Η διπολία Δύναμη και Βία,
πάλι από το Περί Βίας της Arendt.
Το πολιτικό πεδίο όπου εκδηλώνεται η δύναμη
και η υποχώρησή της, που αφήνει χώρο στη βία.
Τα αντίθετα όχι σαν σχέση ενότητας αλλά σύγκρουσης.
Το καλό και το κακό, τόσο γυμνά, η ελπίδα κι ο φόβος,
οι διπολίες σαν ταλαντώσεις που εκκρεμούν αιώνια,
δηλαδή όσο χρειάζεται να πεις: τέλειωσε κιόλας;
Η δύναμη, η ισχύς, δεν χρειάζεται τη βία,
παρά μόνο σαν αδυνατεί.
Η καταστροφική βία, η εργαλειοφόρος,
μπορεί να εξαφανίζει τη δύναμη,
αλλά αυτό το επέτρεψε
η δύναμη που υποχώρησε.
Οι εξάρσεις, όπως τις λένε, της βίας
θα μαρτυρούν ότι αυτός ο κόσμος,
έτσι όπως είναι φτιαγμένος, ξόφλησε.
"Η εξύμνηση της βίας στις μέρες
μας οφείλεται κατά μέγα μέρος
στην οδυνηρή ματαίωση της ικανότητας
του πράττειν στον νεότερο κόσμο"
έγραφε η Arendt το 1968.
Είχε ήδη εξηγήσει πριν από 10 χρόνια ότι
"η πράξη δεν είναι ποτέ δυνατή μέσα στην απομόνωση"
κι ότι "καθιερώνει πάντοτε σχέσεις" με μια "εγγενή τάση
να ανατρέπει κάθε περιορισμό και να υπερβαίνει κάθε όριο.".
Είχε ήδη εξηγήσει πριν από 10 χρόνια ότι
"η πράξη δεν είναι ποτέ δυνατή μέσα στην απομόνωση"
κι ότι "καθιερώνει πάντοτε σχέσεις" με μια "εγγενή τάση
να ανατρέπει κάθε περιορισμό και να υπερβαίνει κάθε όριο.".
Η δύναμη (ή ισχύς) [power] αντιστοιχεί στην ικανότητα του ανθρώπου, όχι απλώς να πράττει, αλλά να πράττει από κοινού. Η δύναμη δεν είναι ποτέ κτήμα ενός ατόμου· ανήκει σε μια ομάδα και συνεχίζει να υπάρχει μόνο όσο καιρό η ομάδα μένει μαζί. Όταν λέμε για κάποιον ότι «κατέχει την ισχύ» αναφερόμαστε ουσιαστικά στο γεγονός ότι του παρέχεται η δύναμη από έναν ορισμένο αριθμό ανθρώπων να ενεργεί εξ ονόματός τους. Από τη στιγμή που η ομάδα από την οποία προήλθε εξαρχής η δύναμη (potestas in populo, χωρίς ένα λαό ή μια ομάδα δεν υπάρχει δύναμη) εξαφανίζεται, χάνεται και «η δύναμή του». Στην τρέχουσα γλώσσα, όταν μιλάμε για έναν «ισχυρό [powerful] άνδρα» ή για μια «ισχυρή προσωπικότητα», ήδη χρησιμοποιούμε τη λέξη «ισχύ» μεταφορικά· αυτό στο οποίο αναφερόμαστε χωρίς μεταφορά είναι η «ρώμη» ή η «κραταιότητα».
Η βία [violence] διακρίνεται για τον εργαλειακό χαρακτήρα της. Φαινομενολογικά βρίσκεται κοντά στη ρώμη, αφού τα όργανα της βίας, όπως όλα τα άλλα εργαλεία, σχεδιάζονται και χρησιμοποιούνται με σκοπό τον πολλαπλασιασμό της φυσικής ρώμης, μέχρις ότου, στο τελευταίο στάδιο της εξέλιξής τους, γίνουν ικανά να την υποκαταστήσουν.
Η δύναμη δεν χρειάζεται δικαιολόγηση, καθώς είναι συμφυής με την ίδια την ύπαρξη των πολιτικών κοινοτήτων αυτό που χρειάζεται είναι νομιμοποίηση. Η συνήθης χρήση αυτών των δύο λέξεων ως συνωνύμων δεν προκαλεί λιγότερη σύγχυση και πλάνη από την τρέχουσα εξομοίωση υπακοής και υποστήριξης. Η δύναμη αναδύεται όποτε οι άνθρωποι συνευρίσκονται και δρουν από κοινού, αλλά αντλεί τη νομιμότητά της από την αρχική συνεύρεση μάλλον παρά από οποιαδήποτε πράξη μπορεί να επακολουθήσει. Η νομιμότητα, όταν αμφισβητηθεί, στηρίζεται στην επίκληση του παρελθόντος, ενώ η δικαιολόγηση σχετίζεται με ένα σκοπό που τοποθετείται στο μέλλον. Η βία μπορεί να είναι δικαιολογήσιμη, αλλά δεν θα είναι ποτέ νόμιμη. Η δικαιολόγησή της φαίνεται τόσο λιγότερο εύλογη όσο περισσότερο ο επιδιωκόμενος σκοπός της απομακρύνεται στο μέλλον. Κανένας δεν αμφισβητεί τη χρήση βίας σε περίπτωση αυτοάμυνας, διότι ο κίνδυνος δεν είναι μόνο εμφανής αλλά και παρών, και ο σκοπός που αγιάζει το μέσο είναι άμεσος.
Η δύναμη και η βία, παρ' όλο που είναι ξεχωριστά φαινόμενα, συνήθως εμφανίζονται μαζί. Όπου συνδυάζονται, η δύναμη, όπως έχουμε διαπιστώσει, είναι ο πρωταρχικός και κυρίαρχος παράγοντας. [...] Δύναμη και βία είναι πράγματα αντίθετα· όταν η μία επικρατεί απόλυτα, η άλλη απουσιάζει. Η βία εμφανίζεται εκεί όπου η δύναμη κινδυνεύει, αλλά, αν αφεθεί ανεξέλεγκτη, καταλήγει στην εξαφάνιση της δύναμης. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι σωστό να θεωρείται αντίθετο της βίας η μη βία· η αναφορά στη μη βίαιη δύναμη είναι στην πραγματικότητα πλεονασμός. Η βία μπορεί να καταστρέψει τη δύναμη, αλλά είναι εντελώς ανίκανη να τη δημιουργήσει. Η μεγάλη εμπιστοσύνη του Χέγκελ και του Μαρξ στη διαλεκτική «δύναμη της άρνησης», χάρη στην οποία τα αντίθετα δεν καταστρέφουν το ένα το άλλο, αλλά εξελίσσονται ομαλά το ένα στο άλλο διότι οι αντιφάσεις προάγουν και δεν παραλύουν την ανάπτυξη, στηρίζεται σε μια πολύ παλαιότερη φιλοσοφική προκατάληψη: ότι το κακό δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια στερητική τροπικότητα του καλού, ότι το καλό μπορεί να προέλθει από το κακό· ότι, κοντολογής, το κακό δεν είναι παρά μια προσωρινή εκδήλωση ενός κρυμμένου ακόμη αγαθού. Τέτοιες γνώμες καταξιωμένες στο χρόνο έχουν γίνει επικίνδυνες. Τις συμμερίζονται πολλοί που δεν έχουν ακούσει ποτέ το όνομα του Χέγκελ ή του Μαρξ, για τον απλό λόγο ότι εμπνέουν την ελπίδα και διαλύουν τον φόβο - μια απατηλή ελπίδα που χρησιμοποιείται για να διαλύσει έναν εύλογο φόβο.
Όσον αφορά το απόσπασμα της Αρεντ, και χωρίς να κάνω κριτική σε σένα που το αναδημοσιεύεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήH κριτική στον Μάρξ που έχει μιλήσει για τη βία ως μαμή της ιστορίας (ενύπαρκτη σε κάθε παλιά κοινωνία) και στον Χέγκελ, αν λάβουμε υπόψη την αποτίμησή τους των μεγάλων βίαιων επαναστατικών τομών που έζησαν, είναι τουλάχιστον άστοχη. Βασίζεται σε μια προειλημμένη τοποθέτηση για τη διαλεκτική ''γενικά'', ότι προάγει την ήρεμη-ομαλή επίλυση των αντιθέσεων κλπ. Κάτι τέτοιο είναι ψευδές. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει, τόσο ο Μάρξ όσο και ο Χέγκελ δείχνουν στην ιστορία την αναγκαιότητα των βίαιων επαναστάσεων-και δεν πρέπει να ταυτίζει κανείς τις δημοσιευμένες θέσεις του Χέγκελ για το κοσμικό Κράτος με τις θέσεις του για τη βία και την αρνητικότητα γενικά, γιατί το κοσμικό κράτος για αυτόν (σωστά ή λάθος) είναι το επιστέγασμα, στο οποίο φτάνει η ανθρωπότητα με καθόλου ''ήρεμο'' τρόπο (βλ. για παράδειγμα τη θέση του για τους πολέμους Περσών-Αρχαίων Ελλήνων στη φιλ. της ιστορίας).
Σε μια παράξενη αντιστροφή μάλιστα, βλέπουμε όσοι συνηγορούν υπέρ της υποτιθέμενα ''ήρεμης'' διαλεκτικής να είναι εκείνοι που καταδεικνύουν τη βίαιη πάλη των αντιθέτων, κατηγορούμενοι πάντα για ολοκληρωτισμό, φασισμό άλλου τύπου, μη διαλογικότητα και μη δημοκρατικότητα, ενώ όσοι υιοθετούν ένα μη διαλεκτικό τρόπο σκέψης, τις περισσότερες φορές καταφεύγουν στα ειρηνικά μέσα και στο διάλογο ανεξαρτήτως ''συνομιλητή'' ή καλύτερα αντιπάλου.
Η διαλεκτική προβάλλει την ελπίδα και την ουτοπία ως δυνατότητα που εκπληρώνεται μόνο μέσα από τη βίαιη ρήξη, όπως υποδηλώνει και ο τονισμός στην άρνηση, τόσο καταστροφική όσο και δημιουργική. Δηλαδή η αφελής αισιοδοξία που πιστώνει η Άρεντ στη διαλεκτική είναι αισιοδοξία που συνειδητοποιεί τον πόνο και τη βία κατά τη γέννηση κάθε καινούργιας εποχής. Άρα δεν είναι αφελής, και επίσης δεν είναι ακριβώς αισιοδοξία (γιατί συνοδεύεται από πληγές, θανάτους, χωρίς εγγύηση αν θα αποτελέσει ή όχι ο ενδιαφερόμενος λίπασμα στο δρόμο του παγκόσμιου πνεύματος ή του κομμουνισμού).
Θέσεις της Άρεντ όπως η παρακάτω
''Η μεγάλη εμπιστοσύνη του Χέγκελ και του Μαρξ στη διαλεκτική «δύναμη της άρνησης», χάρη στην οποία τα αντίθετα δεν καταστρέφουν το ένα το άλλο, αλλά εξελίσσονται ομαλά το ένα στο άλλο'' αποτελούν λοιπόν παραποίηση και μάλλον συνδέονται με τον γνωστό ψυχροπολεμικό της ρόλο.
Η παραποίηση γίνεται ηθελημένα και όχι αθέλητα. Διαφορετικά, πρόκειται μάλλον για άλλον τρόπο σκέψης. Η διαλεκτική, σαν ένα σύστημα σκέψης, μπορεί να παρέχει πειστικές ερμηνείες για τις κοινωνικές σχέσεις και καταστάσεις, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει όρια ή ότι είναι απαλλαγμένη από τις συνθήκες που τη γέννησαν και τα όρια που της κληροδότησαν.
ΔιαγραφήΔεν έχω εντρυφήσει στην Άρεντ, πολύ περισσότερο στον Έγελο. Το έχω ξαναγράψει πως όταν η σκέψη μου χορεύει με τη σκέψη ενός άλλου θνητού, δεν χορεύει ποτέ τον χορό του Ησαΐα, ούτε συγγενεύει με όλο της το σόι. Έχω θαυμάσει σκέψεις του Έγελου, όσο για τον Μαρξ τον είχα κάποτε εικονίτσα. Δεν μου είναι γνωστός ο "ψυχροπολεμικός ρόλος" της Άρεντ. Εκτός αν υπονοείς τις θέσεις της για τα ολοκληρωτικά συστήματα και τους παραλληλισμούς που επιχείρησε ανάμεσα στο χιτλερικό και το σταλινικό καθεστώς.
Κρίμα πάντως που το σχόλιο έγινε όταν είχαν ακολουθήσει 2 - 3 μεταγενέστερες αναρτήσεις, και ενώ η επισκεψιμότητα της συγκεκριμένης ανάρτησης είναι πια χαμηλή. Δεν έχω βάλει και εμφάνιση των πρόσφατων σχολίων στην αρχική σελίδα...