Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016


βραχνό τραγούδι του θανάτου
[Ναπ. Λαπαθιώτη: στο κέντρο το νυχτερινό]



Με τι παρηγοριέται ο άθρωπος; Με τη μουσική, το πιοτό και τον έρωτα. Με το πιοτό, τον έρωτα και τη μουσική. Η σειρά αλλάζει από την πρώτη στη δεύτερη στροφή του ποιήματος του Λαπαθιώτη αλλά το ίδιο κάνει. Το διάβαζε ξανά και ξανά. Κι ένιωσε σιγά σιγά, βόηθησε στην αρχή ο ρυθμός, να γαντζωθεί η μελωδία, την άκουσε τη μουσική. Εκείνη την ώρα, ήταν 8 Ιουλίου του 1932, ο Λαπαθιώτης έγραφε στο κέντρο το νυχτερινό ένα τραγούδι. Για να γλιτώσει από τον θάνατο τη νύχτα εκείνη, να μην ακούσει το βραχνό τραγούδι τού θανάτου. 





Άκουγε πάλι μέσα του το τραγούδι και, παράξενο, όσο το άκουγε, διάβαζε διαρκώς το Τρίλθε του César Vallejo· τη δεύτερη ποιητική συλλογή του, που πουλιόταν το 1922 για tres soles, τρεις σόλες, περουβιανές δραχμές σα να λέμε. Ο αριθμός 3 ξεφύτρωνε διαρκώς στο Τρίλθε. Ακόμα κι όταν υπολειπόταν και παρίστανε το 2, ή παραφούσκωνε για να μοιάζει με 4. Άκουγε μέσα του το τραγούδι του Λαπαθιώτη και διάβαζε ξανά το Τρίλθε. Εβδομήντα επτά στροφές. Το 7, διάβαζε τον μεταφραστή Ρήγα Καππάτο στην εισαγωγή των Ποιητικών Απάντων του Vallejo, είναι, πυθαγοριακώς, 4+3. Γη, το 4, ουρανός, το 3. Το κενό στην καρδιά του Λαπαθιώτη ήταν μεγάλο σαν τον ουρανό. Ο Vallejo έγραψε για το Τρίλθε: "Το βιβλίο γεννήθηκε από το πιο μεγάλο κενό". Ένα κενό μεγάλο σαν το 3, σαν τον ουρανό, που εμφανιζόταν διαρκώς στο Τρίλθε, κάποτε βουτηγμένο σε 999 θερμίδες, δηλαδή 3Χ333 ή καημένο σε 99, δηλαδή 3Χ33, βρασμούς, στις 3 αργές διαστάσεις (χτες, σήμερα, αύριο), και συνέχεια. Και "τριαντατρία τρισεκατομμύρια τριακόσιες τριαντατρείς θερμίδες". 

"Ο Ιούλιος", διάβαζε στο Τρίλθε του Vallejo, "είχε εννέα τότε. Ο έρωτας μέτρησε σε ήχο μονό. Κι η γλύκα περιέλουσε όλο το σάβανο, ίσαμε που περίσσεψε". Εννέα, ή 3Χ3. Ιουλίου 9. Του 1920, του 1921, ίσως. Ιουλίου 8 του 1932. Vallejo - Λαπαθιώτης. Όχι πως μοιάζανε. Μα συναντήθηκαν κάτω από την ηχώ του τραγουδιού του δεύτερου. Καθώς μέσα του ακούστηκε το τραγούδι του θανάτου το βραχνό. Από μέσα του να βγαίνει. Έτσι ένιωσε. 









Τώρα που παίζει το βιολί, κι έχουμε πιεί τόσο πολύ,
που μ’ έναν έρωτα τρελό, σα να ’μαστε δεμένοι,
σ’ ένα συντρόφεμα ζεστό, βάνε ξανά, να ζαλιστώ,
μες στ’ όνειρό σου να κλειστώ –το μόνο που μου μένει.

Γιατί αν λείψει το κρασί, και φύγεις, άξαφνα, και συ,
και βουβαθεί και το βιολί, με το γλυκό βραχνά του,
– μες στης καρδιάς μου το κενό, μεγάλο σαν τον ουρανό,
θ’ ακούσω πάλι, το βραχνό τραγούδι του θανάτου...




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου