Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017


Νινόν


Έξω ακουγόταν ο άνεμος. Η μουσική του τρύπωνε από τις χαραμάδες. Ο βιρτουόζος άνεμος σε βραδινό κονσέρτο. Έτρεχε και πιανόταν απ΄το πόδι του πατέρα του. Πριν από 50 χρόνια. Ο πατέρας περπατούσε. Το πόδι του τον τραβούσε, τον έσερνε λίγο πιο μπροστά κι εκείνος γύριζε και το ξανάπιανε. Η κίνηση επαναλαμβανόταν στον ρυθμό του ανέμου. Έβαλε στο πικάπ το Χάπι Ντέι του Σαββόπουλου ν' ακούσει τον Σώτο Παναγόπουλο στο Νινόν. Δαμόκλειοι δίσκοι και βιβλία. Ανάμεσα στα παραταγμένα του Εμπειρίκου ήταν και μια βιογραφία του πατέρα τού ποιητή. Μιαν άλλη επανάληψη είχε συναντήσει άλλοτε εκεί. Ένα μακριά-κοντά από την ίδια περίπου ηλικία με τη δική του όταν αγκάλιαζε το πόδι του πατέρα. Ο πατέρας τού Εμπειρίκου τον σήκωνε ψηλά με ορμή και τον κατέβαζε γρήγορα "εν μέσω οξυτάτων φωνών αγαλλιάσεως και γαργάρων γελώτων". Οι μνήμες των επαναλήψεων είναι πιο δυνατές. 
Άξαφνα ο άνεμος ακούστηκε στον δρόμο να παρασέρνει κάτι βαρύ. Κοίταξε απ' το παράθυρο το γεροντάκι στο αναπηρικό καροτσάκι που φρέναρε στην κολόνα της στάσης. Το πλησίασε μια νέα γυναίκα. Έκανε να του προσφέρει μια κούπα ζεστό καφέ όμως της έπεσε απ' τα χέρια κι έσπασε στο πεζοδρόμιο. Τον κοίταξε με αγωνία. Την κοίταξε χαμογελώντας, μισόκλεισε τα μάτια κι έγειρε πίσω το κεφάλι εννοώντας μην ανησυχείς, δεν πειράζει. Ήταν βιαστική. Κοιτούσε κλεφτά το ρολόι. Τύλιξε τα χέρια της με τα δικά του, τα χάιδεψε και την έσπρωξε, σχεδόν την άφησε, προς τα πίσω. Εκείνη ανέβηκε στο λεωφορείο που είχε σταματήσει μπροστά τους. Ένα δάκρυ κύλησε. Τα μάτια του γυάλιζαν. Ήταν παράξενο μα κατάλαβε ότι το γεροντάκι ήταν ο ίδιος. Έβλεπε τον εαυτό του γέρο, κάπου 30 χρόνια μεγαλύτερο, απέναντι στο πεζοδρόμιο, να κάθεται σε αναπηρικό καροτσάκι. Κούνησε το κεφάλι να διώξει την εικόνα. Άδικα.
Ένα θηριώδες καρτούν, φαλακρό αθρωποειδές με μεγάλα σαγόνια, πλησίασε το γεροντάκι, σήκωσε τη γροθιά και την κατέβασε στο κεφάλι του. Βυθίστηκε στο πεζοδρόμιο μαζί με το καροτσάκι. Το καρτούν συνέχισε την πορεία του ατάραχο, χωρίς να μειώσει ταχύτητα. Το καροτσάκι στο μεταξύ αναδύθηκε όμως ο γέρος ήταν άλλος. Ήταν ο πατέρας του, που είχε από χρόνια πεθάνει, με το ίδιο χαμόγελο και το ίδιο δάκρυ που είχε τρέξει πριν στο δικό του πρόσωπο. Το καρτούν εμφανίστηκε με πανομοιότυπη κίνηση κι επανέλαβε τη γροθιά. Ο πατέρας του βυθίστηκε με το καροτσάκι στο πεζοδρόμιο. Το καρτούν προσπέρασε ενώ το γεροντάκι αναδυόταν, άλλο γεροντάκι τώρα· ήταν ο παππούς του, πατέρας του πατέρα του. Έφαγε κι εκείνο, βαστώντας το ίδιο χαμόγελο και τα ίδια μάτια που γυάλιζαν, τη μπουνιά του καρτούν, που είχε επανέλθει. Καθώς το καρτούν συνέχιζε τον δρόμο του, το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά στο αναδυόμενο καροτσάκι. Κατέβηκε η ίδια νέα γυναίκα. Αυτή τη φορά την αναγνώρισε. Ήταν η Νινόν. Ενώ το καρτούν πλησίαζε, έβγαλε από την τσάντα έναν τεράστιο διορθωτικό μαρκαδόρο κι άρχισε να το σβήνει· καθώς ανεβοκατέβαζε τον μαρκαδόρο της πάνω στο καρτούν, αυτό έσβηνε, χανόταν. Είδε τον εαυτό του πάλι στο καροτσάκι να ξεφυσά λυτρωμένος. Εκείνη έσκυψε, τον φίλησε κι ανέβηκε στο λεωφορείο που μόλις είχε σταματήσει στη στάση. 
Την έλεγε Νινόν απ' το τραγούδι του Σαββόπουλου. Κάποτε την πείραζε θα γεράσω και θα σε περιμένω συντρίμμι στη γωνιά να μου προσφέρεις μιαν ανεμώνα. Κοίταζε τον εαυτό του μέσα στο σπίτι να παίρνει το βιβλιαράκι του Εμπειρίκου και να διαβάζει δυνατά: "Είμαι 3 ετών. Ο πατέρας μου στέκεται όρθιος προ του μεγάλου καθρέπτου...". Κοίταζε τον εαυτό του απ' έξω. Καθόταν στο καροτσάκι κι έβλεπε μέσα σ' εκείνο το σπίτι τον εαυτό του 30 χρόνια νεώτερο. Άρχισε να μιλά στους περαστικούς: Είμαι 80 ετών. Ο πατέρας μου αγκαλιάζει το πόδι του παππού μου που τον παρασέρνει μπροστά· κι εκείνος, δείτε, γυρνά και το ξαναπιάνει. Κάποτε καθόμουν δίπλα στο τζάκι σ' εκείνο το σπίτι και διάβαζα. Τώρα περιμένω το αστικό. Έναν καφέ ζεστό περιμένω. 






το Νινόν του Ορέστη Λάσκου
τραγούδησε στη μουσική του Σαββόπουλου
για το Happy Day του Παντελή Βούλγαρη
ο Σώτος Παναγόπουλος



Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017


σπαργών, εξέπεμπα
οξείας κραυγάς αγαλλιάσεως



Είμαι 3 ετών. Ο πατέρας μου στέκεται όρθιος προ του μεγάλου καθρέπτου εις το σαλόνι της οικίας μας, στην Σύρον, και κρατών εμέ εις τας χείρας του με σηκώνει με ορμήν υψηλά και με καταβιβάζει πάλιν γοργά, επαναλαμβάνων τας κινήσεις αυτάς πολλάς φοράς, άνευ διακοπής. Τούτο συνεχίζεται επί πολλήν ώραν, εκ μέρους μου, ενώ ο πατέρας μου, απολαμβάνων την απόλαυσίν μου γελά και αυτός. Το αίσθημα που δοκιμάζω ομοιάζει με εκείνο που αισθάνεται κανείς, όταν τέρπεται εις μίαν αιώραν, ανυψούμενος και κατερχόμενος εναλλάξ, με αύξουσαν ολονέν την έντασιν και την ταχύτητα των ωστικών κινήσεων και προς τας δύο κατευθύνσεις.

Αι πλέον συγκλονιστικαί στιγμαί της παιδιάς ήσαν δύο. Αφ' ενός, όταν, έφθανα με ιλιγγιώδη ταχύτητα εις το ζενίθ της ανώσεως και ήρχιζε εις το μεταίχμιον εκείνο αποτόμως και με στιγμιαίον κόψιμον της αναπνοής μου, η ορμητική προς τα κάτω φορά, και αντιστρόφως πάλιν. Αφ' ετέρου, όταν, ενώ έβλεπα εκ των κάτω να υπέρκειται, καθώς ανηρχόμην, η κεφαλή του πατρός μου, αίφνης την έβλεπα κάτω από εμέ, μόλις, ήλλαζε εν ριπή οφθαλμού, η θέσις μου, καθώς με ανύψωναν οι πατρικοί βραχίονες προς το ταβάνι, ενώ εγώ, σπαργών, εξέπεμπα οξείας κραυγάς αγαλλιάσεως.

Οποία ηδονή! Ο δε πατήρ μου, μου εφαίνετο τότε, όχι μόνον ένα ον ανθρωπίνως θαυμαστόν, αλλά αληθινός θεός - ένας θεός πανίσχυρος λαμπρός και παντοκράτωρ, που έπαιζε όχι μόνον εμέ, αλλά τον κόσμον όλον εις τα χέρια του! 




mricon




Δημητρίου Ι. Πολέμη:
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος βιογραφεί τον πατέρα του
Άνδρος, 1990

[απόσπασμα μονοτονισμένο - κόμματα δεν πειράχτηκαν ]