Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Παρωδίας το Ανάσασμα


σ' αυτό τον δύσκολο καιρό
για κάτι λίγα ευκαιρώ
κι είπα, τι κάνω;

μα βρήκα εύκολην οδό
ριμάρω για να παρωδώ
σαν τον φουστάνο



facelift



Επάνοδος στην παρωδία που ζει ανάμεσά μας, ο Φουστάνος είναι νομίζω ένας πλαστικός χειρουργός, ήτοι ένας παρωδός προσώπων πλουσίων, η παρωδία παντού τέρπεται από τη ληστεμένη ζωή μας, αλητεύει στις κατά λάθος επινοήσεις μας, στην παρωδία που ονομάζουμε παραποίηση διότι παραποιεί κάθε τι, όπως και τα ποιήματα, και διότι παρωδία είναι το παρατράγουδο, που είναι παραποίηση με νότες. Σα βγεις στον πηγαιμό για παρωδία τιτλοφορείται το αφιέρωμα του Τεφλόν, στο οποίο συμμετείχα, εκτός τριών άλλων, με το προ-προηγουμένως δημοσιευθέν Είμαστε Πάτοι. Γράφει στην εισαγωγή τού αφιερώματος, η Ράνια Καραχάλιου (Ρ.Κ.):

Στην πραγματικότητα, κάθε λεκτική αναπαράσταση αποτελεί μια (ανα)κατασκευή λόγου, και κατ' επέκταση ταυτοτήτων, η οποία προσαρμόζεται στην εκάστοτε περίσταση, ώστε να επιτευχθούν συγκεκριμένες επικοινωνιακές προθέσεις, αφού - μεταξύ μας τώρα - δεν επιδιώκουμε να μεταφέρουμε με ακρίβεια τα λόγια του άλλου, αλλά να προβάλλουμε την αξιο-λογική στάση μας απέναντι σε αυτά. 

Έτσι είναι, αλήθεια. Όταν μεταφέρουμε τα λόγια κάποιου άλλου (θα πρόσθετα: προφορικά ή γραπτά), πάντα, ευθέως ή πλαγίως, αυτό που λέμε δεν μπορεί παρά να είναι η δική μας εκτίμηση και στάση απέναντί τους και απέναντι του άλλου. Πρόκειται για την απλούστερη, ενίοτε ακούσια, παρωδία. Η παρωδία ως είδος στη λογοτεχνία είναι συνειδητή και συνήθως, όχι απαραίτητα, διακωμωδεί ή σατιρίζει. Το παρωδούμενο ή κάποιον/κάτι άλλο δι' αυτού. Οι παραποιήσεις που δημοσιεύονται στο μπλογκ MHNYMAL, υπό την γενική ετικέτα ΠαΡαΠοιήσειΣ, δεν ανήκουν, συνήθως, στην κατηγορία αυτή. Ίσως, κάποτε, οι παραποιήσεις, μ' αρέσουν οι διαστολές των εννοιών, είναι ακούσιες. Παρεισφρέουν σαν στίχοι από αλλού κι απ' άλλους, όπως οι στίχοι του Σαχτούρειου Ζακχαίου και η αποστροφή της Εβραίας του Μπρεχτ (εκείνη έλεγε, βέβαια, ψήφισα εγώ τον Τέλμαν - όχι την Κανέλη, μωρέ μήπως θέλει δύο λού; - και τους άλλους κομμουνιστές) που συνέδραμαν στο Αναγκαίο Κακό.







Στην περιδιάβασή της στην εν Ελλάδι παρωδία, η Ρ.Κ. υπενθυμίζει την παρωδία της Ιλιάδας Βατραχομυομαχία και την πληροφορία του Αριστοτέλη ότι ο κωμικός ποιητής του 5ου αι. π.Χ. Ηγήμων ο Θάσιος ήταν ο ιδρυτής της παρωδίας. Ο Lesky γράφει ότι παρότι η Βατραχομυομαχία είναι παλιότερη, ο Ηγήμονας έκανε την παρωδία αυθύπαρκτο είδος. Πάντως, ο Heinz-Günther Nesselrath στην Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία υποστηρίζει ότι δίκαια ο Πολέμων ανακήρυξε τον Ιππώνακτα ευρετή της παρωδίας παραθέτοντας τέσσερις εξάμετρους που σε επικό μέτρο, γλώσσα και ύφος παρουσιάζουν πλέον όχι τα κατορθώματα ενός ήρωα αλλά τις αμαρτίες ενός καλοφαγά. Ο Nesselrath κάνει λόγο για πανταχού παρούσα παρωδιακή φλέβα. Ιαμβογράφος, έφτιαχνε ίαμβους κουτσούς, χωλίαμβους, σκάζοντες τους λέγανε. Αλλά και στο Λεξικό Σούδα ή Σουίδα αναφέρεται ότι ούτος πρώτος έγραψεν παρωδία. Άσχετα από τη χρονική πρωτιά, γεύση Ιππώνακτα:



Φουσκώνει ο μανδύας σου την ιστορία 
των συναναστροφών σου, άθλιο θηλυκό. 
Ο σκαπανέας Ιππώνακτας την ξέρει απ' έξω κι ανακατωτά. 
το ίδιο κι ο Αρίφαντος. Τί τύχη! 
δεν έπιασε τον κλέφτη να βρωμολογάει κλοπή. την ώρα 
που προσπαθούσε ν' αποκρούσει τον κανατά Αισχυλίδη, 
σε απάλλαξε ο Ιππώνακτας από την παρθενιά σου 
και τέρμα οι κουβέντες.


Ο Γιώργος Μπλάνας μετάφρασε στον Αρχίλοχο το πιο πάνω απόσπασμα. Διαθέτει, έγραψε, μεγάλη δόση εκδικητικότητας για Αρχίλοχος, αλλά και μεγάλη δόση ειρωνίας για Ιππώνακτας. Από τη μετάφραση της Ομάδας Φιλολόγων για τον Φιλιππότη, Ιππώναξ ο μισογύνης:


Δύο ημέρες η γυναίκα πολύ γλυκές μας δίνει
όταν την παντρευόμαστε κι όταν την πάμε πεθαμένη.

Αλιτήριος, πράγματι, προαιώνιος φεμινιστικός στόχος. Όμως, ο Ιππώναξ ο παρωδός μάλλον αλλάζει ρόλους. Όπως εδώ, στη μετάφραση του Θ. Κ. Στεφανόπουλου, που κάνει τον φτωχό του θεού επαίτη:



Ερμή, Ερμή μου, της Μαίας γιε, Κυλλήνιε,
επάκουσε την δέησή μου, γιατί τουρτουρίζω
και χτυπούν τα δόντια μου
Δώσε μια χλαίνη στον Ιππώνακτα και κανένα χιτωνάκο
και κανένα ζευγάρι σανδαλάκια και παντοφλάκια γούνινα
και εξήντα χρυσούς στατήρες, που ν᾽ ανεβώ στη ζυγαριά
κι ακόμα να γέρνει από την άλλη.

Γιατί εμένα ποτέ σου δεν μου έδωσες μια ζεστή χλαίνη,
το γιατρικό για το τουρτούρισμα το χειμώνα,
ούτε μου τύλιξες τα πόδια με ζεστές παντούφλες γούνινες
να μην ματώνουν οι χιονίστρες μου.






Κρίμα να μην έχουμε τώρα διαθέσιμη τη δουλειά του Γιάννη Δάλλα για τους ιαμβογράφους και τον Ιππώνακτα. Θα γίνει κι αυτό. Σύντομο μουσικό διάλειμμα, παρωδιακό, κι επανεπάνοδος στην παρωδία εντός των προσεχών ημερών. 







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου