ο δρόμος σβούρα γόγγυζαν οι σκύλοι
κρέμονταν στις προθήκες ξέριζα κεφάλια
σπανίως αν κάποιος έστρεφε το βλέμμα
ένιωθε το τσιγκέλι στο κεφάλι του
τρύπαγε το κρανίο σαν παλιάν εκδίκηση
ώσπου απλωνότανε στη ράχη κατά μήκος
η διψα της πρεζότητας τηγμένη
τα βράδια
μπαίναν βιαστικοί
σε σκοτεινές εισόδους
δεν άναβαν το φως ούτε αναπνέαν
ανέβαιναν τον όροφο να βρουν ενώ
σε μια προθήκη τα κεφάλια γύριζαν
μ' έναν μηχανισμό γκριν γκρον
με τεθρασμένη μουρσική ενώ
περίμεναν εκείνες λίγο κρέας
κανένα περιοδικό για
να τους φέρουν
οι αλλαχτές
των κεφαλιών μύριζαν
στο μαντήλι έθιμο θυμό
ποιος ξέρει πού τα πήγαιναν
τόσα κεφάλια είπαν πως
τα ξανάστηναν στη θέση τους
τόσα κεφάλια είπαν πως
τα ξανάστηναν στη θέση τους
μα δεν συνάντησε κανείς ποτέ
στη συμπαγήν της επιβιούπολης ομίχλη
αποκεφαλισμένον με κεφάλι απάνω του
Ωραία τα λες. Σωραίος. Μπράβο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠες τα.
Διαγραφή