Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Στην πλατεία Μανόλη Αναγνωστάκη




Η πλατεία Μανόλη Αναγνωστάκη
στη Θεσσαλονίκη, στη συμβολή των οδών
Αμύντα, Πλάτωνος και Φιλίππου,
είναι θερινή κατοικία ενός άστεγου.
Ασήμαντη πλατεία, σαν κάποτε του ποιητή
την παρουσία σε κάθε της γωνιά.
Στα χρόνια τα μαθητικά
τη διέσχιζε πηγαίνοντας σχολείο.


Δεν είναι τόσο δύσκολο κανένας
στην πόλη ετούτη να διαθέτει
τα παραίτητα. Ο άστεγος
της πλατείας Μανόλη Αναγνωστάκη
έβαλε στο παγκάκι τα χαρτόνια,
πάνω τους μαξιλάρια μιας ξαπλώστρας,
δίπλα μια πλαστική καρέκλα
με δίχως πλάτη και με ποδαρικά μεταλλικά,
ένα καφάσι επίσης πλαστικό για κομοδίνο,
μια πράσινη πετσέτα πέναντι,
στο σκαλοπάτι του κτιρίου
με τα κατεβασμένα μόνιμα ρολά,
ένα ζευγάρι, τέλος, μπεζ σκαρπίνια.
Τα μεσημέρια φήνει τα σκαρπίνια
κάτω από τον ήλιο και
κάθεται στο απέναντι παγκάκι,
στη σκιά του σιωπηλού δεντρού.



Μια νύχτα ονειρεύτηκε πως πέθανε πιτέλους.
Ένας μικρός, γυαλάκιας, με σάκα σχολική,
ψηλό παιδί, άφησε στο καφάσι ένα λουλούδι.
Κατέβηκεν η φοβισμένη συμπονετική
γειτόνισσα, που και να τον κοιτάξει
σιχαινόταν, έκλαψεν ώρες πλάι του.
Όταν εξύπνησε από τις φωνές της
στο μπαλκόνι, ένιωθε ακόμα
νέλπιστο το χάδι της στης κεφαλής
τις λαδερές του τρίχες.
Είχανε λιώσει, λέει, τα σανδάλια της
για ώρες βουτηγμένα σε δακρύων λίμνη.


Ο ποιητής περπάτησε
αυτούς τους δρόμους τους παλιούς
ανάμεσα σε σωριασμένα πτώματα.
Τους μίσησε άλλοτε και
τους αγάπησε μαζί· ατέλειωτα.
Η στορία της μικρής πλατείας
Μανόλη Αναγνωστάκη είναι μικρή, 
ετών ολίγων· δεν θα γραφτεί από τον άστεγό της 
ούτε από τα συνθήματά της που γρυλλίζουν: 
ολική άρνηση στράτευσης - ολική άρνηση φύλου. 
Στην πλατεία Μανόλη Αναγνωστάκη 
δεν διδάσκεται για προκοπή στορία· 
μόνο, για τους βουλιμικούς ιδίως περαστικούς, 
σερβίρεται η αυτοεκπληρούμενη 
του ποιητή της ήττα. 




Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

la catastrophe


Έξω από το σεντόνι φαινόταν μοναχά το γόνατό της. Εκείνος κουτσόπαιζε στο πιάνο το Άσμα του Βιζυηνού. Κι ύστερα το Φάσμα του. Εκείνη κατάλαβε. Μα δεν μπορούσε κάτι περισσότερο να επιτρέψει. Αν ήθελε, μόνο το γόνατο. Εξάλλου το φιλί ενώνει πιο πολύ, δεν το λέει ο Χριστιανόπουλος; Μα το φιλί στο γόνατο δεν είναι υποταγή ούτε ισοτιμία. Είναι φετίχ ορεκτικό.  

- Σε πήρα να με πισκευάσεις 
- Και; Τι; Σε ξεχαρβάλωσα;
- Ακριβώς.
- Φτηνός, ρε Χριστιανόπουλε.
- Δεν σε είπα Μουσουλμανοπούλου.
- Βάλε για καφέ. 
- Δεν άκουσα τι λες.
- Χτες έλειπες όλη μέρα. Πού να γύριζες;
- Έλεγες να βγεις, να μη βγεις, ε;
- Ναι. Δεν βγήκα τελικά. Είχα μιαν εντυπωσιακή σύλληψη. Για την ακροτελεύτια θέση για τον Φόυερμπαχ. 
- Άντε πάλι με την επικολυρική αριστερά. Πόσο πίσω μας γυρίζεις. 
- Του Μαρξ τον κάθε τόμο ανοίγαμε...
- Όπως ανοίγατε τις γρίλιες του σπιτιού, υποθέτω. 
- Ο Μαρξ έκαμε το λάθος. Είπε ότι το θέμα δεν είναι να τον εξηγήσεις τον κόσμο, δεν αρκεί δηλαδή. Πρέπει να τον αλλάξεις. Ποιος; Οι φιλόσοφοι. 
- Ε, και;
- Ατόπημα πρώτον. Πλατωνικόν. Τι έλεγε στην Πολιτεία; Να βασιλέψουν οι φιλόσοφοι. Να. 
- Να να να να να.
- Ατόπημα δεύτερον. Το πήρανε χαμπάρι οι τεχνικοί της εξουσίας, της επιστήμης και του ημερονυχτίου και τα διέλυσαν όλα. Δεν αρκεί να εξηγήσεις τον κόσμο, λέει. Δεν αρκεί να βρεις τις βάσεις, τη δομή, τους δεσμούς του δεσοξυριβονουκλεϊνικού οξέος. Τώρα οφείλεις να κάνεις μηχανική. Γενετική μηχανική. Να φτιάξεις μεταλλάξεις. 
- Ήταν αναπόφευκτο, βλάκα. Η ίδια η μοριακή αναζήτηση, η ίδια η μικροσκοπική οπτική  εντός, προδιέγραφε την εξέλιξη. Και ούτε καν. Όλα ξεκίνησαν όταν τα ομοειδή σου τα θρωπάκια επέτρεψαν στο μικρόβιο της αιτιολογίας να μολύνει την απόλαυση της παρατήρησης. Ένα όμορφο λουλούδι το χαζεύεις, το μυρίζεις, το χαϊδεύεις... Κι αύριο που θα ξαναπεράσεις θα ξανασμίξετε. Αλλιώς το χάζεμα γίνεται παρατήρηση και η μακροσκοπική παρατήρηση δεν φτάνει, οπότε το ξεριζώνεις, το κόβεις κομματάκια, το βάζεις κάτω από το στερεοσκόπιο και διασκεδάζεις μετρώντας τη διάμετρο των αγγείων του. Κι αύριο ξαναπερνάς και δεν είναι εκεί. Κι ύστερα παρανοείς εντελώς και λες θα φτιάξω χιλιάδες ολόιδια. Μας γάμησες τον ύπερο πρωινιάτικα. Βρίσκεσαι σε πλήρη σύγχυση.
- Τ' άνθη που μ' έχεις χαρισμένα δεν...
- Μαράθηκαν. 

Χτύπησε την πόρτα κι εξαφανίστηκε. Για πότε πετάχτηκε, ντύθηκε, ποδύθηκε δεν το κατάλαβε. Εκείνος θα έψαχνε πάλι στα βιβλία όπου παράχωνε χαρτάκια με ποιήματα. Δεν θα έβρισκε αυτό που έψαχνε. Θα έβρισκε άλλα. Ξεχασμένα. Που θα του φαίνονταν ασήμαντα. Όπως κι η ίδια η ζωή· καμιά φορά. Το καλοκαίρι είχε τελειώσει από καιρό. Κι αυτός δεν πρόλαβε να δει τους ποιητές. Μονάχα τη φασματική τους πύκνωση και τα εγωπαθή τους ποσταρίσματα. 

Άντε να δω πώς θα σας νοσταλγήσουν οι επόμενες γενιές, μονολόγησε και στρώθηκε μπροστά στο λάπτοπ. Στις ματαιώσεις, πάντως, είναι μανούλα. Οι ματαιώσεις είναι οιδιποδίτσες με λευκές ποδίτσες λερωμένες από το ζελ των ομμαθιών που ξερίζωσαν εκπληρώνοντας την προφητεία και της τα προσφέρουν στα χέρια κι από τα χέρια χύνεται το ζελ κι αφήνει μιαν απαίσια μυρωδιά που εξοργίζει εκείνη τη γριά με το δρεπάνι μες στο κοιμητήριο πολιορκημένη από αναιδή ξερόχορτα. Ώπα: για να μην αποτρελαθώ μπαίνω σε μουντ ποιητού.

Κάπως έτσι διανθιζόταν το σαββατιάτικο φθινοπωρινό πρωινό. Με λουλούδια. Μέσα του παλλόταν το Χάθηκα του Μίκη σαν από παραμορφωμένο μαντολίνο. Κάποτε όλα παραμορφώνονται κι όλα μοιάζουν με καταστροφή. Μα κι η καταστροφή είναι σαν την χαρά. Προσωρινή. 








Την είπανε 
των ματαιώσεων μανούλα.
Εκείνες στρατιωτάκια μίλητα
τρεμάμενα της πρόσφεραν τα μάτια τους
στη γέλη της λατρείας διατηρημένα.


Στραβιό του φεγγαριού το στόμα
μοιρολογούσε το αδικοχαμένο θέρος.
Γρίνιαζε η γραία που θεριέψαν τα χορτάρια
και σκέπασαν τη μπλάκα της οικογενείας.
Σώπα μουρμούρισε η εκάστη.
Η σούρα σου λαχτάρησε
το αφράτο χώμα.


Πόσους αθρωπομορφισμούς
να ντέξει τούτο το φθινόπωρο.
Ε;