προηγούμενο:
Παλιά μιλούσε σα να έπρεπε συνέχεια ν' απολογείται. Αν τον ρωτούσες τι του αρέσει, τι καφέ πίνει για παράδειγμα, έπρεπε ν' αναφέρει αναλυτικά τους λόγους που υποστήριζαν το γούστο του. Προσπαθούσε να σου απαντήσει έτσι ώστε, αν θεωρούσες ότι ο συγκεκριμένος καφές που πίνει είναι απαράδεκτος, να δείξει ότι κι εκείνος δεν διαφωνούσε ακριβώς αλλά υπήρχαν κάποιοι λόγοι που δεν μπορούσες να φανταστείς και που τον ανάγκαζαν να πίνει το συγκεκριμένο είδος καφέ. Όμως τελευταία όλα άλλαξαν. Ίσως όταν πήρε εκείνες τις εξετάσεις που, σύμφωνα με τον γιατρό, απαιτούσαν "περαιτέρω διερεύνηση" και που τον έκαναν να ανησυχήσει τόσο που αρνήθηκε να υποστεί οποιαδήποτε περαιτέρω διερεύνηση του σώματός του. Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι η αρρώστια του ήταν σοβαρή και θα τον οδηγούσε σύντομα στον θάνατο. Αυτή η πεποίθηση μέρα με τη μέρα εδραιωνόταν μέσα του κι έσπερνε σκέψεις για την ηθική του ευθύνη απέναντι στο τέλος, την τελετή λήξης όπως έλεγε, που έπρεπε να προετοιμάσει αποτιμώντας ευλαβικά την ανθρωπιά του. Είχε σκεφτεί να νοσήσει ο ήρωάς του, ο άντρας του ζευγαριού του σούπερ μάρκετ. Γράφοντας για κάποιον άλλο, ένα φανταστικό πρόσωπο, ίσως μπορούσε να ξεδιαλύνει τι του συνέβαινε. Μάλλον ποτέ δεν θα ξεδιάλυνε τι του συνέβαινε, θα μπορούσε όμως ν' αποφασίσει τι πρέπει να κάνει. Πώς να φερθεί στους δικούς του. Αν θα έβαζε σε λειτουργία το σχέδιό του να τους κάνει να τον μισήσουν ώστε όταν θα πεθάνει να πονέσουν λιγότερο. Εύκολη σκέψη, δύσκολη πράξη. Ας έγραφε τουλάχιστον. Και θάβλεπε τι θα κάνει.
- Άνοιξα τον σουγιά. Το σουγιά που μου πουλήσανε. Του είπα, αυτός ο σουγιάς δεν κόβει καλά. Παιδεύομαι κάθε φορά με τα μπρόκολα. Με τον λαιμό σου όμως... Με κοίταξε έντρομος. Το πιάνεις; Έντρομος. Ο τρόμος είναι μεγάλη υπόθεση. Το έχω καταλάβει. Έχω τρομάξει πολλές φορές. Πολλά θρωπάκια ξυπνάνε μέσα σε τρόμο. Τρομοληρούν. Τρόμαξε ο διευθυντάκος. Πάτησε ένα κουδούνι. Ήρθαν οι σεκιουριτάδες. Μ' άρπαξαν από τα μπράτσα. Οι δύο. Ο τρίτος μ' έπιασε απ' τα μαλλιά. Θα κουρευτώ γουλί, ρε. Να δούμε αν θα με ξαναπιάσουν απ' τα μαλλιά. Ούρλιαξα. Έχω έιτζ, ρε. Πίσω!!! Τρόμαξαν τα γοριλάκια. Με παράτησαν. Απότομα. Σωριάστηκα. Έκαναν πίσω. Πηγαίνετε, τους είπε ο διευθυντάκος. Σηκώθηκα. Έκανα πως θα τον φτύσω. Τρομοκρατήθηκε. Έφτυσα το μαζεμένο σάλιο στο πάτωμα. Αηδίασε. Έφυγα.
- Είσαι τρελός! Μ' έχεις κάνει ρεζίλι. Δεν πάει άλλο.
- Πάει. Πώς δεν πάει. Δεν έχω έιτζ.
- Το ξέρω, ηλίθιε.
- Έχω καρκίνο.
- Είσαι ηλίθιος.
- Στους όρχεις.
- Λες ψέματα.
- Στο δεξί αρχίδι! Ιδού! Εξετάσεις!
Πήρε τα χαρτιά στα χέρια, έβαλε πρώτα το τσιγάρο στο στόμα, δυσκολευόταν με το τσιγάρο, ο καπνός τής μπήκε στο μάτι, δάκρυσε, νευρίασε, πέταξε τα χαρτιά με δύναμη στο πάτωμα, δυο τρία χαρτιά ήταν, δεν υπάκουσαν στην οργή της, έπεφταν αργά, εκείνος πρόλαβε να τα πιάσει στον αέρα, θριαμβευτικά, μα η σκέψη πως γι' αυτό το αστείο, που κάποτε την έκανε να γελά, τώρα αδιαφορούσε, ούτε καν μια γκριμάτσα βαρεμάρας δεν του χαράμισε, η σκέψη αυτή τον γέμισε με θλίψη, εκείνη την ίδια τη θλίψη στα μάτια και το στόμα. Χαμήλωσε το βλέμμα, δεν τον εξόργιζε πια, τακτοποίησε τα χαρτιά κι έκανε να φύγει.
Ίσως κάπως έτσι, σκέφτηκε. Κάπως έτσι να της έλεγε ότι έχει καρκίνο. Είχε κι ο ίδιος; Αυτή η ιστορία με το ζευγάρι του σούπερ μάρκετ τον μελαγχολούσε. Εκείνοι ήταν αλλιώς. Δεν ήταν ένα ξοφλημένο ζευγάρι. Αγαπιούνταν τόσο. Γι' αυτό ήτανε γολγοθάς. Πώς να της το πει; Πώς να την πληγώσει τόσο βαθιά; Έπρεπε να γράψει. Ίσως λυτρωνόταν. Προσωρινά έστω. Κι ίσως έβρισκε τη λύση. Οι λύσεις είναι πάντα προσωρινές. Με ημερομηνία λήξεως. Μετά στα ίδια. Ώσπου νάρθει το τέλος.
gr.pinterest |
Πριν από καιρό είχε άθελά του σκοτώσει μια γάτα με το αυτοκίνητο. Οι άλλοι γάτοι στην αυλή της μάνας του έκαναν καιρό να συνέλθουν, δεν πλησίαζαν πια το αυτοκίνητο, κοιτούσαν με τρόμο το σημείο όπου σφάδασε η καημένη γάτα, ήταν κι η μόνη θηλυκιά στην παρέα και τώρα τόχουνε ρίξει στις μπουρδελότσαρκες οι άλλοι, γλίτωσε κι η μάνα του από τους γαμπρούς. Άργησαν να συνέλθουν οι γάτοι, ο άρχοντας δεν έβγαινε από το σπίτι για μέρες. Με το ζόρι μόνο για κακά του. Θα πεις κι αν δεν ήταν της στιγμής ο πάσαλος ήταν των λίγων ημερών. Μα κι οι άνθρωποι γρήγορα δεν ξεχνάνε; Στην αρχή φυσάνε και τη γιαούρτη κι έπειτα από καιρό ξανακαίγονται με το χυλό. Ίσως αυτές τις σκέψεις να τις έβαζε στην ιστορία του. Ίσως. Για τον πανταχού απόντα παρόντων ημών, κατά τον Επίκουρο, θάνατο, σημείο διαφωνίας σε κουλτουριάρικες συζητήσεις, ή για τον Βίτγκε, που στην υποθέση 6.4311 της Πραγματείας του διαβεβαίωνε ότι ο θάνατος δεν είναι συμβάν της ζωής, ότι (αφού) δεν τον ζούμε. Κι αυτές οι σκέψεις τού θύμισαν ένα παλιό υπό μέλους ποίημα, τον θνητό εμαυτό, που τόβαλε σκοπό να το κάνει μετά μέλους. Παράτησε τα γράμματα κι έπιασε τις νότες.
στο τεύχος 7 του περ. Ένεκεν (2007)
κάποτε παραποιήθηκε
και η προβολή έγινε μπρόβα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου