Διάβαζε τον Σεφέρη λαίμαργα. Την συγκινούσε κι εντρυφούσε. Έτσι λαίμαργα που κατέβαζε τους στίχους, αμάσητους, δεν προλάβαινε ούτε γεύση ούτε υφή. Όμως τον είχε μάθει απέξω. Ήταν πια εύκολος γι' αυτήν. Ένας απλός παλμός. Συχνά απάγγελνε βαδίζοντας νωχελικά στην αμμουδιά. Την είχε ακούσει μια φορά ένας ποιητής μοναχικός, ένας που οι στίχοι του κατέβαιναν ασκέρι από την κούτρα να την πολιορκήσουν. Εκείνη απάγγελνε. Πάντα Σεφέρη:
Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί·πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστεραγιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς
για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.
Εκείνος εκεί, μονάχος, με τ' ασκέρι του· κι εκείνη, εκεί. Σεφέρη και ξερό ψωμί. Φορές απάγγελνε στην αμμουδιά απέξω, και το βιβλίο το κρατούσε κάτω από τη μασχάλη. Εκεί πολλούς εγνώρισε, άντρες που της αρέσαν για το κάτι τι τους. Όταν εβάδιζε μονάχη, τους θυμόταν. Εκείνος ο κλαρίμπας, ο μοσχοδημοκράτης. Δημοκρατία μοσχοβολούσε, αγωνιστής κανονικός, γρήγορα τον βαρέθηκε. Είχε γνωρίσει στη δουλειά έναν καινούριο, της συνεπούς αριστεράς. Αυτός ήταν αληθινός αγωνιστής, μουσάτος φροντισμένος, με ιδέες για το αύριο αυτού του τόπου, τρυφερός, γραμματέας στην οργάνωσή του, την ενέπνεε. Του άρεσε κι ο Σεφέρης, μα προτιμούσε Κατσαρό κι Αναγνωστάκη. Εκεί στην αμμουδιά τού έπεσε από τη μεγάλη τσέπη το βιβλιαράκι του Μπαντιού που του είχε χαρίσει η κολλητή της. Τα ερωτόλογα στην αφιέρωση δεν άφηναν αμφιβολία ότι κάτι έτρεχε μεταξύ τους. Της είχε χαρίσει τον έρωτα ο Ζήσης. Κι ήτανε παντρεμένη η ρουφιάνα μ' εκείνον τον Μουλά. Έφαγε το σουτ ο Ζήσης πριν προλάβει ν' απολογηθεί. Πιο τρυφερός ήταν ένας ονειροσκόπος. Ίσως την είχε αγαπήσει αυτός, ήταν φτιαγμένος ν' αγαπάει. Πάντα έτοιμος. Συνήθως έτοιμος. Αφηρημένος, όμως, εκεί που την εχάιδευε ξεχνιόταν κι άρχιζε να μιλάει για Κυριακές χωρίς Δευτέρες να παραμονεύουν. Γρήγορα τον βαρέθηκε. Τον άφησε ένα σούρουπο να ρεμβάζει την ακρογιαλιά, τον άφησε όπως τον είχε βρει, μονάχο. Της είχε μείνει όμως ένα γαμώτο ανικανοποίητο. Ήθελε κάποιον τέτοιονε, να έχει οράματα, να κοιτάει ψηλά. Ένας κοκκινοτρίχης με γυαλιά, πάντα πρόθυμος για ορειβασία, τηνε συγκίνησε κάπως, όχι σε βάθος, ήταν όμως γυμνασμένος και γελαστός. Ορειβάτης. Δεν άργησε να καταλάβει πως στην υπόγα του ήταν ορειβάτης, ο καημένος. Στ' άρματα, φώναζε, εμπρός στον αγώνα, κι αγωνιζόταν να φτάσει στης υπόγας την κορφή, ν' αγναντέψει της Αγάθως το κορμί κουρνιασμένο στο ντιβάνι. Α πα πα. Η αμμουδιά τής πήγαινε, όχι εκείνη η μούχλα του αμφίβολου αγώνος. Τον έτζασε. Καλύτερα, χίλιες φορές, σκέφτηκε, ο Πελοπίδας, ο δημόσιος υπάλληλος. Κι ας κατάντησε όπως κατάντησε απ' τα μνημόνια τ' απανωτά. Μα ήταν το τάιμιν λάθος. Ο άνθρωπος είχε ταξιδέψει μ' αεροπλάνα και βαπόρια, Ελλάδα, Ευρώπη κι Αφρική, το ήξερε η Αγάθω. Μα τώρα που τον γνώρισε κι αυτή και περπατούσανε μαζί στην άμμο, ξεφύσαγε ολοένα και το σκεφτόταν και στο σουβλατζίδικο να τηνε πάει. Ας πάει κι αυτός, λοιπόν, μαζί μ' όλους τους άλλους, και τους άλλους, τους αισθηματίες. Όπως κι εκείνος ο εποχέας, εδώ που τα λέμε, που όσο αναπτυσσόταν με ρυθμούς υψηλοτάτους πού να πατήσει της Αγάθως την αμμουδιά. Οραματιστής του καλύτερου μέλλοντος, αγωνιστής αυτοδημιούργητος άλλοτε, με βήματα που χώνονται στην άμμο, βαρύς, μ' εκείνον τον καπνό της έπαρσής του της προκαλούσε ασφυξία, ο δυστυχής κι αυτός.
Ο μοναχικός ο ποιητής, ο λιποτάκτης, δεν είχε ελπίδα. Άλλο Σεφέρης, κι άλλο Λευτέρης. Και τα δυνατά του που έβαλε, μέχρι Μπορίς Βιαν της μετάφρασε, υπέστη ήττα μπλαζέ. Την κοίταζε στο τέλος με λύπη. Σκεφτότανε το νέρωτα, σκεφτότανε το θάνατο, τα δυο βουνά. Είστε ολίγος, του είπε την τελευταία φορά. Δεν ξαναπάτησε το πόδι του στην αμμουδιά της. Παρώδησε ένα ποίημα και την ξέχασε:
Την περιβάλλει κάτι φο:
των στίχων μου τ’ ασκέρι.
M’ αυτή, υπό μάλης το Σεφέρη
και στιλ «τώρα εντρυφώ».
Κάθε ιστορία θα υφανθεί
απ’ τα εξώψυχά της.
Φορέας της ίδιας αυταπάτης,
συχνά θα μαρανθεί.
Στην αμμουδιά να επινοεί
έρωτες δίχως βάθος
και δίχως αύριο. Της Αγάθως
δεν άλλαξε η ζωή.
Το ανωτέρω παραποίημα δημοσιεύθηκε
με τίτλο Της Αγάθως Κατάφαση
στο τεύχος 8 του ποιητικού κλπ
σκεύους Τεφλόν.
Στο τρέχον τεύχος 10,
η υπόθεση MHNYMAL
~ΑΠΟΡΗΔόΝ~
ειναι να απορει κανεις
ΑπάντησηΔιαγραφήπως ετσι ,αιφνης σταματησε ο χρονος
κι ειμαστε τωρα σταματημένα ρολόγια
στο δωδεκα παραπέντε , στα αναμεσα
της χαμενης ανοιξης
και της ακυβερνητης πολιτειας
ενω Πεθαινουμε-ταχα - σαν χωρα
και ξαναζουμε την Ζωή εν ταφω
-εμεις ,περιεργα Ζομπι
χασκογελουμε στα νεκροταφεια
πιστευοντας πως δεν πεθαναμε ακομα
και...'' θα σε θαψουμε ΚΟΥΦΑΛΑ νεκροθαφτη''
ενω εκεινος ησυχα ησυχα ετοιμαζει το μνημα
''ενθαδε κειται η Χαμενη γενια της μεταπολιτευσης''
και θα μας κανει μια χαρουμενη Κηδεια
που θα την δειξει η Δημοσια Τηλεοραση
στις θλιβερες ειδησεις των οχτω !
Περί ναυτοσύνης
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπημένες μου σκιές
έρμαια του καιρού
ναύτες χαμένοι
δίχως πυξίδα κι αστρολάβο
στο σκοτεινό, ανταριασμένο πόντο
με τις ριπές του χρόνου στην πρύμη
αλάθητους οδηγούς
στου ωραίου ταξιδιού το λαμπρό τελείωμα
στην ξανθή ακτή του ονείρου
στην παμπάλαια νιότη της θάλασσας
την ευωδιαστή σαν φρούτο του Αυγούστου
την απαστράπτουσα στο φως των Κυκλάδων
στεφάνι χρυσό στο βράχο του Απόλλωνα.
Με την πλάτη στον τοίχο
ΑπάντησηΔιαγραφήφχαριστώ κάθε στίχο.
Νοσφεράτε, σπουδαία κηδεία!
Στις σκιές ασασίνοι,
αλμυρή αυτοσύνη.
Κι η Αγάθω, πικρή παρωδία.
πω πω ....
ΑπάντησηΔιαγραφήποίηση μπανίζω στην νέα χαρούμενη χρονιά που μπήκαμε..
Άτρομοι στίχοι,
ΑπάντησηΔιαγραφήνα μην σου τύχει,
γκρεμίζουν τείχη
στον έναν πήχυ...
Ανώνυμος Β΄-μη ποιητής: Τι έγινε, ρε παιδιά; Μας αιφνιδίασε πάλι ο γαλλομαθής λιποτάκτης των αναρτήσεων και παραληρούμε ομαδικά; Μας πότισε ροδοσταμοφαρμάκι;
ΑπάντησηΔιαγραφήΜερσί μποκού. Βουζ ετ μπιεν μπον.
ΑπάντησηΔιαγραφή