νωπός ο πόνος κάνει τσαλιμάκια
κάτω από τις ασήκωτες σελίδες
στου σώματος την άστοργην αιχμαλωσία
δεν μπόραγε να κουδουνάει συναγερμός
στο υγρόστατο σκοτάδι που τραβούσε
απρόσωπους κάθε λογής διαβάτες
και νοσοκόμες που ξεχάσαν τον ορό
απρόσωπους κάθε λογής διαβάτες
και νοσοκόμες που ξεχάσαν τον ορό
στων τεχνικών που διέσυραν
την άνοιξη τις κλίνες
όσα σκουπίδια
μινιατούρες συμπιέστηκαν
στη διάφανη σακούλα μικροκάδου
προσποιήθηκαν πως οδηγούνται αναίσθητα
στη ζούγκλα των διαστρόφ απορριμάτων
στη ζούγκλα των διαστρόφ απορριμάτων
μιας γειτονιάς που ομοβροντεί
επιτελώντας το καθάριο
ακόμα μια
μερίδα της σαγήνης
τηνε μπουκώσανε
σκουπίδια σκουπιδάκια μου και πού να σας κρεμάσω
να σας εχώσω πατητά στου δρόμου έναν κάδο
να σας ερίξω βιαστικά στου κάδου τη σαλάτα
να πάτε κουλουβάχατα στης γης μέσα τα σπλάχνα
να μείνουν τ' απορήματα στον τόπο μου και γιάιντα
τα χρόνια που 'ναι ασήκωτα σκουπίδια μόνο τρώγουν
σκουπίδια σκουπιδάκια μου στη μούρη μου σας φέρνω
να σας εχώσω πατητά στου δρόμου έναν κάδο
να σας ερίξω βιαστικά στου κάδου τη σαλάτα
να πάτε κουλουβάχατα στης γης μέσα τα σπλάχνα
να μείνουν τ' απορήματα στον τόπο μου και γιάιντα
τα χρόνια που 'ναι ασήκωτα σκουπίδια μόνο τρώγουν
σκουπίδια σκουπιδάκια μου στη μούρη μου σας φέρνω