Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015


fitness
[τα θρωπάκια τα καημένα]





τα είδα τα θρωπάκια ρομποτάκια
παραταγμένα σε κινούμενους διαδρόμους
τρέχοντας σημειωτόν μπροστά σε τοίχο
μετρώντας τον σφυγμό και την απόσταση
αποθηκεύοντας ξανά τα δεδομένα
και παρακολουθώντας τις καμπύλες
της αδιάλειπτης παρακολούθησής τους
ενημερώνοντας την κάρτα τους για όλα
ιδίως για τα συναισθήματά τους
συγκεκριμένης ευσταλούς κατηγορίας
με διακυμάνσεις εντός πάντα των ορίων


αναρωτιέμαι τι υπάρχει και τι όχι
πάρχουνε σίγουρα οι πρόσφυγες ή μήπως
είναι του σήριαλ οι δήσεις που με βλέπουν
πάνω στον διάδρομο την ίδια πάντα νώρα
με την ταυτότητά μου όντος γυμνασμένου


ένα θρωπάκι ναρωτιόταν τι υπάρχει
αν είναι όλα μοναχά ένα επεισόδιο
αν θα κατέβει απ' τον διάδρομο ή αν τώρα
έτσι δρωμένο μουσκεμένο λάχα λάχα
θα δώσει μια να σπάσει τζάμια και καθρέφτες
να βγει ναέρα να μυρίσει κι αν ματώσει
και τι να λέει όπως λεν άλλα θρωπάκια


σάλταρε μύρισε την ίδιαν ανθρωπίλα
πενήντα χρόνια φότου βύζαινε πιπίλα
χάθηκε μέσα στάλλα τα πολλά θρωπάκια
και δεν υπάρχει δεν υπήρξε δεν θα υπάρξει
και δεν και δεν και δεν και δεν και δεν πολλά






απαγγελία: η φωνή της Γκούγκλας





Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015


οι στίχοι μου είναι η ανικανότητά μου
[φωνή με μπικουτί]




Εγώ που 'μαι μεθυσμένος από την αδικία του κόσμου...
- Ο θεϊκός κατακλυσμός και το ξανθό μωράκι νεκρό να επιπλέει στα νερά, 
εγώ, που στην καρδιά μου η αγωνία των άλλων είναι μάνητα,
κι η απέραντη ταπείνωση να υπάρχω μια αγάπη αμίλητη - 
εγώ, ο λυρικός που κάνω φράσεις γιατί δεν μπορώ να κάνω μάγια, 
εγώ, το φάντασμα του λυτρωτικού πόθου μου, παγωμένη ομίχλη - 
δεν ξέρω αν πρέπει να κάνω ποιήματα, να γράφω λέξεις, γιατί η ψυχή - 
η αναρίθμητη ψυχή των άλλων υποφέρει πάντα έξω από μένα.


Οι στίχοι μου είναι η ανικανότητά μου. 
Ό,τι δεν κατορθώνω το γράφω. 
Κι οι διάφοροι ρυθμοί που επινοώ παρηγορούν τη δειλία μου. 


Η ανόητη μοδίστρα που τη βίασαν ξεγελώντας την, 
ο πλασιέ ποντικός που τον πιάνουν πάντα απ' την ουρά, 
ο ευημερών έμπορος σκλάβος της ευημερίας του, 
- δεν ξεχωρίζω, δεν εξυμνώ, δεν □ - 
όλοι τους είναι ανθρώπινα ζώα, που υποφέρουν ηλιθίως. 


Όταν τα νιώθω όλα αυτά, όταν τα σκέφτομαι όλα αυτά, όταν λυσσάω για όλα αυτά,
σπάω την καρδιά μου μοιραία σαν τον καθρέφτη, 
κι όλη η αδικία του κόσμου είναι ένας κόσμος μέσα μου. 
Καρδιά μου λέμβος, καρδιά μου □, καρδιά μου βάθρο - 
όλα τα εγκλήματα διαπράχθηκαν και πληρώθηκαν μέσα μου. 


Ανώφελο κλαψούρισμα, ανθρώπινο μελόδραμα των νεύρων, 
μεθύσι αλτρουιστικής δουλοφροσύνης, 
φωνή με μπικουτί που κλαίει στην έρημο ενός τετάρτου ορόφου αριστερά...




pntrst


από την ενότητα    
Ο μεταφυσικός μηχανικός (1923 - 1930)   
στο    



Fernando Pessoa   
Τα ποιήματα του Άλβαρο ντε Κάμπος    
μετάφραση Μ. Παπαδήμα    
Gutenberg, 2014    



Το σύμβολο  □  υποδηλώνει χαμένο κείμενο. [Μ.Π.]    




ακούσια συμμετοχή:
Μ. Φριντζήλα σε παραδοσιακό της Πάτμου
[από "τα ζωντανά" του Θ. Παπακωνσταντίνου και των Λαϊκεδέλικα - 2004]





ανίκανε στιχόπληκτε
ανίκανε σε τι χώρα ζεις
ανίκανε στιχομανή
ανίκανε στιχορραγείς








Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015


ω, αδικοχαμένο καλοκαίρι




Γύρισαν από τους Σωφρονίου εξαντλημένοι. Την κοίταξε ν' αλλάζει γρήγορα και να βυθίζεται στον ύπνο. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε Κυριακή. Οι Σωφρονίου, σκέφτηκε, είναι προσαρμοσμένοι μια χαρά. Εμείς, με τα πόδια σε δυο βάρκες, εμείς θα πάθουμε άσχημη τρέλα. Πώς γίνεται να μην καταναλώνεις και να επιζείς; αναρωτήθηκε, να παρηγορηθεί. Δεν γίνεται. Και τότε, τι; Καταναλώνουμε λιτά, επιτηδευμένα. Γινόμαστε το άλλοθι της παρακμής. 

Οι Σωφρονίου βυθίζονται στην παρακμή ησύχως, ξανασκέφτηκε. Κρατήθηκε όλο το βράδυ, δεν ειρωνεύτηκε, ούτε που απάντησε στις πιο ανήκουστες ηλιθιότητες. Τους κοιτούσε σιωπηλός. Περνούσανε λεπτά πολλά κι εκείνοι χάνονταν μέσα στις ευφυείς μικρές οθόνες τους. Ευτυχώς, η ανυπόφορη ευφυία χαρακτηρίζει πια συνήθως συσκευές. Και τα παιδιά τους, με δεκάιντσες ταμπλέτες, χάνονταν όλη την ώρα. Έπαιζαν κάτι ακατανόητα παιχνίδια. Μεγαλειώδης τεχνικός πολιτισμός. "Η στειρότητα του τεχνικά πολιτισμένου ανθρώπου", θα σχολίαζε ο Spengler. Στον τεχνικό πολιτισμό που γίνεται όλο και "πιο σύνθετος, πιο ποικίλος και πιο βαρύς", θα πρόσθετε ο Huizinga, "το παιγνιώδες στοιχείο είναι σε παρακμή". Τα παρακμιακά παιχνίδια των παιδιών των Σωφρονίου, τα τουιτερατώδη λογοπαίγνια της φέισμπουκ κουλτούρας των ίδιων. 


Έξω ψιχάλιζε. Σιγά μη λαβωθεί το καλοκαίρι, ειρωνεύτηκε τον νομπελούχο. Σε δευτερόλεπτα η ψιχάλα έγινε μπόρα. Τώρα, μάλιστα. Έτσι τελειώνει, ξεψυχά το καλοκαίρι; Θυμήθηκε εκείνο το τραγούδι που τραγουδιόταν από μόνο στο μυαλό του την κάθε τέτοιαν εποχή. Άσμα αντι-ηρωικό, μα κάπως πένθιμο, για το αδικοχαμένο καλοκαίρι. 




Ivan's childhood



Στήθηκε στην οθόνη. Άρχισε να κολλάει τους ψευτοήχους, τους δήθεν φυσητούς και τους κρουστούς κι όσους χωρούσαν. Κάθε φορά κολλούσε. Οι μουσικές έβγαιναν ψεύτικες από τις άκρες των δαχτύλων του κι έπαιρναν, στρατιωτάκια, θέση στην οθόνη. Στο τέλος, όχι, ψέματα, βγήκανε κι άλλες λίγες ψεύτικες μετά, κάποια φορά, λοιπόν, έβαλε τη φωνή. Το κερασάκι της αιχμάλωτης αλήθειας. 




Ω, αδικοχαμένο καλοκαίρι,
μάταια κραδαίνεις το θερμόμετρο.
Μιας ήττας ήσουν, ήττας από χέρι,
γεύση στυφή, σε μηδέν υψόμετρο.

Που κρύφτηκε σαν κλέφτρα μες στη ζέστη.
Που αγνάντεψε φωτάκια στη στεριά.
Που έλπισε στον φρέσκο τον ασβέστη
που άσπρισε σοκάκια σε χωριά.

Ω, καλοκαίρι, πόσα σου χουν τάξει
συνθήματα, ποιήματα, τραγούδια·
και πόσο, πόσο ανόητα έχουν κλάψει
τα οκνά, τα ηλιοκαμένα μαθητούδια·










Όταν απόκαμε, σηκώθηκε. Βάδισε λίγα βήματα ώσπου να σωριαστεί στην πολυθρόνα. Στο αριστερό της μπράτσο κοιμόταν μπρούμυτα το Ανάποδα του Huysmans. Το γύρισε. Έβγαλε τα γυαλιά και το έφερε κοντά στα μάτια. Έτσι ξεκουραζόταν πάντα, διαβάζοντας:


Για άλλη μια φορά, αυτή η μοναξιά που τόσο είχε επιθυμήσει κι είχε επιτέλους κατακτήσει, κατέληγε σε μια φρικτή απογοήτευση· αυτή η σιωπή, που άλλοτε του 'χε φανεί ως μια αποζημίωση για όσες ανοησίες άκουγε επί χρόνια, τώρα τον πλάκωνε μ' ένα ανυπόφορο βάρος. 


Πού είστε μουσικοί μου; ρώτησε τους άγνωστους φανταστικούς συντρόφους. Εκτός από τα μνημόνια, υπάρχει και η μοναξιά, σκέφτηκε καθώς αποκοιμιόταν.