Δευτέρα 27 Απριλίου 2015


όταν συνάντησα τον Μπακιρτζή





Καθώς περνούν τα χρόνια γίνεται δυσκολότερο να σκιρτήσει κανείς με την τέχνη. Γίνεται δυσκολότερο να εκπλαγείς και να ταυτιστείς. Οι μουσικές, οι ταινίες, ο λόγος, η ποίηση, όλα, σαν να ξαναπαράγουν τα ίδια που κάποτε σ' έκαναν ν' ανατριχιάς. Αυτή η κατάσταση μπορεί να μοιάζει με κρίση εποχής αλλά μάλλον είναι κρίση ηλικίας. 

Ο Μπακιρτζής είναι μια από τις εξαιρέσεις. Δεν έχει λόγο να επαναλάβει τίποτα γιατί μπορεί να επαναλαμβάνεται, όχι σαν επιτυχημένη συνταγή αλλά σαν παλιός καλός φίλος που με τ' αστεία του μπορεί ν' ανακουφίσει τον φόβο, τη διαπίστωση, της ματαιότητας. Είχα την τύχη να τον ακούω με τους Χειμερινούς Κολυμβητές, απ' τις αρχές των ογδόνταζ. Και μέχρι σήμερα. 

Επιτέλους, κάτι ευχάριστο μετά από τόσες μέρες, του είπε η καλή μου όταν τον συναντήσαμε μέσα στο τρένο, στον σταθμό της Θεσσαλονίκης. Είχαμε τόσες μέρες υποστεί ψεύδη και βεβαιότητες νέων ανθρώπων που στο όνομα της αμφισβήτησης συντηρούσαν τη νοσηρότητα που φαίνεται πως δεν έπαψε ποτέ να δηλητηριάζει τις παρέες των δήθεν ανατροπών.

Έβγαλα το μπλοκάκι, έσκισα μια σελίδα κι αντέγραψα απ' τη μνήμη τους στίχους:

Είπες· θα πάγω σ' άλλη γη. Μα, πού να πας;
Δεν θα 'χει Τάσο εκεί, μονάχα Τζέημς και Τζώννυ.
Και θα διψάσεις, θα 'χει τρύπα ο μαστραπάς. 
Θα 'σαι το γιόμα που τη νύχτα του μουτζώνει.

Σ' αυτόν τον τόπο, που όλο λες πως θες να πας,
θα είσαι η Γκούφυ, να ξεχάσεις πια το Γκόλφω.
Κάθε σου φίλος θα 'ναι ντίτζιταλ λαπάς
κι ίσως, μην το γελάς, θαυμάζει τον Αδόλφο.


Κύριε Μπακιρτζή, κάποτε ονειρεύτηκα να τραγουδάτε αυτό το τραγούδι μου, συμπλήρωσα στο χαρτί· του το είπα κιόλας όταν του το έδινα. Σας το χαρίζω, χαμογέλασα. Χαμογέλασε. Γύρισα στη θέση μου. Καθόμασταν διαγώνια και σχεδόν απέναντι. Το διάβασε, το δίπλωσε, το έβαλε μέσα απ' το βε της μπλούζας στο τσεπάκι του πουκαμίσου. Του είχα γράψει και τη διεύθυνση αυτού του μπλογκ. Σηκώθηκε. Αυτό το μπλογκσποτ που γράφετε, τι είναι; Ξέρετε δεν έχω φέισμπουκ, μου είπε. Ούτε κι εγώ, είναι μπλογκ, του απάντησα. Ίσως δεν κατάλαβε, η καλή μου του έλεγε για τις παιδικές παραστάσεις της με μουσική του Βόμβολου. Της Στέλλας; ρώτησε. Ναι, της Στέλλας

Λίγο μετά πήρε τους φακέλους, το βιβλίο, τις εφημερίδες, το μπουφάν και τη βαλίτσα και κατέβηκε στη Λάρισα. Εμείς είχαμε δρόμο ακόμα. Δεν του είχα γράψει την τελευταία στροφή. Αλλά ήταν αδημοσίευτη. Γράφτηκε μετά:

 Κι όταν γυρίσεις απ' τον τόπο που θα πας,
και μες στους δρόμους θα ρωτάς για κάποιον Τάσο, 
σκάψε καλύτερα το χώμα που πατάς·
εκεί θα μ' έχουν βάλει για να ξαποστάσω. 

Τώρα που συμπληρώθηκε η Γκούφυ, μην στενοχωριέσαι, Μαρίλδα, μετράει η θετική αναπλαισίωση, την επόμενη φορά θ' αναρτήσω ένα πολύ παλιότερο μινόρε, για τον Αργύρη κι αυτό. Και για την καλή μου. 



2 σχόλια: