Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014


όνειρο μικρής χώρας




Κάθε πρωί ξυπνούσε, σηκωνόταν, νιβόταν, έψηνε καφέ, έτρωγε κάτι κι έβγαινε στο περιβόλι έξω απ' το σπίτι. Όταν σουρούπωνε γυρνούσε κι έπιανε το βιβλίο. Το άνοιγε στην ίδια σελίδα, στην 106. Διάβαζε:


Η μικρή χώρα έχει λίγους κατοίκους. Δεν χρειάζονται εργαλεία και όπλα. Δεν ταξιδεύουν μακριά. Ζουν και πεθαίνουν στα όριά της. Ίσως υπάρχουν καράβια και άμαξες, θώρακες κι άρματα, όμως εκεί δεν τα έχουν ανάγκη. Οι κάτοικοι ξέρουν να δένουν κόμπους τα σχοινιά, έχουν αγνή τροφή, ρούχα απλά και όμορφα, σπίτια ειρηνικά, ευτυχισμένες σχέσεις. Είναι τόσο κοντά οι χώρες οι γειτονικές, ακούγονται οι σκύλοι και τα πετεινά. Όμως δε νοιάζεται κανείς. Οι άνθρωποι εδώ ζουν και πεθαίνουν ήσυχα, δίχως να έχουνε δοσοληψίες...


Έπεφτε στο κρεβάτι, κοιμόταν, ξυπνούσε και ζούσε πια στη χώρα τη μικρή, του Λάο - Τσε. Στο περιβόλι δεν ήταν μόνος, βοηθούσε ο ένας τον άλλο, είχαν κοινά εργαλεία, όσα μάζευε του περιβολιού τα μοίραζε τα πιο πολλά γιατί του περισσεύανε αφού όλοι μοίραζαν ό,τι βγάζανε κι έτσι δεν του έλειπε τίποτα, είχε κρασί κι ας μην είχε αμπέλι, είχε και μπόλικα κούτσουρα για το χειμώνα. Τα βράδια πλάγιαζε νωρίς, ξυπνούσε κι ήταν πάλι αλλιώς. Όσο κι αν ήθελε ν' απαλλαγεί, ο τεχνικός πολιτισμός είχε οριστικά νικήσει. Εκτός αν κοιμόταν, αν ήταν όνειρο κι ήταν αλήθεια αυτό που νόμιζε ότι ονειρευόταν. Το έζησε άραγε ποτέ κανείς αυτό; αναρρωτιόταν. Μα, μήπως αυτό είναι το λάθος; Να έχεις την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να το ζήσεις; Μπορεί να είναι μετέωρη η ουτοπία; Να είναι η ελευθερία χαρισμένη, όπως στον κήπο των πρωτόπλαστων; Ελευθερία, σκεφτόταν, είναι να επιλέγεις απ' όσα μπορείς να επιλέξεις. Ή να μπορείς να μην επιλέγεις. Ελευθερία είναι να διαλέγεις τον δρόμο. Μα και να τον διαλέγουν κι άλλοι. Να αρνιέσαι και να γελάς. Να παίζεις τις χορδές και να μην σκέφτεσαι. 


Ξυπνώντας διαρκώς μέσα σε όνειρο, ήταν αδύνατο να καταλάβει αν κοιμόταν ή αν ήταν ξύπνιος, αφού κάθε φορά ξυπνούσε και το πριν ήταν όνειρο, αλλά, τι στο διάβολο, αν αυτό δεν τελειώσει ποτέ, θα ζει για πάντα στην αβεβαιότητα, σκεφτόταν χωρίς να ξέρει αν σκεφτόταν στον ύπνο ή στον ξύπνο, ώσπου άρχισε να πιστεύει πως ή είχε πεθάνει ή είχε τρελαθεί, ένα από τα δύο, πάντως ούτε κοιμόταν ούτε δεν κοιμόταν, αφού κάθε φορά ξυπνούσε μέσα σε όνειρο, όπως καταλάβαινε την επόμενη φορά που ξυπνούσε. Απλώς δεν ήξερε ποτέ αν το όνειρο συνεχιζόταν ή είχε τελειώσει, γι' αυτό και αντικατέστησε τελικά τις δύο εκδοχές με τις άλλες δύο, της τρέλας και του θανάτου. Τρελός ήταν, αναμφίβολα, πεθαμένος όμως δεν ήξερε αν ήταν, αφού δεν ήξερε πώς ήταν να είσαι πεθαμένος. Εκτός αν ήξερε πια. 


1 σχόλιο:

  1. Μεταφέρω από το άρθρο του Πέτρου Θεοδωρίδη Από την Ουτοπία στη Μετανεωτερική Νοσταλγία:
    Η μάταιη επιθυμία της εναρμόνισης του κόσμου και η Νοσταλγία μιας υποτιθεμένης παραδείσιας κατάστασης πλήρους ενότητας είναι και μια από τις αίτιες για τα περισσότερα δεινά του σύγχρονου κόσμου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή