Αυτές οι γραμμές δεν θα διαβάζονταν ποτέ αν είχε ξεκολλήσει ένα κομματάκι αθηρωματικής πλάκας κι είχε φράξει μιαν από τις κεντρικές αρτηρίες μου. Ή δεν θα διαβάζονταν από σένα αν ο αιφνίδιος θάνατος είχε συμβεί σε σένα. Αυτή τη στιγμή που γράφω δεν ξέρω αν όσα γράφω θα δημοσιευτούν για να διαβαστούν. Δεν ξέρω αν θα προκαλέσω τη δυσφορία που συνοψίζεται στη φράση ΑΜάΝ ΠΙΑ με τον ΘάΝΑΤΟ, κι είναι εύκολο να προκληθεί, κυρίως σε όσους βλέπουν με ευχαρίστηση θανάτους στο σινεμά και στην τιβί, αλλά αποστρέφονται τον λόγο για τον θάνατο γιατί, θαρρώ, φοβούνται τον θάνατό τους. Όταν στις αρχές του περασμένου αιώνα ο Max Scheler έβλεπε τον σύγχρονό του άνθρωπο να απωθεί τη σκέψη του θανάτου, νοσταλγούσε τον αλλοτινό άνθρωπο που ζούσε επί παρουσία του θανάτου, ο οποίος ήταν μια δύναμη που μορφοποιούσε και κατηύθυνε τη ζωή του σαν οργανωτική και εποικοδομητική αρχή της ύπαρξης. Σήμερα, που ο πραγματικός καταναλωτής γίνεται καταναλωτής ψευδαισθήσεων (Guy Debord), ο θάνατος καταναλώνεται σαν θέαμα, η ιδέα του είναι μια ψευδαίσθηση, κανείς δεν πέθανε στ' αλήθεια στην οθόνη κι όμως τον είδες να πεθαίνει, να σφαδάζει και να πεθαίνει ή να πεθαίνει ήσυχα, να γέρνει το κεφάλι για το τέλος, μήπως γλιτώσει ένα λυγμό ή ένα σαρκασμό. Άλλοτε τον νεκρό τον έπλεναν, τον ετοίμαζαν, τον έντυναν, έμενε σπίτι, στο σαλόνι, όλο το βράδυ, τον ξενυχτούσαν. Τώρα μονόδρομος ψυγείο - νεκροταφείο, απαγορεύονται οι νεκροί στα διαμερίσματα, πόσο αλήθεια είναι εύκολο να είσαι νομιμόφρων, άλλοι ασχολούνται, επαγγελματίες του ντεκόρ, του τελετουργικού θεάματος, οι στενοί συγγενείς απλώς επιλέγουν από τη γκάμα στιλ και τιμών μετά φπα, ένα αξιοπρεπή φέρετρο στοιχίζει περίπου 800 ευρώ, μου είπε κάποτε τελετάρχης.
Έτσι ξεμπερδεύουμε στα γρήγορα με τον θάνατο των αλλονών, που έγραψα κάποτε με αφορμή τον Θνητό Εαυτό του Πέτρου Θεοδωρίδη, κι αργότερα το πείραξα, το παραποίησα δηλαδή, κι απόμεινε της καρακάξας σπάραγμα, αιωνία του η μνήμη, μα ποιος θα την απονείμει πούχει μόνη απομείνει με σβησμένο το λουμίνι...:
Ας εμμείνουμε λοιπόν στον περί θανάτου λόγο, ταγμένοι στο σκοπό της επανασυμφιλίωσης με την ιδέα του θανάτου. Η ενορατική, σύμφωνα με τον Scheler, αντίληψη του ανθρώπου για τον θάνατο, η σκέψη ότι η ζωή δεν είναι παρά ένα λάφυρο θανάτου, βυθίζεται, κι εξαφανίζεται, κάτω από την αντίληψη του θανάτου σαν αξίας ή απαξίας ενός κεφαλαίου, σάμπως ο θάνατος να μοιάζει με τον κίνδυνο της φωτιάς και του νερού και εξηγεί την προσπάθεια που παρακολουθούσε να καταβάλλει η επιστήμη της εποχής του για να κονιορτοποιήσει μέχρις αφανισμού το μέγα και απλό γεγονός του θανάτου.
Έτσι ξεμπερδεύουμε στα γρήγορα με τον θάνατο των αλλονών, που έγραψα κάποτε με αφορμή τον Θνητό Εαυτό του Πέτρου Θεοδωρίδη, κι αργότερα το πείραξα, το παραποίησα δηλαδή, κι απόμεινε της καρακάξας σπάραγμα, αιωνία του η μνήμη, μα ποιος θα την απονείμει πούχει μόνη απομείνει με σβησμένο το λουμίνι...:
στο θάνατο των αλλονών
προβάρω το δικό μου
άνευ γλυπτών αναπολών
τον βλάσφημο σηκό μου
στα κενοτάφια το δεινό
το άλγος του καμάτου
κι αν τεχνηέντως προσπερνώ
κάποτε πέφτω κάτου
ο χρόνος, παρανόηση
όσων γροικάς και φτύνεις
θα σου πουλάνε πτόηση
καθώς θα επεκτείνεις
τις λύσεις που περιχαρής
ο χρόνος ο καημένος
στον έρωτα πάντα υδαρής
ψάχνει κατατρεγμένος
της ψυχοπέμψης ηχηρού
μοιρολογιού αναλόγια
στηρίζουν τέλους καψερού
στίχους και ψιλολόγια
όπως αυτά των λέξεων
τον θάνατο που πλήξαν
και το επεισόδιο της ζωής
θεωρείται πλέον λήξαν
Ας εμμείνουμε λοιπόν στον περί θανάτου λόγο, ταγμένοι στο σκοπό της επανασυμφιλίωσης με την ιδέα του θανάτου. Η ενορατική, σύμφωνα με τον Scheler, αντίληψη του ανθρώπου για τον θάνατο, η σκέψη ότι η ζωή δεν είναι παρά ένα λάφυρο θανάτου, βυθίζεται, κι εξαφανίζεται, κάτω από την αντίληψη του θανάτου σαν αξίας ή απαξίας ενός κεφαλαίου, σάμπως ο θάνατος να μοιάζει με τον κίνδυνο της φωτιάς και του νερού και εξηγεί την προσπάθεια που παρακολουθούσε να καταβάλλει η επιστήμη της εποχής του για να κονιορτοποιήσει μέχρις αφανισμού το μέγα και απλό γεγονός του θανάτου.
Έτσι, η μηχανιστική βιολογία είναι εξαναγκασμένη να εκλάβει κάθε θάνατο σύμφωνα με τον τύπο θανάτου που επέρχεται σαν πιστολιά. Επιπροσθέτως, η αντίθεση ζώντος - τεθνεώτος αποβαίνει αμιγώς σχετική αντίθεση· κατά βάθος δεν ξέερουμε πια σε τι συνίσταται ο θάνατος. Αν ο οργανισμός είναι μόνο ένα σύνολο οργάνων, τα όργανα σύνολα ιστών και αυτοί με τη σειρά τους σύνολα κυττάρων (ιδέα της κυτταρολογίας), και αν εκλαμβάνουμε τις διεργασίες του κυττάρου ως απλές φυσικοχημικές διεργασίες, τότε δεν υφίσταται πια - εξαιρουμένης της συνειδησιακής σφαίρας - καθορισμένο, νοητό φαινόμενο που θα αποκαλούσαμε "θάνατο". Άραγε, δεν πρόκειται για ένα φαινόμενο γνωστό, όπου όλες σχεδόν οι φυσιολογικές λειτουργίες εξακολουθούν ακόμα και μετά τον "θάνατο" του ζώου, για παράδειγμα το στομάχι χωνεύει, τα μαλλιά και τα νύχια μεγαλώνουν, οι βάλανοι εκκρίνουν, οι χτύποι της καρδιάς μπορούν να συνεχιστούν επί ώρες; [...] Μολονότι ο θάνατος - ιδωμένος από τη σκοπιά των φυσικών επιστημών - δεν είναι ένα οριοθετημένο στοιχειώδες συμβάν, αλλά μόνο η βραδεία και ακατάπαυτη συσσώρευση καταστροφών που βλάπτουν τους περίπλοκους χημικούς συνδυασμούς του οργανισμού, υπάρχει κάποιος λόγος να τον θεωρήσουμε καθορισμένο γεγονός και να του αποδώσουμε μια συγκεκριμένη στιγμή - έστω και αν θα μπορούσαμε να είμαστε εφεκτικοί πάνω σε αυτό: ο λόγος δεν έγκειται σε κάτι συλληπτό από την επιστήμη, αλλά στον αφανισμό της συνείδησης, που είναι μια συνέπεια της καταστροφής αυτής της "μηχανής".
Η ιδέα του Joyce ότι φυσικά τα κύτταρα συνεχίζουν να ζουν μέσα στη χλαλοή του εξελισσόμενου ενδοφερέτριου θανάτου, είναι μια παλιά ιδέα. Σ' αυτή τη διαδικασία, όπου
[ Μεταβάλλονται σε μία μορφή λιπαρού τυριού. Κατόπιν αρχίζουν να μαυρίζουν και να εκχύνουν ένα υγρό σαν μελάσσα. Στη συνέχεια ξεραίνονται. ] ,
o Joyce αντιλαμβάνεται τα κύτταρα σαν ανεξάρτητες δομές που δεν πεθαίνουν, ή δεν πεθαίνουν σχεδόν ποτέ, τα αντιλαμβάνεται σαν δομικές μονάδες της ζωής που τρώγουνται μεταξύ τους όταν δεν έχουν τι να φάνε, κάποια δηλαδή έτσι κι αλλιώς συνεχίζουν να ζούν, αγνοεί δηλαδή την απόπτωση, τον θάνατο τον κυττάρων, αγνοεί ότι αυτά τα ανείδωτα ζωάκια είναι λάφυρα του θάνατου, αγνοεί ότι φυσικά τα κύτταρα συνεχίζουν να πεθαίνουν και να πέφτουν νεκρά στα στόματα σαπροφύτων.
Επί ολόκληρες γενιές, οι Ευρωπαίοι πίστευαν πως η ζωή εμφανίζεται αυτόματα στη σήψη και στην κοπριά. Το σάπιο κρέας θεωρούνταν ότι γεννά προνύμφες. Τα παλιά κουρέλια γεννούσαν ποντίκια. Η προσεκτική παρατήρηση και το πείραμα, ωστόσο, αποκάλυψαν την ύπαρξη ενδιάμεσων στοιχείων. Οι προνύμφες, όπως γνωρίζουμε, δεν αναπτύσσονται από τις ακαθαρσίες, όσο χημικά περίπλοκες και αν είναι. Αναπτύσσονται από αβγά αφού πρώτα γονιμοποιηθούν με σπέρμα που μεταφέρεται από μύγες. Παρ' όλα αυτά, οι προνύμφες που στριφογύριζαν στο σαπισμένο κρέας, κατά τις απόψεις των προκατόχων του Louis Pasteur, σήμαιναν πως η ζωή αναπτυσσόταν από την ίδια την αποσύνθεση.Η Lynn Margulis γράφει στον Συμβιωτικό Πλανήτη, το βιβλίο όπου συνόψισε τη αντι-δαρβινική θεωρία της για την εξέλιξη, για τον άσηπτο ζωμό κρέατος του Pasteur, που εκτίθεται στο ομώνυμο ινστιτούτο στο Παρίσι, από το πείραμά του με το οποίο απέδειξε ότι για να υπάρξει ζωή πρέπει να προϋπάρξουν μορφές ζωής του ίδιου είδους. Το όμοιο και για τον θάνατο. Στη φιάλη που έμπαινε αέρας αλλά εμποδιζόταν η είσοδος βακτηρίων, το κρέας δεν σάπισε. Όμως τα βακτήρια δεν είναι, όπως επίσης ευρέως πιστεύεται, παθογόνοι παράγοντες στη ζωή, και στον θάνατο, που πρέπει να εξοντωθούν για να διαπρέψουν η τάξη, η καθαριότητα και η ομορφιά. Αντίθετα, ευθύνονται για τη ζωή και χωρίς αυτά, επιμένει o Maximo Sandin, οι ήπειροι θα ήταν έρημοι, αναπτύσσοντας το πολύ λειχήνες, και μάλιστα ελάχιστες, ενώ στους ανθρώπους ο αριθμός τους είναι δέκα φορές μεγαλύτερος απ’ τα κύτταρα απ’ τα οποία αποτελούνται. Είμαστε μήπως συσκευές βακτηριακής τεχνολογίας; Δέκα βακτήρια και βάλε για κάθε κύτταρο;
Η ζωή, γράφει η Margulis, είναι εγγενώς ένα σύστημα αποθήκευσης μνήμης. Θα έλεγε κανείς ότι ο θάνατος είναι μία μέθοδος αποβολής της μνήμης, ή, πληροφορικότερα, διαγραφής της. Η συσσωρευμένη μνήμη στους ανθρώπινους εγκεφάλους μπορεί να εξαφανίζεται με την καμία, όταν συμβεί το μέγα και απλό γεγονός του θανάτου; Όμως κι ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μνήμη απώλειας που για τη συντήρησή της, αγνοώντας τη βακτηριακή υπόγεια εργασία, οι άνθρωποι φροντίζουν από αιώνες. Τα βήματά μας πλησιάζουν στα νεκροταφεία, όπως εκείνο του Glasnevin, όπου είχε βρεθεί εκείνη την 16η Ιουνίου ο Μπλούμ. Θα περάσουμε την πύλη στην επόμενη ανάρτηση, με τις προϋποθέσεις που τέθηκαν στην αρχή. Ως τότε, όπως θα λέγαμε πως κάθε Ιούλιος θάβει κάποιον Ιούνιο, άσκοπος διαβάτης ο Νίκος Καρούζος:
Στα σπλάχνα του σκιρτούσε το αδιέξοδο.
Δεν ένιωθε τις αποστάσεις περπατώντας.
Και τραγουδούσε ολομόναχο το στόμα του.
Παράμ παμ παμ
παρίμ παμ πομ...
Ο θάνατος θέλει τα πουλιά και τα βαρίδια.
Παράμ παμ παμ
παρίμ παμ πομ...
Υπάρχει αύριο
υπάρχει και μεθαύριο.
Καινούργιο φέρετρο η καινούργια μέρα.
στο μεταξύ
η
κομποστοποίηση πτωμάτων
δεν
ενδείκνυται σε φυτικές καλλιέργειες
στις δε ζωικές
τρελαίνονται
τα υποσφάγια
καθώς
σαπρόφιλα εξ
ανάγκης
καταγίνονται
Ουάου... Όλοι γινόμεθα λίπασμα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι τίποτα δεν είναι δυνατόν να αλλάξει ολοκληρωτικά αυτή τη διαδικασία, πάντα θα μένει λίγο λίπασμα!
Μεγάλη παρηγοριά, η μόνη τόσο παρήγορη! (όχι η ανάρτηση, αλλά το συμπέρασμα από την ανάρτηση :)
πτωμαΐνη
ΔιαγραφήΟικολογία και στυλ. Ιδού http://www.newscientist.com/blogs/culturelab/2011/07/designing-a-mushroom-death-suit.html
ΑπάντησηΔιαγραφήυγ* Βρε Ταμίστα.. Πώς γίνεται και κάθε φορά που θα σε διαβάσω, να με χτυπάς γλυκώς και μια μικρή χορδούλα. Αυτός ο Καρούζος δε, με αποτέλειωσε. Μεγάλη αδυναμία..
Ευχαριστώ, Βόρειε(α).
ΔιαγραφήΓια τον Ιάπωνα του λινκ, τι να πιω. Είναι οικολογικό αυτό;
Εμ! Αφού έκαμες την γιαπωνέζα ιάπωνα, προτείνω μανιταρόζουμο :)
ΔιαγραφήΌντως βόρειος είμαι, από τη Νορμανδία. Πώς το κατάλαβες??
Αμάν, Νορμανδέ! Την έκαμα!
Διαγραφή