Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Νίτσε:
η πιο παλιά ευγένεια
του κόσμου





Γιατί όλα τα πράγματα είναι βαφτισμένα στην πηγή της αιωνιότητας και πέρα από το καλό και το κακό· το ίδιο το καλό και το κακό όμως δεν είναι παρά ενδιάμεσες σκιές και υγρές θλίψεις και διαβατάρικα σύννεφα.

Αληθινά, ευλογία είναι και όχι βλασφημία, όταν διδάσκω: "πάνω από όλα τα πράγματα στέκεται ο ουρανός τύχη, ο ουρανός αθωότητα, ο ουρανός κατά τύχη, ο ουρανός τόλμη".

"Κατά τύχη" - ιδού η πιο παλιά ευγένεια του κόσμου, την οποία ξανάδωσα σε όλα τα πράγματα, ελευθερώνοντάς τα από την υποτέλεια στον σκοπό. 

Αυτήν την ελευθερία και την ουράνια ευδιαθεσία τοποθέτησα σαν γαλάζια καμπάνα πάνω απ' όλα τα πράγματα, όταν δίδασκα ότι πάνω από αυτά και μέσω αυτών καμιά "αιώνια θέληση" - δεν θέλει.

Αυτήν την τόλμη και αυτήν την τρέλα τοποθέτησα στη θέση αυτής της θέλησης, όταν δίδασκα: "σε όλα τα πράγματα ένα είναι αδύνατο - η λογικότητα".

Λίγο λογικό εξάλλου, ένας σπόρος της σοφίας σκορπισμένος από άστρο σε άστρο - αυτό το προζύμι είναι ανακατεμένο σε όλα τα πράγματα: χάριν της τρέλας, η σοφία είναι ανακατεμένη σε όλα τα πράγματα!

Λίγη σοφία είναι βέβαια δυνατή· αλλά αυτήν τη μακάρια βεβαιότητα βρήκα σε όλα τα πράγματα: προτιμούν να χορεύουν με τα πόδια της τύχης.








στη λογική παράγγειλα να βουτηχτεί στην τρέλα
στις τρικυμίες της ζωής να τη φορώ σαμπρέλα
της τρομαγμένης μου ψυχής να της φωνάζει γέλα 
στη λευτερία να ξεχαστεί, στη ράθυμη τεμπέλα

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

το πώς

vivre-sa-vie

Το πειραγμένο μηχανάκι κατηφόρισε 
σαν του μελιού τη ράθυμη καντάδα
στη δημοσιά που γλίτωνε απ' τη σκέψη.

Δεν ακουγόταν, δεν ακούστηκε,
καμιά σειρήνα ή κραυγή ή
σσσστ προσταχτικό να λυτρωθούν
τα πάντα σα σιωπή και 
σα να καταργήθηκαν οι γρύλοι.

Η δύση έπλεε σ' ωκεανούς·
να καταλάβεις, δεν κουνιόταν φύλλο,
να μεταλάβεις λάδι η θάλασσα,
αστέρια στάγδην ταπεινά στο πέραν.
Μύριζε μόνο της γυναίκας μοναξιά.
Ήρθε ο καιρός και πάλι να μιλήσω. 
Με λένε Αδάμ. Είμαι ο Κύριός σου.
Έχω τη δύναμη να σε κρατώ σα λάφυρο·
μα σε κρατώ σαν αγκαλιά της μάνας.
Ξέρω τι θέλεις. Ξέρεις τι γυρεύω. 


Ήρθε ο καιρός και πάλι·
έτσι κυλά, σαν τόπι 
απ' την κορφή της πυραμίδας.
Είναι που ξεμαθαίνεις γρήγορα και 
που μετά φοβάσαι. 




Όμως δεν είναι δα μυστήριο η επαφή μας.
Είναι της συμφωνίας μας το φρούτο το μεστό·
την ώρα που κοιμήθηκεν η πλάση.
Την ώρα που το βλέμμα σου
το πώς είχε διαθλάσει.


Melody

divinelande



Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Αναγκαίο Κακό




Δεν ξέρω πού ζω. Ούτε το πότε ξέρω.
Ο  χωροχρόνος είναι μαζική παράκρουση.
Η ευθύνη, για όσους μάθαν,
ανήκει στον Λεβιάθαν.
Δεν ξέρω πού δουλεύω.
Πού κατοικώ δεν ξέρω.
Είμαι ντόπιος ή ξένος;
Θα γίνω στόχος των τρομαχτικών
κρεάτινων ρομπότ;
Θα πρέπει πάλι να ψηφίσω; 
Θα μου τηλεφωνήσουν στο επόμενο γκάλοπ;
Θα επιζήσω σε αστική δημοκρατία;
Θα με δαγκάσει το άφοβο φιδάκι;
Αυτό το γραφτό χέεται στο διαδίχτυ 
ή αφηνίασε η ταπεινή μου φαντασία;
Καταμετρητές μου χτυπούν την πόρτα.
Θα δουν την ένδειξη στο ρολόι.
Πρέπει ν' ανοίξω.
Ν' ανοίξω;
Αν το καταλάβουν ότι συρρικνώθηκα;
Αν μου ζητήσουν να τραγουδήσω 
με την άλλη φωνή;
Έχω ταυτότητα νέου τύπου;
Έχω παλαιού τύπου θρήσκευμα;
Ποιος μου χτυπά την πόρτα;
Ποιος αγενής;
Τέτοιαν ώρα κυκλοφορούν μετανάστες;
Βρωμάει κάτι;
Ποδήλατα. Βλέπω ποδήλατα. 
Φαρδιά πουκάμισα. Ίσως ήταν άσπρα κάποτε. 
Χωρίς κράνη. Χωρίς φώτα ποδήλατα.
Δεν ξεχωρίζω στη νύχτα.
Ξένοι θα 'ναι.
Γαμώ τον Δία τον ξένιο. 
Να τους σπάσουν τους πάγκους. 
Να τους σπάσουν στο ξύλο.
Φοβάμαι. Χτες μπήκαν στου γείτονα. 
Δεν ξέρω. Μάλλον ξένοι.
Ας πάνε στις χώρες τους. Να τους χωρέσουν.
Θα τους φωτογραφίζω. 
Θα φτιάξω φέισμπουκ. Θα δω τηλεόραση. 
Θα πάω στη δουλειά. Είμαι Έλληνας. 
Πίνω την προδοσία με το μπακάρντι.
Πίνω την προδοσία με αμίτα μόσιον. 
Δεν πίνω γνήσια ελληνική μπύρα. 
Θα πάω λιντλ. Έχει φθηνές γερμανικές.
Στο κάτω κάτω στο λιντλ δουλεύουν Έλληνες.
Απ' έξω ο Πακιστανός θέλει πάλι το καροτσάκι.
Να θυμηθώ να έχω να βάλω μισόευρο την άλλη φορά.
Μην κοιτάς το μισοκακόμοιρο ύφος.
Κατά βάθος με μισούν.
Μισούν την ανάγκη μου.
Θεούλη μου, πόσο καλύτερα ήμαστε παλιά.
Άκουγες μόνο ελληνικά στο δρόμο.
Το καλοκαίρι τα παράθυρα ανοιχτά.
Ο γείτονας κοιμόταν στην ταράτσα.
Τώρα του πάει να. 
Είπα στον Αρθούρο, τον Αλβανό, 
να έρθει να βάλει σιδεριές στα παράθυρα.
Είναι φτηνότερος απ' τον κυρ Θόδωρα.
Πήγαν να μπουν και στο δικό του σπίτι, είπε.
Μάλλον πρεζόνια.
Πρεζόνια εναντίον Αλβανών.
Πώς να καθαρίσεις 
με τα πρεζόνια και τα κλεφτρόνια
όταν κυκλοφορούν ακόμα 
μαύροι που πουλάνε μαϊμούδες;
Θα χρειαστώ κανέναν Ινδό, 
κανέναν Πακιστανό για τον κήπο. 
Να ξεχάσουν τα περσινά·  τυρόπιτες και τα ρέστα.
Τώρα έχουμε κρίση. Αν τους αρέσει. 
Αλλιώς να πάνε εκεί απ' όπου ήρθαν. Αμάν.
Και βρωμάνε. Κι ο Σωτήρης τούς γαβγίζει.
Μάλλον φοβούνται. Βρωμάει η αδρεναλίνη.
Θα τους ... Άντε να μην πω.
Σκάσε επιτέλους Σωτήρη. 
Άσε να κάνουν τη δουλειά οι μαλάκες.
Οι βρωμιάρηδες. Έεεεεεε!
Πού κάθεσαι; Δεν είναι για τον κώλο σου η καρέκλα.
Κάτσε κάτω. Βρωμοπακιστανέ.
Πού ζω; Σε ποια χώρα; 
Ποιος θα βάλει τάξη στο χάος;
Δεν υπάρχει κράτος.
Με τρομάζουν τα ρομπότ από κρέας.
Ανθρωποειδείς βάνδαλοι.
Φορούν ομοιόμορφες μαύρες μπλούζες.
Φουσκωμένα τίποτα. 
Τίποτα το σπουδαίο. 
Αλλά τώρα νιώθουμε πιο ασφαλείς.
Δεν υπάρχει κράτος. Δίνουν λύσεις. 
Αυτοί δίνουν λύσεις. Δεν ξέρω. Δε με νοιάζει.
Αν είσαι καθαρός μην τους φοβάσαι, είπε η συνάδελφος.
Σωστό. Ρομπένηδες αστών.
Να φοβούνται οι παράνομοι.
Ακούω πάλι τη φωνή. Εσύ, εσύ, εσύ.
Θα είμαι το επόμενο θύμα.
Κάποιος θα είναι το επόμενο κτήμα.
Πρέπει να πάρω φάρμακα. Γράψτε μου τα φάρμακα.
Να πάνε στα νοσοκομεία, στα σχολεία, στα φανάρια, 
στις λαϊκές, στις ιχθυόσκαλες, στα κοτοπουλάδικα.
Να τους τσακίσουν.
Φοβάμαι. Φοβάμαι. Φοβάμαι.
Δεν ξέρω πού ζω. Δεν ξέρω ποιοι είναι όλοι αυτοί.
Για κάθε κακό υπάρχει το αναγκαίο κακό.
Έτσι το λένε στην αρχή. Θα φοβάμαι αύριο;
Θα μου χτυπήσουν πάλι την πόρτα;
Ψήφισα ποτέ την Κανέλη 
και τους  άλλους κομμουνιστές;
Ψήφισα ποτέ κάτι ενοχλητικό;
Αγόρασα τίποτα από τους βρωμιάρηδες;
Να τους τσακίσουν.
Θέλω την ηρεμία μου.
Με πολιορκούν μεταμοντέρνες ύαινες.
Αλλά εγώ θέλω την ηρεμία μου.
Όχι άλλη θεωρία. Όχι άλλα θεωρεία.
Με κούρασε η αστάθεια. Με τρομάζει η αμφιβολία.
Τα βράδια ακούω θορύβους. Ακούω σουρσίματα.
Τα βράδια πετάγομαι στον ύπνο.
Θαρρώ θα δω μπροστά μου τον εκτελεστή.
Τον βρωμοποδηλατιστή. 
Τον ληστή. Τον αιμάσσονα. 
Και δεν με λεν Ζακχαίο, να ξέρεις.
Με λένε Έλληνα, ρε.
Έχω γαλάζια θάλασσα κι ουρανό.
Έχω οικογένεια. Έχω τιμή.
Έχω πατρίδα κι ιστορία.
Δεν θα  έρθεις εσύ από το πουθενά 
να μου το παίξεις λιμοκτονία και έλεος.
Θέλω να είναι όλα καθαρά σαν το μετρό.
Χωρίς σκουπιδάκια, χωρίς σκούρα ανθρωπάκια.
Χωρίς γύφτους. Μην κλαις, γύφτο. 
Δεν σε πιστεύω. Και μένα πέθανε ο αδερφός μου.
Θα γίνουν έφοδοι.
Δεν ομιλώ περί ενοχής, ούτε περί ευθύνης.
Των σαδιστών συντάγματα, των διαταραγμένων,
θα 'ρθουν έξω απ' την πόρτα μου, καθώς εγώ ασθμαίνων
θα 'χω σφαλίσει για καλά, το φόβο να καλμάρω·
που μου 'ρχεται το δέρμα μου, μπας και σωθώ, να γδάρω.
Άντε μην αρχίσω να γράφω ποιήματα.
Άντε να μη μεταμορφωθώ σε ουραγκοτάγκο,
σε αητόφιδο, μη γίνω ελέφαντας, χιλιοστόμετρο,
ανόητη πτήση, μην αποσυρθώ, μην τρέξω ανάποδα.
Άντε μην ξυπνήσω κι αφήσω πίσω
ντόπιους και ξένους κι αναχωρήσω
για το βουνό της δροσερής μου θλίψης.
Άντε.






Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

φτου ξεκαλοκαιρία





Φτου ξεκαλοκαιρία. Η ώρα γέρασε.
Οι νικητές ξεδίνουν με ποτά λογιών.

Η νύχτα ξεμυτίζει όλο και πιο νωρίς. Κάθε λεπτό σταγόνες. Μέτωπο στεγνό.



Οι νικητές που θ’ αγκαλιάζουν τις νικήτριες θα τις χορεύουν σ' ένα βαλς ημιτελές.

Πάντα να τρέξουν θα προστάζει το καθήκον.
Θα 'ρθει καιρός να ξαποστάσουνε κατ' οίκον.


Ήταν ακόρεστη η δίνηση της νίκης. Κι ούτε μια μάχη, έστω· να βρει το νόημα η έπαρση.


Είμαστε της ευπρέπειας νικητές. Μάζα βουβή που με τον τρόμο παρελάζει,

ζωσμένη με κλωστές επιτευγμάτων·

ποζέρηδες της καθυποταγής.


Βάλ’ το εμβατήριο:
ειρήνη επί γης.



Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Χάσκω. Κι αντιχάσκω.


Όλα καλά καμωμένα. Ίδια δυσφορία κι ανοχή. Η κρίση είναι οικονομική. Γι' αυτό δεν είναι κρίση. Αν δεν έχεις να φας τι θα φας; Αν δεν έχεις να πάρεις φάρμακα τι θα πάρεις; Αν δε στείλεις το παιδί να σπουδάσει ποιος θα σπουδάσει; Αν δεν έχεις να ψωνίσεις τι θα γίνει ο έμπορας, κλέφτης; Αν δεν πάρεις εφημερίδα, νερό, λεωφορείο, ντομάτες, γαύρο, τσιγάρα, παγωτό, κορδόνια, στραγάλια, απορρυ-παντικό, στοματικό διάλυμα, σαμπουάν, τυρί για τοστ, ντάκο, βιβλίο, κάλτσες; Πώς θα γεμίσει ο ντενεκές της ανακύκλωσης; Πώς θα φιαχτεί κομπόστ; 




Η κρίση της οικονομίας είναι μόνο. Του κεφαλαίου δηλαδή. Όλα τ' άλλα κατά την κρίση μας. Μ' αρέσει που δρόσισε όπως τραβάς το σεντόνι και προλαβαίνω να δω σαν έφηβος  και χουζουρεύεις. Στο είπα. Δε με νοιάζει η κρίση αν μ' αγαπάς. Θυμάσαι που είχες πει ότι θα δουλεύεις εσύ κι εγώ θα γράφω ποιήματα; Είκοσι χρόνια δουλεύουμε κι οι δυο. Με τη δουλειά μας καταφέραμε ό,τι καταφέραμε. Δεν φοβηθήκαμε, μωρέ, τη δουλειά. Κατά βάθος τη σιχαθήκαμε τη δουλεία. Πήγα να γράψω δου- και, δυο φορές, έγραψα φου-

Αφού στο είπα. Αν με κοιτάζεις έτσι δε με νοιάζει. Αν μου χαμογελάς όταν ξυπνάς. Κι ας μην έχω δεκάρα καμιά. Εύκολα να γράφω ποιήματα. Με τις εμμονές. Να χάσκω. Και ν' αντιχάσκω. 






Εύκολο, λες, το ποίημα. 
Λίγες αράδες, λίγη στίξη κι έφυγες. 
Χωρίς παράδες, χωρίς σμίξη. 

Όμως ξεχνάς τα βιαστικά. 
Να βρεις το λόγο δίχως λόγια 
και να τηρήσεις τον κανόνα
που δεν ήξερες:
τον άβατο κανόνα των καπνών. 

Εύκολο τόπες, αλλά πού. 
Έξω θα τριγυρνούν κι απόψε λεξονόμοι. 
Θα πανδουρούν οι ερυθροί χειμέρ. 
Θα πανουρούν οι τοπικοί θερίστες. 
Μην αμφιβάλλεις. 

Κι αυτή τη νύχτα θα ξυπνάς 
όσο ιδρώς κυλά μέσα στ’ αυτί·
κι αν ήθελες 
να ταυτιστείς με τον Νυχθήρωα,
στην προσταγή «ταυτίσου», 
θ’ ακούς «τ’ αυτί σου».

Μην αμφιβάλλεις για τα μένα
που διαβάλλεις. 
Μην αμφιβάλλεις σκύλε, αμφίβιε σκύλε. 
Όλο το δράμα σου είναι μια γουλιά
που σαν βλωμός σου στέκεται, από κουτσουλιά. 



Δεν θέλω τίποτα ποτέ να πω με γρίφους. 
Ούτε να κάνω μιμικές ασκήσεις ύφους. 
Δεν θέλω τίποτα, ποιήματα δεν γράφω. 
Ούτε θα βάλω στο αμήν μια λέξη τάφο. 
Είμαι ατζαμής του στιχοακονισμένου ξίφους. 




?