στο αναβατόριο ανάπηρες κοκόνες
σάπιες ωχρές ολοφυρμών εικόνες
ανατολή
η νύχτα βγαίνει απ’ τους αιώνες
ανηφορίζει ο ήλιος να σκεπάσει τους κοιτώνες
στης αναπόδραστης ολότελης αγρύπνιας τους στρατώνες
αχνίζει η γη
μυρίζει τη βροχή της άλλης μέρας
από μακριά, κουκκίδα ο γέροντας πατέρας
ορφανεμένος απ’ του γιου του το χαμό
με βήμα αργό σκυφτός μπαϊλντισμένος
ψελλίζει αντίο, θα ’μαι πάντα ξένος
ολόγυρά του τα κοράκια σαν αιώνες
χορεύουν τον πυρρίχιο χορό και ρουθουνίζουν
ξέρουν καλά πώς να εφορμούν και βρίζουν
την τύχη που τους είχε τάξει άλλη τύχη
βαθιά απ’ τη γη μέσα απ’ τα πόδια του ρουφάει
στριγκιά φωνή που το στερέωμα σχίζει
λάβα ξερή λίγο κρατάει
μετά κοφτή λίγο πιο λίγο ώσπου καθόλου
απολυμένος θερμαστής του γκρίζου θόλου
σάπιες ωχρές ολοφυρμών εικόνες
ανατολή
η νύχτα βγαίνει απ’ τους αιώνες
ανηφορίζει ο ήλιος να σκεπάσει τους κοιτώνες
στης αναπόδραστης ολότελης αγρύπνιας τους στρατώνες
αχνίζει η γη
μυρίζει τη βροχή της άλλης μέρας
από μακριά, κουκκίδα ο γέροντας πατέρας
ορφανεμένος απ’ του γιου του το χαμό
με βήμα αργό σκυφτός μπαϊλντισμένος
ψελλίζει αντίο, θα ’μαι πάντα ξένος
ολόγυρά του τα κοράκια σαν αιώνες
χορεύουν τον πυρρίχιο χορό και ρουθουνίζουν
ξέρουν καλά πώς να εφορμούν και βρίζουν
την τύχη που τους είχε τάξει άλλη τύχη
βαθιά απ’ τη γη μέσα απ’ τα πόδια του ρουφάει
στριγκιά φωνή που το στερέωμα σχίζει
λάβα ξερή λίγο κρατάει
μετά κοφτή λίγο πιο λίγο ώσπου καθόλου
απολυμένος θερμαστής του γκρίζου θόλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου