άχνιζ η γη
μύριζε τη βροχή της άλλης μέρας
από μακριά κουκκίδα ο γέροντας πατέρας
με βήμ αργό σκυφτός μπαϊλντισμένος
ψέλλιζε αντίο θάμαι πάντα ξένος
ξένος στον τόπο που κανείς ποτέ δεν θέλει
κανείς δεν θέλει να πνιγεί σ άδυτα έλη
κανείς ποτέ δεν γνώρισε τον πόνο
που όταν τον έλιωσεν εζύγιζ έναν τόνο
βαθιά π τη γη τον ρούφηξ απ τα πόδια
λάβα ξερή και τ άλλα ισχνά μα βόδια
απολυμένος θερμαστής του γκρίζου θόλου
απολυμένος θερμαστής του γκρίζου θόλου
όλο πιο λίγη ν η ζωή