Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017


ο εχθρός του ποιητή
είναι ποιητής


Παρακολουθώ διαδικτυακές διενέξεις, ενίοτε συγκρούσεις, μεταξύ ποιητών. Βλέπω ποιητές να δίνουν συμβουλές και συνταγές. Πρόκειται συνήθως για άντρες, γι' αυτό δεν λέω ποιήτριες. Δεν είμαι βέβαιος για τα κίνητρα. Διαπιστώνω μια διάχυτη δυσφορία για την πληθώρα ποιητών και ποιητριών, για το πλεόνασμα ποίησης που, πράγματι, γεμίζει προθήκες και οθόνες. Η ποίηση απέκτησε το δικό της καταραμένο απόθεμα. Τι συμβαίνει; Οι αναγνώστριες είναι λιγότερες από τις ποιήτριες. Πολλοί από εκείνους που θεωρούν τους εαυτούς τους γνήσιους ποιητές, κυρίως λόγω της αναγνώρισής τους, απεχθάνονται τους ερασιτέχνες. Η διάχυτη διάχυση το επιτρέπει· σχεδόν το επιβάλλει. "Πόσο μέτριοι κι ανάξιοι ποιητές είστε", στραβώνει η Κυβέλη στον Εχθρό του Ποιητή του Γ. Χειμωνά, λίγο μετά τη διαπίστωσή της ότι "ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό". 

Οι ποιητές κι οι ποιήτριες τρώγονται με τα ρούχα τους, έχουν γίνει εσωστρεφείς. Όλο γράφουν για τη γραφή και για την πρώτη ύλη της, τις λέξεις. Ακολουθούν το παράδειγμα του Ν. Βρεττάκου, που στον Αγρό των λέξεων αναζητούσε το νέκταρ τους: "Όπως η μέλισσα γύρω από ένα άγριο λουλούδι, όμοια κ' εγώ. Τριγυρίζω διαρκώς γύρω απ' τη λέξη"Οι λέξεις δεν είναι πια το μέσον, έγιναν το μήνυμα. "Οι λέξεις θα σ' αλλάξουν / θα γίνεις απαλός" γράφει η Τόνια Κοσμαδάκη στο Σβήσε της. Η Ουρανία Ονουφρίου μέσω του Ποιείν μιμείται τον ήχο των λέξεων που στάζουν "Τιπ τιπ στάζεις στο μυαλό μου / τις λέξεις σου". "Φυσικά και χάθηκα επανειλημμένως στον κόσμο των λέξεων, με υψηλότατο κόστος" εξομολογείται η Παυλίνα Μάρβιν στο Book Press. "Είμαι ολόκληρη αγέλη από δευτερεύουσες προτάσεις" αποκαλύπτει η Lailapse. Και η κυρία Κική Δημουλά (καμία σχέση με την κυρία Κικίδη - Μουλά), που διέπρεψε με την ποιητική γραμματική της για τα ουσιαστικά έρωτας, φόβος, μνήμη και νύχτα, στην Άνω Τελεία της προειδοποιεί "κι όσο οι λέξεις θα με αφήνουν / ακόμα να μιλώ, θα το υπενθυμίζω / φωναχτά ότι οι λέξεις φταίνε / αν όχι για όλα / πάντως για τ' αξεπέραστα". Μα κι εγώ, κι όλοι, στις λέξεις εσωστρέφομαι, και στο και Δημουλά, για τις λέξεις που γίνονται πικίνδυνος μπουχός, όταν δεν πλαγιάζουν στο χαρτί, γράφω. Τι έχουμε πάθει; Τα παραδείγματα είναι εντελώς τυχαία. Το φαινόμενο είναι γενικευμένο. Κι αν ο Paterson του Jarmusch παρηγοριέται πως τα ποιήματα "είναι μόνο λέξεις", η Μαρία Μήτσορα νιώθει ένα λεκτικό ποτάμι να κυλάει ανάμεσα στην ίδια και στα πράγματα κι επισφραγίζει: "Με λένε Λέξη".




εξώφυλλο: κολάζ Δημ. Καλοκύρη
από έργα των L. Lippi και Δ. Φωτόπουλου



Μα, πρόκειται στ' αλήθεια μόνο για λέξεις; Κάτι λείπει εδώ. Δεν είναι η ποίηση μόνο λέξεις. Είναι παιχνίδι με τις λέξεις. Γι' αυτό και είναι "πάθος και χαρά", που λέει ο Borges. Πρότυπα, μορφές και θέματα της ποίησης συναντώνται σ' όλον τον κόσμο, παρατηρεί ο J. Huizinga, ανακαλύπτοντας στην ποίηση μια λειτουργία του παιχνιδιού. Αντίστοιχα με το πάθος και τη χαρά του Borges, εδώ προβάλλεται η "έκσταση κι ο ενθουσιασμός", "μια διάθεση ιερή ή εορταστική". Αν ο Μπλάνας υποψιάστηκε ότι "το μοναδικό αιώνιο ή καθολικό χαρακτηριστικό του ποιητικού λόγου είναι η επιμονή με την οποία τον ασκούν οι άνθρωποι", ο Huizinga βρίσκει τον κοινό παρονομαστή στο παιχνίδι. Μ' ενθουσιασμό για ποιητικό παιχνίδι περιπλανήθηκα στο διαδίκτυο εδώ και χρόνια. Μ' αρέσει ν' απαντώ σε ποιητικές προκλήσεις και να πειράζω ποιητικές επιδόσεις άλλων. Πρόσφατα διάβασα στη Θράκα ένα ποίημα του Ζήση Αϊναλή για την κόρη του· κι οι πρώτοι στίχοι του 


Κόρη μου εσύ μονάκριβη πώς θα με συγχωρήσεις;
Για το κακό που σου ’κανα, τις μάταιες εμμονές μου,
τα όνειρα που ξαστόχησαν, τις άστοχες βουλές μου;


ένιωσα να πάλλονται σ' έναν ρυθμό που δεν συνάντησα στη συνέχεια· θέλησα να τον κρατήσω τον ρυθμό, κι έτσι πείραξα όλους τους στίχους. Έτσι, οι στίχοι

Όταν η ουτοπία που μόχθησα για σένα μόνος μου να στήσω
συνθλίβεται και σβήνει καθώς μέσα στην νύχτα σβήνοντας
άλλων παιδιών ξεφωνητά από το φρικαλέο Λούνα Παρκ
που οι δυο μας ξένοι από μακριά παράταιροι κοιτάμε;

έγιναν

Η ουτοπία που μόχθησα για σένανε να στήσω
μέσα στη νύχτα σβήνεται, συνθλίβεται και σβήνει
άλλων παιδιών ξεφωνητά από το φρικαλέο
το Λούνα Παρκ που ξένοι δυο, η κόρη κι ο πατέρας,
από μακριά παράταιροι και μοναχοί κοιτάμε.


Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Ο ρυθμός, η μουσική των στίχων. Ο Κώστας Κουτσουρέλης θύμισε πριν λίγες μέρες τον Παλαμά που έλεγε ότι "ποίηση είναι ο λόγος που πάει να γίνει τραγούδι", συμπεραίνοντας ότι "η σύγχρονη ποίηση αν είναι ανάγνωσμα τόσο ξηρό και άτερπνο, το "χρωστάει" στην αποξένωσή της από τη ζείδωρη ωδική της ρίζα". Όπως ο Valery εξηγούσε ότι "ποίηση είναι αυτό που δεν μπορεί να συνοψιστεί. Η μελωδία δεν συνοψίζεται". Όπως δεν συνοψίζονται τα δημοτικά τραγούδια που αναβλύζουνε μουσική, που ακούγονται και τραγουδιούνται και χορεύονται, τα δημοτικά κι ο ξεθυμασμένος τους απόγονος, που έλεγε ο Πετρόπουλος, τα ρεμπέτικα. Τη λειτουργία των λέξεων στο τραγούδι την κατέχουν τα ίδια τα δημοτικά κι οι ανώνυμοι δημιουργοί τους καλύτερα απ' το εσωστρεφές συγκαιρινό ποιητικό προσωπικό. "Και τα τραγούδια λόγια 'ναι" μας θυμίζει ο Παντελής Μπουκάλας, "θέλουν να βγάλουν τον καημό, μα ο καημός δεν βγαίνει". Με την Αγαπώ και τον Αγαπώ που μας σύστησε πρόσφατα, το ρήμα που γίνεται όνομα, είδε τη δημοτική ποίηση σαν ένα μεγάλο κοινοτικό γλωσσικό εργαστήρι· θα το 'λεγα αλλιώς ένα αδιάκοπο παιχνίδι με τις λέξεις, μιας και ο σκοπός δεν θα ήτανε η τελειοποίηση του τραγουδιού - προϊόντος, δεν υπήρχε σχέδιο· ήταν, επισημαίνει πάντως ο Μπουκάλας, βαθύτερη εκφραστική ανάγκη και η δημοτική ποίηση ήτανε παιχνιδιάρα, "σ' ένα παιχνίδι που γεννάει νόημα με τρόπο αναντικατάστατο". Κι ήταν ένα παιχνίδι συλλογικό και δίχως τέλος. Στα δημοτικά τραγούδια συχνά ακόμα και η αρχική σύνθεση ήταν αποτέλεσμα συνεύρεσης. Όμως τόσο στα δημοτικά όσο και στα παλιά ρεμπέτικα παιχνιδιζόταν μια διαρκής επεξεργασία με την προφορική διάδοση. Από στόμα σε στόμα άλλαζαν ή/και αποκτούσαν παραλλαγές. Κι ήτανε λίγα τραγούδια, λιγοστά ποιήματα, μέσα στους αιώνες, λίγες εκατοντάδες ήταν, όπως διατείνεται πειστικά στις εποπτικές του προσεγγίσεις ο Αλέξης Πολίτης: κανένα ασήκωτο απόθεμα· δεν ήταν τα τραγούδια χιλιάδες, χιλιάδες ήταν οι παραλλαγές στο παιχνίδι. 




Kazuo Ohno photographed by Eikoh Hosoe.



Το διαδίκτυο, πέρα από τη γενικευμένη εθιστική του αφασία, αποτελεί ιδανική περιοχή ποιητικής άσκησης και παιχνιδιού. Στη συνέντευξή του τις προάλλες στον Χρ. Αγγελάκο, στην efsyn, ο Κωστής Παπαϊωάννου έλεγε ότι η μεγάλη "βιρτουοζιτέ" του πρόωρα χαμένου Πάνου Οικονόμου "ήταν ότι έκανε το παιχνίδι με τις λέξεις ανθρώπινη επαφή, γι' αυτό και το twitter του πήγαινε πολύ". Στην ποιητική του συλλογή "Το εξώφυλλο δέρμα του χρόνου" πριν από τα ποιήματα του Κοντραμπάντο διαβάζουμε λίγες λέξεις του Michel Schneider: "Οι λέξεις μας θα διαθέτουν ακόμη άρθρωση ή δε θα είναι παρά βογκητά, ψελλίσματα;" Πάντα ο λόγος για τις λέξεις, οι λέξεις για τις λέξεις. Στο διαδίκτυο, η έκρηξη του ποιητικού λόγου, το καταραμένο απόθεμα των στίχων, δίνει τη δυνατότητα για παιχνίδια· και τέτοια παίξαμε πολλά όλα αυτά τα χρόνια. Όμως το τοπίο θόλωσε. Οι εμπνευσμένοι στίχοι χάνονται στη δεξαμενή των ρηχών, θα υποστηρίξουν πειστικά οι καλές ποιήτριες κι οι επιτυχημένοι ποιητές. Αποσιωπώντας ότι μέσα στη ρηχότητα θα λάμψουν και μικρά διαμάντια, καθώς οι δικές τους προσπάθειες θα φτηναίνουν εγλώβισμένες στην αγωνία τους. Μπορεί να μας παρασύρει ένα ρεύμα συλλογικής ποίησης όπου οι στίχοι να μην είναι ιδιόκτητοι αλλά έρμαια κάθε φαντασίας; Αυτή η σκέψη είναι απ' τη μάνα της αποτυχημένη. Ανήκει στην κατηγορία των νοσταλγικών ιδεών της επιστροφής σε μια κοινότητα. Η φαντασίωση της ανάπτυξης μικρο-κοινοτήτων στο πρότυπο των άλλοτε αγροτικών, που λεν κι οι Luther Blissett, πάσχει, όπως όλες αυτές οι φαντασιώσεις, από το γεγονός ότι αποτελούν επινόηση θεωρητικών που θα ήθελαν, ή νομίζουν ότι θα ήθελαν, να συνυπάρξουν κοινοτικά. Η συμμετοχή στο κοινοτικό εργαστήρι του δημοτικού τραγουδιού δεν ήταν πολιτικό, οικολογικό ή άλλο καθήκον· ήταν αυθόρμητη. Η επίγνωση αυτή όμως δεν γίνεται να εμποδίσει τα παιχνίδια μας στο διαδίκτυο, στον δρόμο και στο χαρτί· η δημιουργική κολεγιά των συλλογικών ποιημάτων του τσακμακιού το επιβεβαιώνει. 

Έτσι κι αλλιώς οι προφορικές παραδόσεις ήταν μηχανισμοί με τους οποίους η κοινωνία μεταβίβαζε στο μέλλον τη σχετική ενότητα των αξιών της, όπως συμπέρανε ο D. Riesman· με άλλους όρους θα τους λέγαμε μηχανισμούς αναπαραγωγής. Η παράδοση των δημοτικών τραγουδιών ήταν ένας "τρόπος να ποιήσεις και να μοιράσεις το ποίημά σου στην ακοή των άλλων αλλά και στη φωνή τους, η οποία θα το παραλλάξει, θα το οικειοποιηθεί προς στιγμήν, μόνο και μόνο για να το μεταδώσει, δίχως κανέναν πόθο ιδιοκτησίας", ξεκαθαρίζει ο Π. Μπουκάλας. Δεν υπήρχε πόθος ιδιοκτησίας ούτε πόθος για ισχύ αφού η ισχύς και η ιδιοκτησία, όπως γίνονταν αντιληπτά, ήταν σιγουράκια· όπως αδιαμφισβήτητοι ήταν οι ρόλοι. Σε γενικές γραμμές και σε κοινοτικό επίπεδο, για να μην υπάρξει παρεξήγηση ως προς τις προκαπιταλιστικές αντιθέσεις, καθότι "όλη η έως τότε ιστορία ήταν ιστορία ταξικών αγώνων". Τώρα όλα έχουν αλλάξει. "Ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό". Τον ποιητή. Όχι τον σχιζοειδή εαυτό του, όχι μόνον αυτόν, αλλά και τον άλλον ποιητή. Ο Χειμωνάς γράφει: "Γιατί το απάνθρωπο κίνητρο της δημιουργίας είναι πάντα η δόξα. Η δόξα να άρχεις. Η φιλοδοξία τους είναι να εξουσιάσουν με την τέχνη τους τον κόσμο. Δεν υπάρχει πιο μανιακή πιο ανθεκτική. Ακατάλυτη εξουσία από την εξουσία της τέχνης". 

Ας γκρινιάζει ο εχθρός μας. Προς το παρόν δεν έχουμε και πολλές επιλογές. Γι' αυτό πυκνά επιστρέφουμε στα δημοτικά και στις παλιές τις ρίμες, όπως του Καρυωτάκη:



Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.


Και στα 9/8:








άσματος προϊστορία:

ήμερα της προσΠοίησης



Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017


τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα



Έπρεπε ξάλλου να παινεύει
ό,τι κατέρρεε στων λέξεων
το σύμπαν που σχεδόν βρόχινες
υπονομεύαν τη σιωπή -
θύμα της ασελγούς
παραφοράς μηχανημάτων.

Έπρεπε πιφωνήματα να βγάζει
και να μιλά πιφ πιφ
όπως πθευδίδουνε με σιδεράκια
στο κάθε πολλοστό
στην έρημο παγόβουνο.

Ήτανε πόμενο να φέρεται
σαν ζώο στο κλουβί.
Κι ήτανε λογικό από τα πριν
να ξυριστεί. Μα
είχε μόνο ένα ξυράφι.

Σάλταρε στο ποδήλατο.
Θα γόραζε άστορ.
Τραγουδούσε και κορόιδευε:
 
Ετούτο το ξυράφι ποιήματα δεν γράφει.
Το αίμα πάει στράφι μ' ετούτο το ξυράφι.
Δεν είναι αυτό μελάνι, είναι γραμμένη πλάνη·
μες στο χαρτί καπλάνι. Δεν είναι αυτό μελάνι.

Η πόρσε τον παρέσυρε
μουγκρίζοντας.
Άγρια ζώα

η μοναξιά κι η πόρσε.
Κανείς δεν θα το πίστευε
πως αν δεν τον διαλύνανε τα σίδερα
θάπαιρνε πια τη δόξα το ξυράφι.
Ούτε πως αν δεν έβρισκε ξυράφι,
αν μιαν ημέρα το καθυστερούσε,
θα πάθαινε την άλλην εγκεφαλικό.








Μην κλαις, καλή μου κι ακριβή,
κοίτα προσεκτικά τα εντόσθια τα χυμένα·
αυτός ο όγκος είναι σαν μικρό πεπόνι.
Θα πέθαινε σε δυο-τρεις μήνες το πολύ.
 Τον φύλαξε ο Θεός από τους πόνους.
Του έδωσε μπόνους.
Ο πρόεδρος του Πανελλήνιου
Συλλόγου Χριστιανών Ογκολόγων,

αυτόπτης μάρτυς του συμβάντος,
παρηγορούσε τη μνηστή του
.

Στα ογδόντα στο περίπου μέτρα
βρέθηκαν συσκευή εμπιθρί και ακουστικό

προσαρμοσμένο στο δεξί αυτί του ποδηλάτη.
Αδιάκοπα κουγόταν της Ρέιτσελ Χάρνες,
της σοπράνως, η απερίσπαστη φωνή.

Είχε κολλήσει.






από την όπερα  Προμηθέας του Luigi Nono