Θαρρώ, θα τις σκορπίσω τις λέξεις
Ψίχουλα της τράπεζας του νεκροτόμου
Θα καρφωθούν στο εύκαμπτο δάπεδο
Στην κοιλιά της μεσήλικης ονείρωξης της πίστης
Υπόκωφοι κρότοι απ’ τον βομβαρδισμό των λέξεων
Κάτι τσικ – τσικ δηλαδή τίποτα το σπουδαίο
Μα τα μυρμήγκια αγχωμένα να προλάβουν τα λεξίχουλα
Θα κουφαθούν οριστικά
Ο ιδρώτας το γαλακτικό οξύ η οργή του στομάχου
Θα επιζήσουν στη σάλα της μυρμηγκοφωλιάς
Οι λέξεις ζυγίζονται καθ’ εκάστην
Παρακολουθούν με αγωνία την πορεία των κιλών
Στήνουν οδοφράγματα στις λύπες της γλώσσας
Συγκαλούν τα σημεία στίξης σε αλλεπάλληλες συσκέψεις
Ξημερώνονται στη βουή του χειμώνα
Κι αντέχουν το άλγος των ψυχών
Λέξεις λένε είναι κι αυτές
Με γράμματα απ’ το τέλος της αλφαβήτας
Λέξεις ψίχουλα μύτες πορδώδεις
Έξεις ωμώδεις
Αλίμονο οι λέξεις αλίμονο και οι προηγούνται των λέξεων
Πώς δηλαδή να εκφραστείς με λέξεις που διατυμπανίζουν την αιθάλη τους
Και καταπνίγουν της λιμοκτονούσας γραμματικής τις επεμβάσεις
Πώς να ανεχτείς τη σύνταξή τους σε συντακτικό υποκείμενα κατηγορούμενα αντικείμενα
Λέξεις δηλαδή τίποτ’ άλλο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου