Άλλη μια φορά του είχε έρθει στο μυαλό εκείνη η κουβέντα της Χάνας Άρεντ για τον παράδεισο των τρελών. Η αφθονία, έγραφε, το προαιώνιο όνειρο του φτωχού και του απόκληρου, μόλις πραγματοποιηθεί γίνεται παράδεισος του τρελού... Ήταν τότε που βρέθηκε ουρανοκατέβατος στο Μώλ κι έστεκε αποσβολωμένος και κοιτούσε σα χάνος τα θρωπάκια που μπαινόβγαιναν καβλωμένα για κατανάλωση στα μαγαζάκια και δεν αγόρασε τίποτα· του έπεσε, που λένε.
Τώρα ήταν κάτι άλλο. Ήταν το φέισμπουκ. Η αφθονία εδώ ήταν διαφορετική. Όμως ο μηχανισμός της κατανάλωσης δεν διέφερε. Η ματαιοδοξία της δημόσιας αναγνώρισης έμοιαζε να χαρακτηρίζει περισσότερο τους like-ιστές από τους like-ιζόμενους. Είχε σημασία σ' αυτόν τον ορυμαγδό στον κήπο των τρελών; Στο Μωλ δεν είχε πάθει την αγοραφοβία, όμως εδώ ίσως δεν θα τη γλίτωνε.
Τώρα ήταν κάτι άλλο. Ήταν το φέισμπουκ. Η αφθονία εδώ ήταν διαφορετική. Όμως ο μηχανισμός της κατανάλωσης δεν διέφερε. Η ματαιοδοξία της δημόσιας αναγνώρισης έμοιαζε να χαρακτηρίζει περισσότερο τους like-ιστές από τους like-ιζόμενους. Είχε σημασία σ' αυτόν τον ορυμαγδό στον κήπο των τρελών; Στο Μωλ δεν είχε πάθει την αγοραφοβία, όμως εδώ ίσως δεν θα τη γλίτωνε.
Η αντίληψη της νεότερης εποχής για τη δημόσια σφαίρα, μετά τη θεαματική αύξηση της δημόσιας σημασίας της κοινωνίας, εκφράζεται από τον Adam Smith, όταν, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, αναφέρει "την ανεπρόκοπη εκείνη ράτσα των ανθρώπων που κοινώς αποκαλούνται άνθρωποι των γραμμάτων", για τους οποίους "η δημόσια αναγνώριση ... αποτελεί πάντα ένα μέρος της αμοιβής τους ..., ένα σημαντικό μέρος ... για το επάγγελμα του γιατρού· ένα ακόμη μεγαλύτερο ίσως για το επάγγελμα του νομικού· για τον ποιητή και τον φιλόσοφο αποτελεί το σύνολο σχεδόν". Εδώ είναι αυταπόδεικτο ότι η δημόσια αναγνώριση και η χρηματική αμοιβή είναι της αυτής φύσεως και μπορούν να πάρουν το ένα την θέση του άλλου.
Η δημόσια αναγνώριση είναι κι αυτή κάτι που χρησιμοποιείται και καταναλώνεται, και το γόητρο, καθώς θα λέγαμε σήμερα, ικανοποιεί μιαν ανάγκη όπως η τροφή ικανοποιεί μιαν άλλη: η δημόσια αναγνώριση καταναλώνεται από την ατομική ματαιοδοξία όπως καταναλώνεται η τροφή από την πείνα.
Είναι προφανές ότι απ' αυτή την άποψη το κριτήριο της πραγματικότητας δεν έγκειται στην δημόσια παρουσία των άλλων, αλλά μάλλον στην μεγαλύτερη η μικρότερη επιτακτικότητα των αναγκών εκείνων που την ύπαρξη ή μη ύπαρξή τους δεν μπορεί να βεβαιώσει κανένας άλλος εκτός από όσους τις νιώθουν. Και αφού η ανάγκη της τροφής έχει την αυταπόδεικτη πραγματική βάση της στην ίδια τη λειτουργία της ζωής, είναι επίσης προφανές ότι οι εντελώς υποκειμενικές σουβλιές της πείνας είναι πιο πραγματικές από τη "ματαιοδοξία", όπως συνήθως ονόμαζε ο Hobbes τη δίψα της δημόσιας αναγνώρισης. Όμως, κι αν ακόμη αυτές τις ανάγκες, μ' ένα θαύμα συμπόνοιας, τις συμμερίζονταν και οι άλλοι, πάλι η ίδια η κενότητά τους θα τις εμπόδιζε πάντα να εγκαθιδρύσουν κάτι τόσο στέρεο και τόσο διαρκές όσο ένας κοινός κόσμος.
Το θέμα λοιπόν δεν είναι ότι υπάρχει μια έλλειψη κοινής αναγνώρισης για την ποίηση και τη φιλοσοφία στον σύγχρονο κόσμο, αλλά ότι αυτή η αναγνώριση δεν συνιστά ένα χώρο όπου διασώζονται τα πράγματα από τη φθορά του χρόνου. Η ματαιότητα της κοινής αναγνώρισης, η οποία καταναλώνεται καθημερινά σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες, είναι τέτοια, ώστε, αντίθετα, η χρηματική αμοιβή, ένα από τα πιο μάταια πράγματα που υπάρχουν, μπορεί να γίνει πιο "αντικειμενική" και πιο πραγματική.
καλά τα λες Ταμίστα, γι' αυτό κι εγώ το 'σβησα
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαρίλδα
Αλιά 'πο μας.
ΑπάντησηΔιαγραφή