Όταν γίνεται λόγος για το
Μιχάλη Κακογιάννη
μου ’ρχεται στο νου
η συγκλονιστική σκηνή
από τη «Στέλλα».
Το ίδιο συνέβη
κι όταν άκουσα για το
θάνατό του.
Η σκηνή εναλλάσσεται
στη μνήμη με άλλες,
όπως εκείνη με το χορό
του Ζορμπά – Άντονι Κουίν,
απ’ τις χαρακτηριστικές
της αναδιαμορφούμενης (τότε)
νέας πατριωτικής ιδεολογίας,
της εμποτισμένης
με το θεοδωράκειο συρτάκι.
Όμως, όπως πάντα, έτσι και τώρα,
επανέρχεται δυνατά
η σκηνή από τη «Στέλλα».
Θα τη γράψω
τη λέξη του συρμού:
Εμβληματική σκηνή,
μένω πάντα άναυδος
όταν προβάλλει στο γυαλί,
η σκέψη μου, τότε, θολή
με βάζει να τηνε μισώ, μα και να τη χαζεύω,
όπως μικρός τις έμορφες κοπέλες που περνούσαν
απ’ την παλιά μου γειτονιά, που χάθηκε σα λάθος,
που 'μοιαζε κείνης της σκηνής σα να 'ταν, σαν τον κόμπο
που μου σαλπίζει τη στριγκιά, της Στέλλας την αναίδεια,
και μου κρατάει σαν όμηρο τ’ ανόητα τα σχέδια,
που στίχος, που όλο κρύβεται σε ψεύτικες πεζούλες,
γίνεται και τρανώνεται και μαστιγώνει δούλες
της καταπόνησης του νου, της άξεστης λατρείας
μιας Ανδρομάχης άδολης, μιας πατημένης Τροίας.
αγάπη - δίκοπο μαχαίρι, με της χαράς την πεθυμιά
κάποτε μ' έπαιρνες στο φέρι και με γελούσες άλλη μια
το δάκρυ σου το φλογισμένο, τη στέρνα αρμύρισε ξανά
από τα μάθια εξαρτημένο, στεγνό σαν πρόγραμμα οκανά
φωθιές σε μάθια δε μπανίζω, σβησμένα αστέρια δε θωρώ
ούτε μεθέξεις προσπορίζω, ούτε ρεπούμπλα πια φορώ
φεγγάρι σαν το πορτατίφ μου, τραβώ κορδόνι και σβηστό
μου μουρμουράς το λάιτ μοτίφ μου, με τόνα μάτι σου κλειστό
μισό τον πόνο για να βλέπεις, μισό το φόνο ν’ αρνηθείς
μισώ το χρόνο που όλο δρέπεις, μη σώσεις να με λυπηθείς
έμεινες, στέλλα˙ το μαχαίρι δίκοπο μπήχτηκε κι εσύ
πάνω στη σέλα για τ' αστέρι με τις ματάρες σου καρσί
χύμηξες και κατασπαράζεις τα όνειρα των αγοριών
ακόμα και νεκρή ανταριάζεις, αντάρα των μισοφοριών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου