω δεν σχετιζόταν στο εξής με το σώμα του, δεν ήταν μπορετό να το προφέρει. Ήταν μια λέξη αλλοτινή. Δεν αναφερόταν σε κάτι. Σκατά. Σημείον ασήμαντον.
Έπρεπε να συμβιβαστεί με τη νέα πραυματικότητα, έλεγε. Θα ήταν όλα τώρα καθαρά. Στεγνά. Όλα αλλιώς. Καλύτερα καθόλου. Εκείνη δεν ήταν πια το νευρόσπαστό του, η αντικατάσταση του βυζιού είχε μεταθέσει το κέντρο βάρους της, δεν μπορούσε να την χειριστεί αποτελεσματικά. Όλα, όλα, όλα έμεναν ατέλειωτα. Σαν τα μισοτελειωμένα ποίματα που πέτρωσαν και βάραιναν τις τσέπες του. Άρχισε να γράφει. Σκατά. Τ' άφησε στη μέση...


μισώ τα μισο-
τελειωμένα ποιήματα
που ξαφανίστηκαν
μήνα και τα τελειώσω
μήνα η σπίθα
μιας τελείας τελευταίας
τα καψάλιζε

αυτά που κείτονται
στην ερημιά τους
από την αγορά μακριά
των φευγαλέων εικόνων

όπου χαρτάκια πέτρωσαν
στις κρύφτες και τριφτήκαν
με ιιιιλιγγιώδη στροφορμή
που ξέφτισαν
και πού







5 σχόλια: