Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

και φως τ ανάστημά του



μπορούσες
να τραβήξεις από το μανίκι
γιγαντιαίους στίχους υπερπραγματικούς
που εκσπερματώνανε και ξαρματώνανε
τις φωλιασμένες στα ριζά
ιστοριούλες

όμως 
η κλίμαξ εκ σαρκός
ήτανε από πάντα εθνικόφρονη
καθόλα διαμαντένιος ο γαληνευτής 
ρωτούσε και ξαναρωτούσες
τόσο που εξελίχθηκε
σε σλόγκαν

:

ως πότε 
Πάλι κάργια
θα ζούμε με ρευστά
μηχανοποιημένα 
ειδύλλια

;

πόσος 
αλήθεια πέρασε καιρός
από τα τότε χρόνια χωρίς
συντέλεια να συντελεστεί ούτε
στου τσίλια το χαμένο 
πόρτο φόλι 

μας φάγανε
μας τρώνε ακόμα οι απορίες
για το άπλωμα παρεξαμπλόμ της θάλασσας 
που νοσταλγεί τη μήτρα των συννέφων
σε απέλπιδα χειμέρια
φουσκώματα

πόσος καιρός
καλέ μου γίγαντα
ώσπου στο τέλος να πεθάνεις
από φυράματ α πειλούμενος
από κακούς γειτόνους
έλλην λουόμενος
διαδικτύως

διότι
ας μην γελώμεθα
θα πρέπει ν α πειλείται 
ο πατριωτισμός· αλλέως
ξεθυμαίνει γιέα
ζμπιούμ φο
βού



./././././.



υπήρξες
κατά μίαν έννοιαν
μικρούτσικο κλωνάρι ακακίας
ίδιος αλλού ο θείος
πλάτων

υπήρξες
κατά έννοιαν άλλην
αθρωπινώς μεταλεγμένος
θορυβωδώς εθεθνικός
ματαίως γίγαντα
ποιητής


εξάλλου
είμεθα γιγάντων κόσμος
απαντάπασες 

αυτά







από μακριά
σιμώνει ωστόσο
το αγνώριμο τραγούδι
στους ουρανούς σκορπιέται
αργοτραμπαλιστό

:

ηχούν
φωνές από το χθες
στίχοι στροφές ορμούν ορδές
μαθές τεντώνουν τις χορδές
άκου τους φεύγουνε
πορδές




όμως
ο θάνας γίγαν
και τις κλανιές
τις καταργεί
αποστειρ
ωτικ
ώς

















αν δεν σ άρεσεν ετούτο
στα σίγουρα δεν θα σ αρέ

κι αυτό

Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

πορδή στον καμπουράκο





όλο διστάζουν τα φτερά της πεταλούδας δεν πετά στον τοίχο λυπάται ο τοίχος χαίρεται το ταβάνι αδιαφορεί το πάτωμα είναι γλυκιά η κόλαση πεινώ θα τηνε φάω την κόλαση θα παραδοθώ στη θλίψη θα ξεμείνω από δόντια θα μου γαμήσεις την αύρα μην ακουμπάς μίλησες κατάστρεψες τον έρωτα δεν θυμάμαι τις άλπεις τη βενετία την ιερουσαλήμ δεν έχω ανάκαρα ούτε αλήθεια πέτρα γίνομαι πέτρωσα μην ακουμπάς ο αναπτήρας με καίει σε οδηγώ στον δρόμο που μαχαίρωσαν


λύκε λύκε είσαι στη στέπα ή εδώ;



στην πλάτη του ο άγγελος κοιτάζω απέναντί τους έχω τη χίμαιρα στην πλάτη κοιτάζω εμπρός το παρελθόν τους επιταχύνει πίσω τους το χθες βουίζει πνίγει τις ευσταχιανές μου σάλπιγγες μού διαβάζει μπωντλαίρ με ξεναγεί στο εικονικό παρίσι περιπλανιέται στις στοές του ονείρου αλλάζει διαρκώς σελίδες αλλάζει διαρκώς θέμα με τραβολογάει στη σκέψη του με ληστεύουν οι λέξεις του μαλακώνει το καύκαλο ρουφά τους ληστές του είναι λέει απροστάτευτος στη μαντεία οι καβαλάρηδες έχουν ονόματα ιππεύουν ονόματα για τον θεούλη ονοματίζουν με αρπάζουν στ ο νοματεπώνυμο λάσο


δεν είχα λαιμό στο πορτ μπου
δεν είχα χασίς είχα μορφίνη χάπια
δεν είχα ντόρα σοφία στέφαν μπέρτολτ φριτς
χάνα άρθουρ γιούλα ζωρζ άσια γκέρσομ ερνστ
δεν είχα πατέρα ούτε παλιατζίδικο
δεν άντεξαν τα πραύματα στα βλέμματα
και ξεχασίς διαλύθηκαν


πού πήγανε τα χρώματα το σέβας πώς ξέβαψε το κόκκινο στην πεταλούδα φυσώ τη μύτη στο μαντήλι αναρωτιέμαι  πώς πατσαβούρα έγινε ο πυρσός πού διαλύθηκε η αύρα ενόσω πάντα ο θάνατος στο φόντο της μαστούρας ήτανε πάντα εκεί

γ          δ
όσο γελώ φυτρώνουνε φτερά
οι απορίες γέμισαν με φυλλωσιές τον ουρανό
στο λούνα παρκ με σύριγγες ορμούν οι νοσοκόμες
στην κλινική της αθρωπότητας  που σβήνει
ο βάλτερ γίνεται λεπιδόπτερο
πετά στο μπραουχάουζμπεργκ
γκρεμίζονται ο άγγελος και η χίμαιρα
πίσω τους δεν υπάρχει


σηκώνω την κουβέρτα στη θύελλα δεν έχω δάχτυλα δεν έχω αποτυπώματα βυθίζομαι στα ονόματα βουβός σαν φύση αν δεν ήταν νεκρή θα ήταν θλιμμένη δεν ξυπνώ σηκώνω την κουβέρτα δεν μου χαρίζει ούτε βάζο ούτε στιλό ούτε σημειωματάριο αγγίζω τον αγκώνα του χαϊδεύω τα γυαλιά του        ν


ξυπνώ στου ονείρου τον ρυθμό
φορώ μουστάκι και γυαλιά    τα βγάζω
με προσοχή τ α φήνω στο κομό
σηκώνομαι αποφασιστικά θα υπερασπιστώ
κάθε σουλφαμιδόσκονη συνόρων
κραυγάζοντας από της ιστορίας το βουνό
στους αδειανούς κάμπους του χρόνου
θα ροβολήσω έντρομος λεπιδολόγος
στο σπίτι της τσατσάς της ιστορίας
θα ξεκοιλιάσω τα ρολόγια της προόδου
θα κατασκίσω τα ημερολόγια
που άλαλα στα φύλλα τους βρομάνε
τα ξεραμένα χύσια των θαμώνων
μετά θα σφίξω λίγο ακόμα την κοιλιά
στην ανυπόφορη σκιά
που στο λιμάνι ξεγλιστρά
που όλο στρίβει στα σοκάκια
εκεί θε να πονέσω θε ν α φουγκραστώ
του καμπουράκου την ανάσα γιατί μάθε
δεν είναι αυτή ωδή όχι όχι
στον βάλτερ μπένγιαμιν δεν μπόρεσα
μάσκα της σκέψης νεκρική δεν φόρεσα
μπόρεσα μόνο μια πορδή
στον καμπουράκο





BNF




το ποίημα 
walter b. ή πορδή στον καμπουράκο
δημοσιεύθηκε στο τεύχος 20
του ποιητικού σκεύους και όχι μόνο ΤΕΦΛόΝ

πριν λίγες ημέρες κυκλοφόρησε
το τεύχος 21

Σάββατο 20 Απριλίου 2019

πουλιά

α, να κι εκείνα τα πουλιά
που είχαν κρυφτεί στη βιβλιοθήκη

στις 2 Απριλίου 2019
φωλιάσαν στη Bibliothèque








σαν θα πεθάνω δεν θα σκαμπάζω γρυ 
για τους σχηματισμούς τους μαγικούς 
που κάνουν τα πουλιά 
στους ουρανούς


θα ξέρω 
άλλα χρησιμότερα
πεπειραμένος κάτοχος 
των τεχνικών του ακινδύνως ζην
πάντοτε συνεπής στις προθεσμίες 
που όταν εκπνέουν ακόμα ξεφυσώ 
ανακούφης


αν τύχω και τη χειριστώ 
την προθεσμία την τελειωτική 
πριν από εκείνονε τον ρόγχο
θα μισανοίξω το ένα μάτι
κι ίσως να δω από το παράθυρο 
μαύρα πουλιά εκατοντάδες 
σ ε ναλασσόμενους σχηματισμούς 
σάμπως να στήνουνε χορό 
για τον αποχαιρετισμό


μα εκείνα θα έχουν άλλους λόγους 
έτσι να πετούν που να μαγεύουν τους αθρώπους
αδιαφορώντας για θανάτους σαν και τον δικό μου
αδιαφορώντας για της αδιαφορίας την αγένεια
ενόσω η καταδίκη της βαρύτητας 
στο πονεμένο στήθος μου
θα σβήνει




graciela iturbide



Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

της λησμονιάς που εμμένει




πάλι θα πεις 
για εκείνα τα πουλιά
που κρύφτηκαν στη βιβλιοθήκη
για κουτσουλιές για χνώτα 
για την ανάξια βάρκιζα
για τις αρβύλες
τις σαπρές
σιωπές

στριμώχτηκαν 
τόσες σιωπές σ αυτή την πόλη
που θα εκραγούν στο τέλος θα το δεις
θα διαλυθεί το σύμπαν με μια λάμψη
όλα τα λάθη θα ταφούν
στη στάχτη



το περιβόλι εκείνο 
δεν ήξερε από πατρίδες ενοχές
ούτε τις μισητές μανδύες του διοικητή 
ούτε την άνοιξη που κάηκε μες στη σπηλιά
ούτε το κόκκινο μαντίλι της χαράς
ούτε της λησμονιάς την υπουλία

δεν είναι 
αυτή στιχουργική 
μιας άλλης άλλων ήττας
είναι της ήττας μας

τυποποιήθηκε το σύμπαν 
κρεμάστηκαν στην πλάτη μου 
οι τρόποι και τους σβαρνώ
ο γέροντας 
το ελάλησε σοφώς

δεν είναι πια να σκάμε
για την ποίηση της ήττας 
και της φαγωμένης πίττας



ας πως κι εγώ
ένα υπούλως έμορφο

ουδέν προσωρινότερον 
της λησμονιάς που εμμένει







ο στίχος

δεν είναι πια να σκάμε
για την ποίηση της ήττας
και της φαγωμένης πίττας

είναι του Γιάννη Ρίτσου 
από το Τερατώδες Αριστούργημα (1985)

.


Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

σκραπ





εκείνα τα πουλιά 
που κρύφτηκαν στη βιβλιοθήκη
τις νύχτες πεταρίζουν πάνω από το κεφάλι μου 
όταν ξυπνώ έχω στα μάτια ξεραμένες κουτσουλιές
η βρύση κοροϊδεύει ότι κόψαν το νερό
βαδίζω στα δωμάτια τυφλός
ώσπου σηκώνεσαι


με αναπνέεις
στην αγκαλιά σου μέσα
λιώνεις τις κουτσουλιές στα χνώτα 
με λες κεμάλ κάθε στιγμή 
που καταργούνται
τα όνειρα


αν ήξερες 
ποιος είμαι κάθε βράδυ  
είμαι η πηνελόπη του σπιτιού
υφαίνω στο απαλό σου δέρμα 
της απουσίας την υγρή
ζακέτα 


κεμάλ να μη με λες
ο κόσμος κάθε μέρ α λλάζει 
δεν το ποθήσαμε ν αλλάξει αλλιώς 
κόλλησε η βεβαιότη στις πατούσες 
οι αρβύλες σέπονται στο χιόνι 
οι γκράδες σκούριασαν 
πάνε για σκραπ αφού 
πάντα θα πρέπει 
να κερδίζουμε
το κάτι
τις