Маяковский В.В., by Aleksjankoy
Πού πάω;
Γιατί;
Τρέχω προς όλα τα σημεία
ανάμεσα στ' ανθρώπινο σμήνος
που βομβίζει.
Τα μάτια μου διατρέχουν τα παράθυρα-κυψέλες.
Επίπονος τούς είναι ο Ιούλιος
ξένος,
απεχθής.
Η πολιτεία σβήνει τις βιτρίνες της
και τα παράθυρά της.
Κατάκοπος και με γερτό κεφάλι.
Και τότε μόνο
το λιόγερμα, ματόβρεχτος χασάπης,
ξεκοιλιάζει το πτώμα των σύγνεφων.
Σέρνομαι.
Μια γέφυρα φαντασμαγορική.
Εκεί ανεβαίνω
κι απ' το ύψος της παρατηρώ παράξενα συγκινημένος.
Είμουν εκεί όρθιος, θυμάμαι.
Είταν η ίδια ετούτη ακτινοβόλα λάμψη.
Το ίδιο και τότε
αυτό λεγόταν Νέβας.
Υπήρχε εδώ μια πολιτεία
μια πολιτεία παράφρονη
χαμένη σ' ένα καπνοφόρο δάσος καμινάδων.
Και να, σ΄αυτή την πολιτεία
θ' αρχίσουνε σε λίγο
οι νύχτες
γυάλινες,
πελιδνές.
Νεκρός από Ιούλιο.
Πυρακτωμένος, στερημένος από νύχτα.
Το παραλήρημά του σ' ένα φευγαλέο μουρμούρισμα διαφεύγει.
Σε λίγο περνάει ο σταυρός ενός νοσοκομειακού αυτοκινήτου,
σε λίγο ακούγεται ένας πυροβολισμός.
Ύστερα πάλι
σιωπή.
Ξέρω
πως φτάνει κάτι ελάχιστο
για να πυρακτώσει ανθρώπους σαν και μένα.
Ωστόσο είναι τρομαχτικό
ετούτες οι χιλιάδες τα φανάρια
νάναι πρόσωπα.
Μα πού λοιπόν έχω δει αυτό το τικ;
Επάνω απόνα σπίτι
μες στους κινδύνους της γερτής σκεπής
σε βλέπω να βαδίζεις ανάμεσα στις ακτίνες
συνάζοντάς τες σε ανθοδέσμες.
Τείνομαι ακέριος προς εσένα
μα εσύ έχεις φύγει κιόλας σαν ομίχλη κάτω από τη μύτη μου.
Και πάλι, να με,
βουβός και πετρωμένος.
Οι βραδινοί περπατητές σκορπίσανε.
Νιώθω σχεδόν την ευωδιά του δέρματός σου,
σχεδόν την αναπνοή σου,
σχεδόν τη φωνή σου.
Νομίζω πως το φάντασμα
αιφνίδια ξαναζεί.
Εκείνη διέφυγε,
από δεσμούς αγέρινους ξεγλύστρησε.
Πιότερο ακόμη
έχει διαλυθεί
σε μια πομπή.
Η αναστημένη μου καρδιά, βαριά αναπήδησε.
Και πάλι
Ζήτω
η τρέλλα μου!
ξένος,
απεχθής.
Η πολιτεία σβήνει τις βιτρίνες της
και τα παράθυρά της.
Κατάκοπος και με γερτό κεφάλι.
Και τότε μόνο
το λιόγερμα, ματόβρεχτος χασάπης,
ξεκοιλιάζει το πτώμα των σύγνεφων.
Σέρνομαι.
Μια γέφυρα φαντασμαγορική.
Εκεί ανεβαίνω
κι απ' το ύψος της παρατηρώ παράξενα συγκινημένος.
Είμουν εκεί όρθιος, θυμάμαι.
Είταν η ίδια ετούτη ακτινοβόλα λάμψη.
Το ίδιο και τότε
αυτό λεγόταν Νέβας.
Υπήρχε εδώ μια πολιτεία
μια πολιτεία παράφρονη
χαμένη σ' ένα καπνοφόρο δάσος καμινάδων.
Και να, σ΄αυτή την πολιτεία
θ' αρχίσουνε σε λίγο
οι νύχτες
γυάλινες,
πελιδνές.
Νεκρός από Ιούλιο.
Alexander Chereshnev - Mayakovsky, by ThePechenegi
Πυρακτωμένος, στερημένος από νύχτα.
Το παραλήρημά του σ' ένα φευγαλέο μουρμούρισμα διαφεύγει.
Σε λίγο περνάει ο σταυρός ενός νοσοκομειακού αυτοκινήτου,
σε λίγο ακούγεται ένας πυροβολισμός.
Ύστερα πάλι
σιωπή.
Ξέρω
πως φτάνει κάτι ελάχιστο
για να πυρακτώσει ανθρώπους σαν και μένα.
Ωστόσο είναι τρομαχτικό
ετούτες οι χιλιάδες τα φανάρια
νάναι πρόσωπα.
Μα πού λοιπόν έχω δει αυτό το τικ;
Επάνω απόνα σπίτι
μες στους κινδύνους της γερτής σκεπής
σε βλέπω να βαδίζεις ανάμεσα στις ακτίνες
συνάζοντάς τες σε ανθοδέσμες.
Τείνομαι ακέριος προς εσένα
μα εσύ έχεις φύγει κιόλας σαν ομίχλη κάτω από τη μύτη μου.
Και πάλι, να με,
βουβός και πετρωμένος.
Οι βραδινοί περπατητές σκορπίσανε.
Νιώθω σχεδόν την ευωδιά του δέρματός σου,
σχεδόν την αναπνοή σου,
σχεδόν τη φωνή σου.
Νομίζω πως το φάντασμα
αιφνίδια ξαναζεί.
Εκείνη διέφυγε,
από δεσμούς αγέρινους ξεγλύστρησε.
Πιότερο ακόμη
έχει διαλυθεί
σε μια πομπή.
Η αναστημένη μου καρδιά, βαριά αναπήδησε.
Και πάλι
Ζήτω
η τρέλλα μου!
από το ποίημα "ο Άνθρωπος"
στο Μαγιακόβσκη - Ποιήματα
μτφ. Γιάννη Ρίτσου
εκδ. Κέδρος, όγδοη έκδοση, 1976
Δείτε ακόμη:
Ο Μαγιακόβσκη σκηνοθετεί και παίζει το 1918 στο
η Λαίδη και ο Αλήτης
το σενάριο του Μαγιακόβσκη, βασισμένο
στο διήγημα "Η δασκάλα των εργατών" του Edmondo De Amicis
Μέρος 1ο:
by KidaCut
Reconstructing Mayakovsky
by janthesvg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου