Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016


οι κάμπιες



Οι κάμπιες στην ευθεία.
Δεν έχουν για προορισμόν ιδέα.
Οι ύπεροι σαλέψανε στη γύμνια:
αιώνια ορκίζονται τη στύση.
Οι κάμπιες πολλαπλασιάζονται
ανύποπτες για την πολλότητα
των πολυτύπων τους.


Ο κηπουρός στέφθηκε λάσπες
ξύνοντας την κεφαλή,
παρατηρώντας μια στης μοναξιάς
τα όρια κουκούτσα.
Είμαι, διακήρυξε,
ο εν κήπω χορηγός ζωής
ορατών τε πάντων
και αοράτων.

Έστριψε τη γαλότσα στη σειρά τη δυτική
ρηγμάζοντας το σιωπηρό κονβόι.
Οι κάμπιες έχασκαν πηγμένη λύπη.
Άδραξε το πριόνι. Ήταν καιρός
να επιβάλει σιωπητήριο.
Ξάφνου προτίμησε
να εκτρέψει τις ροές των υπερήχων,
να σιγοντάρει την ηλιακή μουρμούρα.

Αχτένιστος και φουσκωμένος
με χοχλιούς, ψιθύρισε:
Έμαθα να διαβάζω γράμματα
ανάμεσο σε θάμνους.
Έπεφτε το βιβλίο στα ρυάκια.
Έβαζα φύλλα νάμεσα στα φύλλα,
τη χλωροφύλλη να ρουφάνε,
να στεγνώνουν.
Δεν το θελα να είμαι θεός τους.
Δεν το βαστούσα. Μα υποτάχτηκα
στην άλογη, την αιχμηρή τους πίστη.
Ποιος θα ποτίσει, θα σκαλίσει τα φυτά,
να χουν να πίνουνε χυμούς,
καρπούς να τρώνε.
Πάντοτε γω. Με καταδίκασαν
να τη ραντίζω στίχους τη μελίγκρα,
λάκκους να νοίγω, λέξεις να φυτεύω,
να ξεχορτίζω τους ιάμβους στη σπουδή μου,
να ναρωτιέμαι πώς ευρέθηκα επαέ.
Με καταδίκασαν οι εμμονές μου,
οι θεϊκές πριβέικες κοτρώνες,
οι στοιχισμένες πεποιθήσεις συγγραφέων
στης έμπνευσης της ύπουλης το καλυβάκι.

Όλη την ώρα δίπλα μου είχα τον πατέρα.
Με ορμήνευε να τη γυρνώ σωστά την τσάπα.
Μα τώρα, που ίδρωσα πολύ,
δεν είναι δίπλα.
Τώρα είμαι εγώ
ο πατέρας μου.
Φορώ τα ρούχα του.
Ίδιος, με τα ψαρά τα γένια,
με τη χαμένη στον ορίζοντα ματιά. 








Κανείς δεν άκουγε τον ψίθυρο στον κήπο.
Μύρισε χώμα, έγειρε. Πλάγιασε
για το σώμα να ποστάσει.
Έγειρε κι ονειρεύτηκε το χώμα.
Σκέπαζε υγρό αφράτο μυρωδάτο.
Μαλάκωνε τις χαρακιές στο πρόσωπό του.


Όταν θα ξύπνησε ο κήπος είχε αλλάξει.
Δεν ήξερε αν στα χρόνια εκείνα είχε υπάρξει.
Δεν είχε χώρα. Μοναχά δοσοληψίες
σε τύμβο λουξ με παγωμένες φωταψίες.

Στο ίδιο κονβόι κάμπιες στην παλιά ευθεία.
Σπασμένη σκούριαζε η τσάπα του η θεία.
Στα δέντρα κρύσταλλα κρεμότανε το μίσος.
Τη σιγουριά τηνε μαστίγωνε το ίσως.











Οι κάμπιες
δημοσιεύθηκαν στο 15ο τεύχος του ΤΕΦΛόΝτος
του οποίου τις προάλλες κυκλοφόρησε και το 16ο με το καλό

Ο Ιχνεύμων τις επισκέφτηκε τώρα δα





Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016


Ο περιέκτης



Δεν ξέρω πως βρέθηκα εκεί. Κατάμονος στην παγωνιά της χαράδρας. Χιόνιζε. Δεν θυμάμαι αν είχα προορισμό. Αν, όπως με παγίδευαν η νύχτα κι ο καιρός, έψαχνα πώς θα βρω τον δρόμο να γυρίσω. Κάποτε απόκαμα. Έκοβε ο άνεμος πίσω από ένα δέντρο και στάθηκα εκεί. Λύγισα. Γονάτισα. Για ώρα εκεί. Ώσπου κατάλαβα, το πώς δεν το κατάλαβα, πως βρέθηκα τ' ανάσκελα. Ο θόλος ήτανε θολός. 
Κοιτούσα τον θόλο δίχως να σκέφτομαι. Ένιωσα να μικραίνω διαρκώς. Ώσπου έγινα μικροσκοπικός. Όσο κρατούσε η σμίκρυνση έβγαιναν από μέσα μου κάτι πραγματάκια. Δεν καταλάβαινα τι, στην αρχή. Μετά, τα είδα τα θρωπάκια. Τρέχαν τριγύρω με ταχύτητα. Τα μπέρδευα με τις νιφάδες του χιονιού. Λες κι οι νιφάδες πέφτοντας δεν έστεκαν στη γη μα στροβιλίζονταν σ' εναν κατεψυγμένο πανικό. Άτακτα, δίχως λόγο. Ξαλάφρωνα έτσι. Όλα τα θρωπάκια που είχαν μέσα μου χωθεί, που ζούσαν από τη ζωή μου, που είχαν γραπώσει κάθε μου στιγμή, που μεροφάι τα έτρεφα, είχαν λακίσει. Είχα μικρύνει, ήμουνα ελαφρύς, δίχως το βάρος τους. Καταλαβαίνεις; Αποκοιμήθηκα πρώτη φορά με ανακούφιση.
Κάποτε πήρε να χαράζει. Άρχισα να ξυπνώ. Αναρρωτιέμαι πώς δεν κρύωνα. Όλα ήτανε κάτασπρα τριγύρω. Όμως απάνω μου είχανε σκαρφαλώσει αμέτρητες γκριζοπράσινες κάμπιες. Τις κοιτούσα έκπληκτος όπως σέρνονταν. Δεν άργησα να καταλάβω ότι περνούσανε κάτω απ' το πανωφόρι, κάτω απ' το παντελόνι, μέσα στις μπότες. Ξεκούμπωσα στα γρήγορα τα ρούχα. Βυθίζονταν στο σώμα μου. Γύριζαν το κεφάλι, με κοιτούσαν με μάτια επικριτικά κι έπειτα χώνονταν με το κεφάλι μέσα στο σώμα μου. Τα θρωπάκια ξαναγύριζαν. Δεν είχα τίποτα γλιτώσει. Το σώμα είχε ξαναβαρύνει. Αδύνατο να σηκωθώ. Δεν ήμουν πια μικροσκοπικός. Τα σωθικά μου καίγονταν.
Γύρισα στα πλάγια και την αντίκρισα, ήτανε δίπλα μου, ξαπλωμένη εκεί, με γυρισμένη την πλάτη. Μα ήτανε τόση δα. Σαν κούκλα. Άπλωσα το χέρι να χαϊδέψω τα μαλλιά της. Δεν κουνήθηκε. Ήτανε παγωμένη. Την γύρισα κι είδα να μου χαμογελά. Αλήθεια. Λάθος δεν έκανα, όπως άλλοτε. Ήταν εκείνη. Τότε θυμήθηκα εκείνο το αστείο που σου έλεγα ότι της έκανα. Για τους περιέκτες του Λιούις Μάμφορντ, που έλεγε πως περιέκτες είναι οι γυναίκες. Που της έλεγα πως θέλω μια μέρα να τη δοκιμάσω, πως σίγουρα θα έχει κρέας νοστιμότατο, πως έτσι θα γινόμουνα κι εγώ περιέκτης μια φορά, δικός της περιέκτης. Ήτανε παγωμένη. Έσπασα τα κουμπιά στο πανωφόρι, σήκωσα τα ρούχα της. Έκοψα τις θηλές της με ξυράφι, τις έβαλα στο στόμα και τις δυο κι άρχισα να τις μασουλώ. Δεν έχω κρέας γευτεί πιο νόστιμο. Χαμογελούσε ακόμα. Θα της άρεσε, αν ένιωθε. Θα θυμόταν που της τραγουδούσα:  

περιέκτης θέλω να γινώ για να σε περιέχω
εσένα μόνον αγαπώ, εσένα ταίρι έχω






Σχεδόν με τρόμο με κοιτάς. Μα είναι αλήθεια. Ξαλάφρωσα απ' όλα τα θρωπάκια. Λες και το είναι της διέλυσε όλες τις κάμπιες μέσα μου. Όλα τα θρωπάκια, όλα τα ονόματα, όλες τις λέξεις που με τριβέλιζαν στα τόσα χρόνια. Οι λέξεις που μου έστελνες εσύ, γιατρέ, γίνονταν τα θρωπάκια. Κάθε λέξη ήταν αναπνοή που την κρατούσα. Όλες οι λέξεις, όλες οι απουσίες. Οι ουσίες των απουσιών. Εκείνη μακριά, ήθελες να το πάρω απόφαση πως ζει αλλού με τη δικιά της οικογένεια, μα ξαφνικά ήταν κοντά μου και δικιά μου. Καταδικιά μου. Φαγί μου.
Πώς τώρα ξαναβρέθηκα σε τούτο το ντιβάνι και σου τα ιστορώ, γιατρέ, δεν ξέρω. Μα, τι; Το πρόσωπό σου έχει αλλάξει. Δεν είσαι ο ίδιος. Σταμάτησες να μου φορτώνεις λέξεις, κάμπιες ασήμαντες και φθονερές, που μου στεγνώνουνε το είναι. Δεν είσαι εσύ. Άλλαξε η όψη σου. Δεν είσαι καθιστός. Όλο κινείσαι. Έχεις μαζί σου κι άλλους. Μα τι μου το φοράτε τούτο το κουστούμι; Τι με γεμίζετε λουλούδια γύρω γύρω;



martin-kippenberger