Η οικογένεια Κικίδη, απ' την οποία κατάγεται η Ελένη, η γνωστή μας κυρία Κικίδη - Μουλά, ήταν μια τυπική μικροαστική οικογένεια σε μια κωμόπολη, αν δεν απατώμαι, της Πελοποννήσου, ίσως της νοτιοδυτικής. Αυτό δεν έχει σημασία, εξάλλου και η Ελένη και η αδερφή της, η Αργυρούλα, ζουν εδώ και χρόνια στην Αθήνα. Αν και αδερφές, οι ζωές τους δεν μοιάζουν καθόλου. Φυσικά, αυτό δεν είναι κάτι ασυνήθιστο.
Η Ελένη Κικίδη ήταν, και παραμένει, τηρουμένων των χρονολογιών, μια καλλονή. Αν κι έχει παχύνει λίγο, συνεχίζει να αρέσει πολύ. Φυσικά, ποτέ δεν προκαλούσε με την εμφάνισή της, δεν ήταν σαχλοκούδουνο, που λένε, κάτι το οποίο δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε το ίδιο πειστικά για τη Ρούλα. Αυτή η διαφορά τους στο στιλ, όχι μόνο της εμφάνισης, αλλά και της σκέψης και του τρόπου ζωής, επηρέασε δραματικά τις τύχες τους. Άλλος είναι ο τύπος που θα κοίταγε την Ελένη, άλλος εκείνος που θα του γυάλιζε η Ρούλα. Αν και η τελευταία, σίγουρα προκαλούσε κάθε αρσενικό, όχι, όμως, όλα τ' αρσενικά με τα ίδια σχέδια.
Τέλος πάντων...
Οι αδερφές Κικίδη σε μια οικογένεια στρείδι
μεγάλωσαν κι οι δυο. Επήγαν στο σχολειό,
αρίστευσαν, σχεδόν.
Κι ύστερα, δαχτυλίδι
να βάλουν και γαμπρό ζητούσαν. Ρεμπελιό
να βάλουν και γαμπρό ζητούσαν. Ρεμπελιό
δεν ήθελαν,
βεβαίως. Ήθελαν νοικοκύρη,
ν’ ανοίξουν ένα σπίτι, να κάνουνε παιδιά.
ν’ ανοίξουν ένα σπίτι, να κάνουνε παιδιά.
Θέλαν παιδί
τζιμάνι, όχι κανα καρμοίρη,
να έχει και ελίτσες, να παίρνουν τη σοδειά.
να έχει και ελίτσες, να παίρνουν τη σοδειά.
Η μάνα στο στασίδι,
στον καφενέ ο πατέρας,
τα Σάββατα στη ντίσκο, στις 2 ακριβώς
τα Σάββατα στη ντίσκο, στις 2 ακριβώς
περίμενε απέξω.
Αλίμονο, εις πέρας
να φέρουν προσπαθούσαν το χρέος ευλαβώς.
να φέρουν προσπαθούσαν το χρέος ευλαβώς.
Η Έλσα η Κικίδη, η
μάνα η χριστιανή,
προσηύχετο, η τιμία, να δώσει η Παναγία
να βρουν οι δύο κόρες, να δώσει να φανεί
και για τις δυο γαμπρός. Θα ήτο ευλογία.
προσηύχετο, η τιμία, να δώσει η Παναγία
να βρουν οι δύο κόρες, να δώσει να φανεί
και για τις δυο γαμπρός. Θα ήτο ευλογία.
Μα μόνο η μικρή,
που ήταν πεταχτούλα,
τραβούσε αρσενικά. Η άλλη, η μεγάλη,
η Ελένη δηλαδή, δεν ζήλευε τη Ρούλα
τραβούσε αρσενικά. Η άλλη, η μεγάλη,
η Ελένη δηλαδή, δεν ζήλευε τη Ρούλα
που φίρμες απαιτεί
στιλ εξαντρίκ να βάλει.
Η Ρούλα, γνώρισε το Γιώργο το Λαδή, τον εισοδηματία. Και παντρεύτηκαν. Η Ελένη, κουλτουριάρα στην Αθήνα, πια, μπλέχτηκε σε άλλους κύκλους, ολίγον αριστερούς, ολίγον εξτρίμ, γνώρισε το Μήτσο το Μουλά, τον καθοδηγητή της, τον ερωτεύθηκε...
Η κυρία Κικίδη - Μουλά,
που λαχεία στους δρόμους πουλά,
είχε μία μικρή αδερφούλα˙
Αργυρώ τη φωνάζαν και Ρούλα.
Δύο κόρες στο σόι Κικίδη,
δυο νταρντάνες. Και, εν κατακλείδι,
η Αργυρούλα ενυμφεύθη μια μέρα˙
ήταν κίνηση ματ στη σκακιέρα.
Είχε τύχη καλύτερη, μάλλον,
απ' τις γκόμενες όλων των άλλων.
Πήρε άντρα τον Γιώργο Λαδή
κι ήταν πια μια Κικίδη - Λαδή.
Την κυρία Κικίδη - Μουλά,
που είχε πάρει τον Μήτσο Μουλά,
θα την δεις να πουλάει λαχεία
και να ζει με ολίγα ψιχία.
Μα η κυρία Κικίδη - Λαδή,
μαργαρίτες ποτέ δεν μαδεί
για να μάθει αν θα γίνει πλουσία
από τζόκερ, λαχεία και σία.
Μόνο κάποιες φορές στο καζίνο
αριβάρει σε στιλ βαλεντίνο
να σκοτώσει λιγάκι την ώρα
όπως άλλοτε με βίπερ-νόρα.
αριβάρει σε στιλ βαλεντίνο
να σκοτώσει λιγάκι την ώρα
όπως άλλοτε με βίπερ-νόρα.
Βίοι παράλληλοι, αλλά πόσο διαφορετικοί... Κι αν οι ταξικές διαφορές μεταξύ των νοικοκυριών των δύο αδελφών καλύπτονταν ποικιλοτρόπως τα προηγούμενα χρόνια, τώρα, που η κατάσταση ζόρισε για τα καλά, τώρα που η Ελένη η Κικίδη απολύθηκε από το κεντρικό βιβλιοπωλείο όπου είχε αναπτύξει συνδικαλιστική δράση και, μέσω ενός γνωστού, άρχισε να πουλάει λαχεία, ενώ ρωτά από δω κι από κει για τίποτα σκάλες να καθαρίσει και χτυπά τις Αλβανές ζητώντας 4 ευρώ την ώρα, θα είδατε τα αυτοκόλλητα "Ελληνίδα αναλαμβάνει την καθαριότητα του σπιτιού σας ή την περιποίηση των αγαπημένων σας ηλικιωμένων προσώπων. Τιμές ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ", τώρα το τοπίο ξεκαθαρίζει. Ο Γιώργης ο Λαδής πρόλαβε κι έβγαλε σε τράπεζες του εξωτερικού ένα μεγάλο μέρος των καταθέσεών του. Σ' όποιον του ζητά δανεικά, περιγράφει τα δικά του αδιέξοδα. Το τοπίο είναι καθάριο. Τα χείλη σφίγγουν και τα δόντια αποκαλύπτονται...
Η Αργυρούλα Κικίδη - Λαδή,
η αδερφή της Μουλά δηλαδή,
ήτο πάντοτε ένα ποζέρι·
πάντα έπινε μόνον το τσέρι.
Ένα βράδυ χτυπά το κουδούνι·
Αχ να ήτανε, σκέφτηκε, ο Κλούνι...
Ήταν όμως η άλλη, η μεγάλη,
τυλιγμένη καλά μ' ένα σάλι.
Τι να θέλει; εσκέφθη η Ρούλα,
που όλοι έλεγαν "τι τυχερούλα".
Τι να θέλει η ωραία Ελένη,
που σε λίγο και σκάλες θα πλένει;
Δανεικά ήρθε να της ζητήσει
όμως δύσκολο το να την πείσει.
Η Αργυρούλα Κικίδη - Λαδή
της απάντησε ότι "θα δει".
Να γυρίσει ο Γιώργος το βράδυ,
που 'χει νεύρα γι αυτό το ρημάδι,
που ξενοίκιαστο έμεινε πάλι
κι αγγελία θα πρέπει να βάλει.
Τα εισοδήματα, λέει, μειωθήκαν
και χιλιάδες ευρώ τού χαθήκαν.
Δεν μπορεί δανεικά να της δώσει,
γιατί πια του την έχει βιδώσει
τούτη η κρίση που τρώει τον παρά του
κι έχει πάρει, πια, όψη αοράτου.
Αχ, τι κρίμα, τα βγάλαμε έξω.
Προτιμώ, δηλαδή, να μη μπλέξω.
Κι έτσι, πλέον, λεφτά δεν δανείζω
σε κανέναν. Μονάχα δακρύζω
για τον κόσμο, τον δόλιο κοσμάκη,
που θα πιει το πικρό το φαρμάκι.
Έτσι έχουν τα πραύματα. Η κ. Κικίδη - Μουλά βρίσκεται σε αδιέξοδο. Με την αδερφή της δεν έχει πια σχεδόν καμία σχέση. Στην οργάνωση αισθάνεται ξένη, ανάμεσα σε τύπους που νομίζουν ότι απλώς αυτοί. Ο Ζήσης, παλιός φίλος του άντρα της, μέχρι τότε που η οργάνωση διασπάστηκε, της την έπεσε τις προάλλες. Όλο τρυφερότητα στην αρχή, τα πρώτα δευτερόλεπτα δηλαδή, πριν μπει σούμπιτος στο ψητό. Απελπισία. Τα παιδιά μεγάλωσαν. Το Μήτσο τον σιχαίνεται. Αυτός, όμως, απτόητος. Ένα πρωί δεν άντεξε.
Όταν γούσταρες τον Στάλιν και τον Μάο,
και μου έλεγες «οι τύποι είναι γαμάω»,
απορούσα τι να γύρευα με σένα.
Όμως, ήμουνα και στο μυαλό παρθένα.
Τώρα, φαν των ποστ, της Ιταλογαλλίας,
και μου έλεγες «οι τύποι είναι γαμάω»,
απορούσα τι να γύρευα με σένα.
Όμως, ήμουνα και στο μυαλό παρθένα.
Τώρα, φαν των ποστ, της Ιταλογαλλίας,
και του Ζίζεκ κάθε εστέτ ανωμαλίας,
το σταλινισμό τον έχεις απορρίψει:
με κοιλίτσα, γκρι γενάκι, σκέτη θλίψη.
Το πρωί, κάθε που πίνεις τον καφέ σου,
στις γαρδούμπες – θεωρίες σου αφέσου.
Μη μ’ αγγίζεις. Σε σιχαίνομαι. Δεν θέλω.
Δεν σου άξιζα εγώ, ένα μοντέλο!
Έτσι μίλησε η Ελένη η Κικίδη·
και, κρατώντας ένα σταυροκατσαβίδι,
απειλούσε τον επίδοξο βιαστή της,
που εξίταραν πρωινιάτικα οι μαστοί της.
Δε στο δίνω, ρε σταλινικό γουρούνι!
Βάλ’ το εκεί που ξέρεις το συμβάν – μπαστούνι!
Δε στο δίνω! Να χτυπιέσαι, δε στο δίνω!
Και ξανά εγώ σε σένα δε τον στήνω!
το σταλινισμό τον έχεις απορρίψει:
με κοιλίτσα, γκρι γενάκι, σκέτη θλίψη.
Το πρωί, κάθε που πίνεις τον καφέ σου,
στις γαρδούμπες – θεωρίες σου αφέσου.
Μη μ’ αγγίζεις. Σε σιχαίνομαι. Δεν θέλω.
Δεν σου άξιζα εγώ, ένα μοντέλο!
Έτσι μίλησε η Ελένη η Κικίδη·
και, κρατώντας ένα σταυροκατσαβίδι,
απειλούσε τον επίδοξο βιαστή της,
που εξίταραν πρωινιάτικα οι μαστοί της.
Δε στο δίνω, ρε σταλινικό γουρούνι!
Βάλ’ το εκεί που ξέρεις το συμβάν – μπαστούνι!
Δε στο δίνω! Να χτυπιέσαι, δε στο δίνω!
Και ξανά εγώ σε σένα δε τον στήνω!
Εκτός από το, ανέκδοτο έως τώρα, πρώτο,
τα λοιπά τρία πρωτοβγήκαν
στη Σπηλιά του Νοσφεράτου
και δη στη Φωλιά του Τρελού Κορακιού
Στο επόμενο:
η κ. Κικίδη - Μουλά
παίρνει τη μεγάλη απόφαση.
Μέχρι τότε, think:
Aretha - Blues Brothers (dheggo)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου