Σάββατο 26 Απριλίου 2014


ο θεατός απρίλης αφήνει το φτυάρι


Η ιστορία, έγραψε ο Jacques Le Goff, πολύ καιρό πριν την πρωταπριλιά που μας πέρασε, είναι επιστήμη του χρόνου, στενά συνδεμένη με τις διάφορες αντιλήψεις για το χρόνο στο εσωτερικό της κοινωνίαςΟ χριστιανισμός, για παράδειγμα, συνδύασε τουλάχιστον τρία διαφορετικά είδη χρόνων, με πρώτο τον κυκλικό χρόνο της τελετουργίας που αξιοποιούσε το ειδωλολατρικό ημερολόγιο. Τον χρόνο της φύσης, δηλαδή, τις αδιάκοπα επανερχόμενες εποχές, που τις μυρίζουμε πιο πολύ στα φυτά, γι' αυτό χρειάζεται το χώμα, να σε διαπεράσουν οι στιγμές αυτού του χρόνου, δεν πρόκειται απλώς για ζήτημα ένδυσης και υπόδησης, θέρμανσης και δροσισμού, ομπρέλας και γυαλιών ηλίου. Μάθαμε ότι χρόνος είναι αυτό που μετρούν τα ρολόγια και τα ημερολόγια, που εμφανίζεται πάντα μπροστά μας, τον βλέπω κάτω δεξιά στην οθόνη του υπολογιστή, στο κινητό, στο ημερολόγιο του τοίχου, αυστηρά κομματιασμένο σε 60, 3.600, 86.400 κομματάκια, φτερωτές στιγμές, φτερόλεπτα. 





Έτσι τα βρήκαμε, λένε και δεν έχουν άδικο. Έτσι τα βρήκαμε. Άλλοτε η μέρα άρχιζε με την ανατολή και τέλειωνε στη δύση. Τώρα αργεί να νυχτώσει. Όχι μόνο γιατί μεγάλωσε η μέρα αλλά και γιατί άλλαξε η ώρα. Δεν έχουν όλες οι μέρες 24 ώρες. Μία έχει 23 κι άλλη μια 25. Τις μέρες που η ώρα αλλάζει. Ο χρόνος είναι κατασκευή. Την 1η Απριλίου 2014 ο Le Goff άφησε τα εγκόσμια. Στις 6 κάποιου Απρίλη η Αμαράντα άρχισε μετά από εντολή του θανάτου να υφαίνει το σάβανό της. Της παρουσιάστηκε σαν γυναίκα - μήπως είναι γυναίκα; - με γαλάζιο φόρεμα. Άρχισε να μετράει τον χρόνο με βελονιές. Τι σημασία είχαν πια οι ενδείξεις των ρολογιών και των ημερολογίων; Όταν έβαλε την τελευταία βελονιά, κάποιον Φλεβάρη, ήταν η ώρα να πεθάνει.Η Αμαράντα ειδοποίησε όλη την κοινότητα του Μακόντο και ανέλαβε να μεταφέρει δεκάδες πισσαρισμένα γράμματα των κατοίκων του στους νεκρούς τους. Τα Εκατό χρόνια μοναξιάς μπορούν να είναι Άρλεκιν, μπορούν να είναι και Ιλιάδα – ανάλογα με το πώς θα το διαβάζουμε, συμπεραίνει ο Τριαρίδης. Έτσι είναι, γενικά. Έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα τ' αφήσουμε. Στις 17 Απριλίου ήρθε η ώρα του Gabriel Garcia Marquez. Στο ημερολόγιο του Ελύτη για τον αθέατο Απρίλιό του δεν βρίσκονται οι ημερομηνίες 6 και 17. Δεν τον μπορώ τον Ελύτη και το απριλιάτικο ημερολόγιό του. Δεν το μπορώ το φεγγάρι που σπαράζει στης νύχτας το κοτσάνι. Προτιμώ, μα το θεό, τον μπαρμπα-Φεγγάρη του Ρίτσου. 

Ο Μάης σηκώνει το φτυάρι κι ο Απρίλης τρέμει. Ο Μάκβεθ σκέφτεται την επαύριο. Ο χρόνος είναι κάτι σε ρήμα. Η Emily Dickinson:


Η πρώτη Πράξη είναι να βρεις
Η δεύτερη, να χάσεις, 
Για το "Χρυσόμαλλο το Δέρας" η Εκστρατεία 
Τρίτη

Τέταρτη, καμιά Ανακάλυψη - 
Πέμπτη, κανένα Πλήρωμα - 
Τέλος, ούτε Χρυσόμαλλη Προβιά - 
Κι ο Ιάσων - ένα ψέμα.

(1864)





εδώ, στο τέλος, η θάνατος στα λευκά





μα πού να τόβρει η νύχτα το κοτσάνι
λες κι είναι το φεγγάρι μου καρπός της
σπαράζει, αλήθεια, βρέχει το άσπρο της φουστάνι
δύσκολη θάνατος, στις λάσπες η ατραπός της



Τετάρτη 9 Απριλίου 2014


τούτη λοιπόν είναι πανάσταση







Έβλεπε τον καιρό να κατεβαίνει καθώς μυρμήγκια νέβαιναν το λόφο της ολούθε ματαιότητας. Κουφός απτόναφτί, γύριζε το κεφάλι τον κόπο των βημάτων τους να νιώσει. Κρατούσε το φακό να μεγεθύνει τα κεφάλια τους, να δει τα μάτια τους τι βλέπουν. Τη γλίτωσε αρκετές φορές μηρμυγκηδόν ένα μηρμύγκι, ο δον μυρμήγκης, ο περήφανος σαν άνθρωπος, σαν σύννεφο ασταθής, με δίχως παντελόνια σύννεφο. 


Ο δρόμος μου, είπε, είναι φυλακή. Τα ψίχουλα ασήκωτο μαρτύριο. Γελάστηκα τόσες φορές πως θα ξεκουραζόμουν, θα χόρταινα τροφή και αγκαλιά. Ο κόσμος όλος είναι κίνδυνος· να γίνω αποτύπωμα γαλότσας, σε ζώου τον στόμα παιχνιδάκι και μπουκιά. 

Σκεφτόταν νάτανε μυρμήγκι. Το ίδιο με μένανε, σκεφτόταν. Ένιωθε στάλες μπαλταδιές να βρέχουνε ως τη φανέλα, στο σώμα να κολλά. Ξαρμύριζε τα δάκρυα η βροχή, άρχισε να μαζεύει τα μυρμήγκια με τη χούφτα, του μάγκωναν τα χείλη οι δαγκάνες, αντίσταση όλο λύσσα στο λαρύγγι. 


Τούτη λοιπόν είναι πανάσταση, σκεφτόταν. Τούτη θυσία του εαυτού για όλους. Μυρμήγκιασαν ο στόμας κι η καρδιά μου. Θα φτύσω όσα δεν κατάπια, θα νασκουμπωθώ. Πίσω γυρνώ, νωρίς ήταν για χώμα. 

Γύρισε πίσω, πίσω, τράβηξε από τη θέση του τον Μάκβεθ, έβαλε το νερό για τσάι και να ψηθεί ένα τοστ. Η τελευταία φέτα τον έστειλε στο σημειωματάριο για τις προμήθειες: Τυρί για τοστ - 14 φέτες. Θυμήθηκε, ευκαιρία, την αλκοολούχο λοσιόν: Ντεμέκ οιλόπλεμα, σημείωσε. Πήρε το τσάι και το τοστ στο γραφείο. Άρχισε να πληκτρολογεί:












Μακμπέθ:

Την αύριον, ή επαύριον· κι αυτήν άλλη αύριον παραμονεύει,
με άδειο ήχο έρποντας από το ένα σήμερα στο άλλο
ως την έσχατη συλλαβή του χαρτογραφημένου χρόνου·
και όλα μας τα χθες, λαμπάδες: να φωτίζουν τις μάζες των αφρόνων
στην κάθοδό τους προς τον τεφρό θάνατο. Σβήσου, σβήσου ζωής ολίγης φλόγα.
Φάντασμα πλανόδιο ο βίος, μικρής μοίρας θεατρίνος, 
που φωνασκεί και ματαιολογεί επί σκηνής
κι ύστερα μνήμη πια καμία δεν θα τον φιλοξενήσει. 
Η ζωή: παραμύθι ειπωμένο από ηλίθιον, γεμάτο ήχους της μανίας·
και νοημά της το μηδέν.

Σαίξπηρ, Μακμπέθ
(Πράξη V, σκηνή V)
Μετάφραση Παύλου Μάτεσι

  





Η μετάφραση του Signifying nothing από τον Μάτεσι 
έγινε για την εισαγωγή στο μυθιστόρημα του Φώκνερ









 

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014


(απ' την κατάψυξη:) μονάχα οι ένοχοι






Να πείναγα τον ύπνο 
απ' τις πομπές της πλήξης.
Να κρυφοκοίταζα στις γρίλιες, 
που βαριόταν, το χειμώνα
Ν' άνοιγα τα πατζούρια 
στης άνοιξης το σούρσιμο.

Να ζόριζα τη μνήμη
μιανής συλλογικότητας. 

Να έκανα πίσω μπρος στη σύνθεση,
ως να γευτώ το απόλυτο φτερόλεπτο.
Να έχανα όπως τώρα το ρυθμό, 
να ήθελα να σώπαινα.

Να έφτυνα τον ανεκτό
τον σεβαστό τον κύριο.

Να ρύπαινα με τύψεις τις ευχές. 
Να ξέπλενα μ' ευχές τις τύψεις.
Να σώπαινα ξανά
στου χάους την παραμύθα.

Μονάχα οι ένοχοι μιλούν 
για αθωότητα. 



brigadaligera.tumblr



κάποτε πρέπει
να σκορπιούνται τα κατεψυγμένα
κόντεψα πάλι να μην το προλάβαινα 
θάλλαζε αλλόκοτα ξανά θα πιάναν ζέστες

θάμπλεκα την οργή με τις παστίλιες του λαιμού

οι καρακάξες θα εφορμούσανε στους γάτους

ταυλάκια δεν θα χόρταιναν νερό

οι κλίκες θα σφαζόντουσαν χωρίς να ξέρουν

πόσα φυντάνια η καθεμιά να θυσιάσει

θα πετσοκόβαν κλικαδόρους τα τσιράκια 

από ευθύνη περισσή ή κατά λάθος

κερματισμένοι απτοένα ως το μηδέν

με τόσα ίσως θα ξεψύχαγαν τα δεν

ίσως στο τέλος θάχα πάρει τα βουνά

με τους συντρόφους ή μονάχος 

δίχως μάθια






weegingayin