Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

ο Μολυσμίδης



Στον αφαλό
ένα σκουλιάκι ξεγλιστρά.
Στήνει καυγά στο γέρο·
τονε φωτογραφίζει σαν ουρλιά,
του τρώγει λύτρα μη μποστάρει
τες φωτό και τονε πούνε ξεδοντιάρη·
τον πολυθρύλητο.


Εγώ, η σκουλκαντέρα κοκορδώνεται,
τραβώ τις νύχτες για του χάρου τη μασέλα,
δροσίζομαι ραχάτι μες στα σάλια.
Κάτι νεράιδες ετοιμόλογες,
που όλο συχνάζουν στις αγχόνες,
λένε πως έχουν αλλεργία στο σκοινί.
Ο Μολυσμίδης να ρυθμίζει τις θηλιές·
τι να κολλήσουν, πια, οι μελλοψόφιοι.
Κι ο Μολυσμίδης καρτερεί την προσφυγιά
να δει τι σόι μαδραγόρα θα ποδώσει.


Γδάρε τη μπέτσα της νυχτιάς μεντνάν.
Πάθε του δολιχόποδου τις σπηλιακές τρομάρες,
Οιδιποδάκο, που τον φώναξεν η χήρα,
ένα κορτσόπουλο γυμνό πάνω στα κάγκελα.



plastics-only




Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017


τον κοίταξαν




Κι όρμησεν η σιωπή
στην παγωνιά· κατακαλόκαιρο.

Το χώμα έσφιξε τη μυρωδιά.
Στρώθηκαν μόνες τους οι πέτρες·
σκεπάσανε με χρόνια
τις στραγγαλισμένες ηδονές.

Απομακριά λυχτούσαν τα σκυλιά
να βγάλουνε την υποχρέωση στη νύχτα.

Μήνυσε στους γειτόνους να σωπάσουν.
Η πλάση θρόιζε. Ένας ξεθάφτης
έτριβε με τη βούρτσα κόκκαλα.

Πού λιώσανε τα μάθια ντου.
Ήξερεν ότι δεν θα τάβλεπε ξανά·
μα όταν κοιτάχτηκε
τον κοίταξαν και του γελάσαν.


juergen-klauke