Η ελευθερία και-σαν-κε-σές γιαούρτι μας έχωσε τις προάλλες στα εντόσθια του Λεβιάθαν, στο αποχετευτικό δίκτυο του Παρισιού σύμφωνα με τον Ουγκώ των Αθλίων, στον πριν από ένα χρόνο ευφημισμένο λαβύρινθο της περιπλάνησης των λακανικών και μη περιττωμάτων, τον αυθεντικό τόπο όπου πολλών κακών μύρια έπονται. Και στον Οδυσσέα του Τζόυς, μέσω Περέκ τότε, ευθέως τώρα, στην προηγούμενη ανάρτηση με επίκεντρο τον ποιητή Κατσαρό. Τι σύμπτωση, αλήθεια.
Τζόυς:
Καλά είναι εδώ. Ας χτίσουμε ένα αφοδευτήριο.
Το κατάλληλο μέρος για μέρος. Ανακουφιστήριο. Απελευθέρωση. Πόσο ελεύθερος μπορεί να νιώσει κάποιος που κρατιέται, κρατιέται, κρατιέται;
Κατσαρός:
Αντισταθείτε σ' αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ.
Το κατάλληλο συμβάν. Στατικότης ενω τα πάντα ρει. Σε άλλο σημείο των Αθλίων, ο Ουγκώ αναφέρεται στην περίφημη λέξη του Καμπρόν, του στρατηγού του Ναπολέοντα στο Βατερλώ. Ο Ε. Χ. Γονατάς χρησιμοποίησε σαν παράδειγμα την αναφορά του συγγραφέα στα σκατά, την απάντηση, δηλαδή, του Καμπρόν στην προτροπή του Άγγλου ομολόγου του να παραδοθεί ο στρατός του, για να υποστηρίξει την αξία του Ουγκώ. Το να κεραυνοβολείς με μια τέτοια λέξη τον κεραυνό που σε σκοτώνει, σημαίνει για σένα νίκη, μετέφρασε ο Κοτζιούλας. Ανακάλυψα με λύπη τις παραλείψεις της μετάφρασης που είχα χρησιμοποιήσει στα εντόσθια του Λεβιάθαν (η παραπομπή για την ημιομώνυμη ανάρτηση), μιας μετάφρασης του 1968, του Γ. Κουχτσόγλου, στην ανάλυση της λέξης του Καμπρόν, σε μια πρόχειρη αντιπαραβολή με το γαλλικό πρωτότυπο. Απ' την ίδια μετάφραση, πάραυτα, αφού δεν βρήκα χρόνο για να βρω του Κοτζιούλα, όπου σκουλίκι, ο Καμπρόν:
Σε τούτο το σκουλίκι της γης έλαχε να διαμαρτυρηθεί. Και ζήτησε μια λέξη, όπως θα ζήταγ' ένα ξίφος. Τον εκμηδενίζει το τεράστιο αποτέλεσμα μιας νίκης δίχως νικητές, μιας νίκης μέτριας, και εξεγείρεται απελπισμένος. Ναι, είναι νίκη τιποτένια. Το να φτύσει πάνω της δε θάχε μεγάλη σημασία. Τον πιέζει η δύναμη, η ύλη, ο αριθμός. Κι έτσι μέσα στην ψυχή του βρίσκει τη μόνη κατάλληλη έκφραση: ξέχεσμα.
Στο επόμενο κεφάλαιο, ο Ουγκώ γράφει ότι οι ηττημένοι Γάλλοι τελικά νίκησαν σ' αυτό τον συμβολικό αγώνα, αφού νίκησε η ελευθερία. Και εννοούσε τις ιδέες της γαλλικής επανάστασης και του διαφωτισμού. Ο διαφωτισμός πράγματι νίκησε. Σε τέτοιο σημείο που κάποιοι θεώρησαν ότι οδήγησε, αναπόφευκτα, σε επιτεύγματα τύπου Άουσβιτς.
Ο άνθρωπος μπορεί, λέει, να είναι, θα παραδεχόμουν ίσως το να αισθάνεται - όχι το να είναι, ελεύθερος επειδή έχει την ικανότητα και όταν έχει τη δυνατότητα να επιλέξει. Αναζητώντας νόημα κι ελευθερία σ' ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο Βίκτορ Φράνκλ σκέφτηκε ότι το γεγονός ότι ο άνθρωπος έλκεται από τις αξίες, κλείνει μέσα του την ελευθερία της βούλησης: την ελευθερία του ανθρώπου να διαλέξει ανάμεσα στην αποδοχή ή την απόρριψη μιας προσφοράς, π.χ. να πραγματοποιήσει έναν εν δυνάμει σκοπό ή να χάσει αυτή την ευκαιρία. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να λέμε ότι υπάρχει στον άνθρωπο “ηθική παρόρμηση”, ή ακόμα και “θρησκευτική παρόρμηση”, με την έννοια που θα λέγαμε ότι ο άνθρωπος “κατεθύνεται από πρωτόγονα ένστικτα”. [...] Ο άνθρωπος συμπεριφέρεται ηθικά χάριν ενός σκοπού στον οποίον αφιερώνεται∙ π.χ. για κάποιο πρόσωπο που αγαπά, ή χάριν του Θεού στον οποίο πιστεύει.
Ας μην μιλήσουμε και για ηθική τώρα. Πάντως, αυτό. Η ελευθερία είναι ελευθερία βούλησης. Ίσως όχι ακριβώς ελευθερία επιλογής, αφού η επιλογή προϋποθέτει την ύπαρξη προσφορών, σαν τις εκλογές ένα πράμα, πρέπει να μπεις στο παραβάν και να διαλέξεις προσφέροντα, ενώ πραγματικά ελεύθερος θα ήταν αυτός που μπορεί και να μη μπει στο παραβάν, αλλά τότε θα έπρεπε να βρεθεί κάπου αλλού και αυτό το αλλού συνιστά τόπο σχεσιακό, διανθρώπινο, άρα τόπο συμβιβασμών, επιλογών. Η εμμενής ελευθερία οδηγεί τον μοναδικό άνθρωπο να πάρει τα βουνά, κρατώντας την ψευδαίσθηση της μοναδικότητας, έρποντας κάτω από τα πυκνά κλαδιά των σχέσεών του, που τον συνιστούν.
Η αγωνιώδης αναζήτηση νοήματος του Καζαντζάκη (και) στην Ασκητική γεννά μέσα του τη φωνή που προστάζει: Ν' αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει! Είπεν ο Καζαντζάκης είμαι λέφτερος, είπε και να γραφτεί και γράφτηκε στον τάφο του. Σ' ετούτο το γραφείο δίπλα τα σκέφτηκε και τα σχεδίασε. Βιβλία που γεμίζουν το εμμενές κενό. Κλειστά όρθια βιβλία κι ανοιχτά ξάπλα. Λέφτερος, είπε, γιατί δεν φοβούμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα. Αν δεν φοβηθώ, αν δεν ελπίσω, αγγίζω την ελευθερία. Δεν έχω χρεία μηδενός.
Τι τον καλεί προς το τέλος της Ασκητικής ο άδειος του θεός; Να κάψει το σπίτι του! Εκεί που τόχτισε και νόμιζε πως όλα ήταν καλά, να του βάλει φωθιά, ηθικό πλειστηρικαυσμό πρώτης κατοικίας, σαν χρέος ζωής, όχι τραπέζης, αλλά χρέος:
-"Κάψε το σπίτι σου!" φωνάζει ο Θεός. "Έρχουμαι! Όποιος έχει σπίτι δεν μπορεί να με δεχτεί. Κάψε τις Ιδέες σου σύντριψε τους συλλογισμούς σου! Όποιος έχει βρει τη λύση δεν μπορεί να με βρει. Αγαπώ τους πεινασμένους, τους ανήσυχους, τους αλήτες. Αυτοί αιώνια συλλογιούνται τη πείνα, την ανταρσία, το δρόμο τον ατέλειωτο. Έμενα! Έρχουμαι! Παράτα τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου, τις Ιδέες σου κι ακλούθα μου. Είμαι ο μέγας Αλήτης. Ακλούθα!..."
Κανένας Καζαντζάκης, δεν έκαψε τα βιβλία του. Άλλοι ίσως το έκαναν. Όμως τα αδιέξοδα, όταν επιμένουν, οδηγούν στην ίδια διέξοδο. Ο Παζολίνι πίστευε σε μια ελευθερία επιλογής: Ότι ελεύθερος γίνεται όποιος επιλέγει τον θάνατο. Η ελευθερία δεν μπορεί να διακηρυχθεί παρά μόνο διαμέσου ενός μικρού ή μεγάλου μαρτυρίου, διακήρυσσε, θεωρώντας χρέος του ν' αποκαλύπτει την τελική νίκη μιας εσωτερικής ορμής θανάτου. Σκέφτομαι ξανά και ξανά ότι η βαθιά πίστη στην ανθρώπινη ουσία, τα homo homini lupus, η ενστικτώδης ορμή θανάτου... Ο Γ. Μακρής...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου