Ναι, έρχονταν στιγμές που ξεχνούσα όχι μόνο ποιος ήμουν, αλλά και πώς ήμουν, ξεχνούσα να υπάρξω. Τότε έπαυα να είμαι το κλεισμένο καβούκι στο οποίο χρωστούσα την τόσο καλοσυντηρημένη μου ύπαρξη αλλά έπεφτε ένα τοίχωμα και γέμιζα ας πούμε με ρίζες και ήμερους βλαστούς, με διχάλες ξερές από καιρό που σε λίγο θα καίγονταν, με το σχόλασμα της νύχτας και τον ερχομό της αυγής, κι ύστερα με το βογγητό του πλανήτη που σήκωνε πολλά στην καμπούρα του...
Μπέκετ, Μόλλοϋ (1951)
μτφ. Αλ. Παπαθανασοπούλου
εκδ. Ύψιλον, 1993
![]() |
kefalonitikanea |
στον Γιάννη Οικονομίδη
μην ομιλείτε
περί του χρόνου της ευθύνης
περί του της ενοχής χρόνου
περί του της σιωπής κλειδοκυμβάλων
μην ομιλείτε εις τους ομήρους
αφού
ο χρόνος έσφιξε τα κορδόνια
ο χρόνος έσκισε τη μύτη
ο χρόνος διαμελίστηκε στον βομβαρδισμό
ο χρόνος έσυρε την φρικιασμένη νιότη
ο χρόνος επυκνώθηκε σε πεθυμιές
ο χρόνος που τονε ποδοπατούσαν
λάφυρον επαράλυσεν
εμμενουάρ
![]() |
medea |
η κυρία Σκατόκε ζύγωσε
στον ακριβογιό τού ξέλυσε
τα κορδόνια τον ξεκάλτσωσε
μίλησε στο φορηλέφωνο
μίλησε στο φορηλέφωνο
σου λέω πως κοιμάται
ο διάβολος νεκρός
ο διάβολος νεκρός
φίλησε μιαν εικόνα
με δίχως περιεχόμενο
ή καμμένη
σκίσε τη μύτη ξανά
στρίγκλισε το ακουστικό
δεν συμμορφώθηκε
την ξαναφίλησε
της μύρισε λεβάντα
άκου, μαλάκα,
αυτό το κεφαλάκι
διαλύθηκε στον περσινό
βομβαρδισμό της συνοικίας
συγκόλλησα τα κομματάκια
γύρω από τον ζεστόν εγκέφαλο
τόπλυνα και το σκούπισα παλά
φυσώντας αίμα περσινό
μαλάκα
η κυρία Σκατόκε - Καρπούζη,
ομόηχος και, εικάζεται, ομοϊδεάτις
της κυρίας σκατό και καρπούζι
έχει την ιστορία της, κι αυτή