Η κλεφτουριά στη γκλαμουριά στέλνει τα συχαρίκια
Πως ο Χριστούλης σήκωσε στον τάφο τα μανίκια
Κι έδωσε μια και τάσπασε τα μάρμαρα κι ανέστη
Κι είδανε τη φιγούρα του φρουροί και γυναικούλες
Την είδε κι η Μαγδαληνή πούχε βαρέσει μπιέλες
Την είδε κι η μανούλα του – κι η λύτρωση τη βρήκε
Να κάθεται ανακούρκουδα, να οδύρεται, να βρίζει
Να σκάβει με τα νύχια της τη γης που τονεπήρε
Να σκίζει, ναι, το φόρεμα, να βγάζει τα μαλλιά της
Και να ζηλεύει όλες αυτές που τα παιδιά τους ζούσαν
Κι ύστερα, πώς να πιστευτεί η τρανταχτή η αλήθεια
Πώς ο ηττηθείς ο Χάροντας να βγει ξανά στη γύρα
Να φαλαγγίσει τις ζωές όλων των γεννημένων
Να πάψουν τα φτυσίματα μη βασκαθούν τα νιάτα
Να λυτρωθούν οι οδυνηρές εξ ορισμού ζωές μας
Είναι όλα κουραφέξαλα, ένας τροζός φωνάζει
Απάνω εις του πλάτανου τις πιο ψηλές κλαδούρες
Αν ήτανε απέθαντοι να ζήσουν πια οι θνητοί μας
Κι άνεργοι ναπομείνουνε οι νεκροθάφτες όλοι
Καλύτερα να τιναχτώ ψηλά εις τους αιθέρες
Κι αν είν’ το τέλος φάντασμα ας ζήσω πια πετώντας
Είπε, ψηλά τινάχτηκε, λες στάθηκε για λίγο
Ακίνητος σαν πάγωμα μες στης τιβής τα πίξελ
Κι ύστερα προσγειώθηκε ανώμαλα στη γη του
Πούθελε να τον καταπιεί τι’χε ξανά πεινάσει
Τη μάνα εκειού του κουζουλού που ’πεσε απ’ το πλατάνι
Την έσκισε μια μαχαιριά μέσα στα σωθικά της
Στο θαύμα δεν επίστεψε ως είχε αναδακρυώσει
Μόν’ ετροζάθηκε κι αυτή και λέγει μοιρολόγια
Γιε μου, της μοίρας μου νταβά, του χάροντα στρατιώτη
Που εσάλεψέ σου το μυαλό να παίζεις το αγγελάκι
Δεν το κατέω αφέντη μου γιάντα σ’ έχω αναστήσει
Να ζήσεις όσο ’νταν πρεπό κι όχι όσο θέλει η ρίμα
Που ’ναι κι αυτή πουταναριό του χάροντα μαιτρέσσα
Και τώρα κλαίγω μοναχή γιατί ’μουν πάντα μόνη
Τα δάκρυά μου πέφτουνε στη γη και τηνε καίνε
Και τα ποτάμια που περνούν αδιάφορα στεγνώνουν
Κι η θάλασσα όπου χύνουνταν αφρίζει απ’ το κακό της
Τι στην καρδιά τα σφάλισα να ’ρθω να σ’ ανταμώσω
ωραίο! "Ακίνητος σαν πάγωμα μες στης τιβής τα πίξελ" μάγος είσαι, υποκλίνομαι <3
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή ανάσταση, Μαρίνα!
ΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ για το κομπλιμέντο!