Έβλεπε τον καιρό να κατεβαίνει καθώς μυρμήγκια νέβαιναν το λόφο της ολούθε ματαιότητας. Κουφός απτόναφτί, γύριζε το κεφάλι τον κόπο των βημάτων τους να νιώσει. Κρατούσε το φακό να μεγεθύνει τα κεφάλια τους, να δει τα μάτια τους τι βλέπουν. Τη γλίτωσε αρκετές φορές μηρμυγκηδόν ένα μηρμύγκι, ο δον μυρμήγκης, ο περήφανος σαν άνθρωπος, σαν σύννεφο ασταθής, με δίχως παντελόνια σύννεφο.
Σκεφτόταν νάτανε μυρμήγκι. Το ίδιο με μένανε, σκεφτόταν. Ένιωθε στάλες μπαλταδιές να βρέχουνε ως τη φανέλα, στο σώμα να κολλά. Ξαρμύριζε τα δάκρυα η βροχή, άρχισε να μαζεύει τα μυρμήγκια με τη χούφτα, του μάγκωναν τα χείλη οι δαγκάνες, αντίσταση όλο λύσσα στο λαρύγγι.
Γύρισε πίσω, πίσω, τράβηξε από τη θέση του τον Μάκβεθ, έβαλε το νερό για τσάι και να ψηθεί ένα τοστ. Η τελευταία φέτα τον έστειλε στο σημειωματάριο για τις προμήθειες: Τυρί για τοστ - 14 φέτες. Θυμήθηκε, ευκαιρία, την αλκοολούχο λοσιόν: Ντεμέκ οιλόπλεμα, σημείωσε. Πήρε το τσάι και το τοστ στο γραφείο. Άρχισε να πληκτρολογεί:
Ο δρόμος μου, είπε, είναι φυλακή. Τα ψίχουλα ασήκωτο μαρτύριο. Γελάστηκα τόσες φορές πως θα ξεκουραζόμουν, θα χόρταινα τροφή και αγκαλιά. Ο κόσμος όλος είναι κίνδυνος· να γίνω αποτύπωμα γαλότσας, σε ζώου τον στόμα παιχνιδάκι και μπουκιά.
Σκεφτόταν νάτανε μυρμήγκι. Το ίδιο με μένανε, σκεφτόταν. Ένιωθε στάλες μπαλταδιές να βρέχουνε ως τη φανέλα, στο σώμα να κολλά. Ξαρμύριζε τα δάκρυα η βροχή, άρχισε να μαζεύει τα μυρμήγκια με τη χούφτα, του μάγκωναν τα χείλη οι δαγκάνες, αντίσταση όλο λύσσα στο λαρύγγι.
Τούτη λοιπόν είναι πανάσταση, σκεφτόταν. Τούτη θυσία του εαυτού για όλους. Μυρμήγκιασαν ο στόμας κι η καρδιά μου. Θα φτύσω όσα δεν κατάπια, θα νασκουμπωθώ. Πίσω γυρνώ, νωρίς ήταν για χώμα.
Γύρισε πίσω, πίσω, τράβηξε από τη θέση του τον Μάκβεθ, έβαλε το νερό για τσάι και να ψηθεί ένα τοστ. Η τελευταία φέτα τον έστειλε στο σημειωματάριο για τις προμήθειες: Τυρί για τοστ - 14 φέτες. Θυμήθηκε, ευκαιρία, την αλκοολούχο λοσιόν: Ντεμέκ οιλόπλεμα, σημείωσε. Πήρε το τσάι και το τοστ στο γραφείο. Άρχισε να πληκτρολογεί:
Μακμπέθ:
Την αύριον, ή επαύριον· κι αυτήν άλλη αύριον παραμονεύει,
με άδειο ήχο έρποντας από το ένα σήμερα στο άλλο
ως την έσχατη συλλαβή του χαρτογραφημένου χρόνου·
και όλα μας τα χθες, λαμπάδες: να φωτίζουν τις μάζες των αφρόνων
στην κάθοδό τους προς τον τεφρό θάνατο. Σβήσου, σβήσου ζωής ολίγης φλόγα.
Φάντασμα πλανόδιο ο βίος, μικρής μοίρας θεατρίνος,
που φωνασκεί και ματαιολογεί επί σκηνής
κι ύστερα μνήμη πια καμία δεν θα τον φιλοξενήσει.
Η ζωή: παραμύθι ειπωμένο από ηλίθιον, γεμάτο ήχους της μανίας·
και νοημά της το μηδέν.
Σαίξπηρ, Μακμπέθ
(Πράξη V, σκηνή V)
Μετάφραση Παύλου Μάτεσι
έγινε για την εισαγωγή στο μυθιστόρημα του Φώκνερ
https://www.youtube.com/watch?v=3CFYdPjqsIY
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ, αλλά δυσεύρετο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα.