στεκόμουν όρθιος πάνω στην καρέκλα
έψαχνα στο ντουλάπι και κατέβηκα και πρίν
να σε φιλήσω κοιτούσες που σκοτείνιαζε
τράβηξα με τα δόντια λίγη πέτσα πο το δάχτυλο
δάγκωσα των νυχιών τις άκρες τις θρυμμάτισα
είχαμε μήνες στις 8 να δούμε ειδήσεις
ανακατεύονται χειμώνας και φθινόπωρο
η μια εποχή μέσα στην άλλη στο τσουβάλι
ακούς ο βήχας σου που γδέρνει τα παράθυρα
πρόσεχε μην ιδρώσεις πάλι ξύπνησες στις 4
άρχισες τις δουλειές η οθόνη πάντα σε χλωμιάζει
έξω τους καταβρόχθιζε το χιόνι από την ώρα
στους δημοσκόπους που απαντούσες μ' ερωτήσεις
ο δρόμος γέμισε υγρασία στο σκοτάδι
δύσκολο πια να βρούμεν θουσιώδεις τύπους
να λέμε κρίμα που δε μοιάσαμε σε δαύτους
πόση χαρά χορταίναμε άλλοτε στα βλέμματά τους
αδειάσανε τα μάτια τους στις μάσκες και στεγνώσαν
στην ερημιά την ερημιά τους ανταμώσαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου