Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

πορδή στον καμπουράκο





όλο διστάζουν τα φτερά της πεταλούδας δεν πετά στον τοίχο λυπάται ο τοίχος χαίρεται το ταβάνι αδιαφορεί το πάτωμα είναι γλυκιά η κόλαση πεινώ θα τηνε φάω την κόλαση θα παραδοθώ στη θλίψη θα ξεμείνω από δόντια θα μου γαμήσεις την αύρα μην ακουμπάς μίλησες κατάστρεψες τον έρωτα δεν θυμάμαι τις άλπεις τη βενετία την ιερουσαλήμ δεν έχω ανάκαρα ούτε αλήθεια πέτρα γίνομαι πέτρωσα μην ακουμπάς ο αναπτήρας με καίει σε οδηγώ στον δρόμο που μαχαίρωσαν


λύκε λύκε είσαι στη στέπα ή εδώ;



στην πλάτη του ο άγγελος κοιτάζω απέναντί τους έχω τη χίμαιρα στην πλάτη κοιτάζω εμπρός το παρελθόν τους επιταχύνει πίσω τους το χθες βουίζει πνίγει τις ευσταχιανές μου σάλπιγγες μού διαβάζει μπωντλαίρ με ξεναγεί στο εικονικό παρίσι περιπλανιέται στις στοές του ονείρου αλλάζει διαρκώς σελίδες αλλάζει διαρκώς θέμα με τραβολογάει στη σκέψη του με ληστεύουν οι λέξεις του μαλακώνει το καύκαλο ρουφά τους ληστές του είναι λέει απροστάτευτος στη μαντεία οι καβαλάρηδες έχουν ονόματα ιππεύουν ονόματα για τον θεούλη ονοματίζουν με αρπάζουν στ ο νοματεπώνυμο λάσο


δεν είχα λαιμό στο πορτ μπου
δεν είχα χασίς είχα μορφίνη χάπια
δεν είχα ντόρα σοφία στέφαν μπέρτολτ φριτς
χάνα άρθουρ γιούλα ζωρζ άσια γκέρσομ ερνστ
δεν είχα πατέρα ούτε παλιατζίδικο
δεν άντεξαν τα πραύματα στα βλέμματα
και ξεχασίς διαλύθηκαν


πού πήγανε τα χρώματα το σέβας πώς ξέβαψε το κόκκινο στην πεταλούδα φυσώ τη μύτη στο μαντήλι αναρωτιέμαι  πώς πατσαβούρα έγινε ο πυρσός πού διαλύθηκε η αύρα ενόσω πάντα ο θάνατος στο φόντο της μαστούρας ήτανε πάντα εκεί

γ          δ
όσο γελώ φυτρώνουνε φτερά
οι απορίες γέμισαν με φυλλωσιές τον ουρανό
στο λούνα παρκ με σύριγγες ορμούν οι νοσοκόμες
στην κλινική της αθρωπότητας  που σβήνει
ο βάλτερ γίνεται λεπιδόπτερο
πετά στο μπραουχάουζμπεργκ
γκρεμίζονται ο άγγελος και η χίμαιρα
πίσω τους δεν υπάρχει


σηκώνω την κουβέρτα στη θύελλα δεν έχω δάχτυλα δεν έχω αποτυπώματα βυθίζομαι στα ονόματα βουβός σαν φύση αν δεν ήταν νεκρή θα ήταν θλιμμένη δεν ξυπνώ σηκώνω την κουβέρτα δεν μου χαρίζει ούτε βάζο ούτε στιλό ούτε σημειωματάριο αγγίζω τον αγκώνα του χαϊδεύω τα γυαλιά του        ν


ξυπνώ στου ονείρου τον ρυθμό
φορώ μουστάκι και γυαλιά    τα βγάζω
με προσοχή τ α φήνω στο κομό
σηκώνομαι αποφασιστικά θα υπερασπιστώ
κάθε σουλφαμιδόσκονη συνόρων
κραυγάζοντας από της ιστορίας το βουνό
στους αδειανούς κάμπους του χρόνου
θα ροβολήσω έντρομος λεπιδολόγος
στο σπίτι της τσατσάς της ιστορίας
θα ξεκοιλιάσω τα ρολόγια της προόδου
θα κατασκίσω τα ημερολόγια
που άλαλα στα φύλλα τους βρομάνε
τα ξεραμένα χύσια των θαμώνων
μετά θα σφίξω λίγο ακόμα την κοιλιά
στην ανυπόφορη σκιά
που στο λιμάνι ξεγλιστρά
που όλο στρίβει στα σοκάκια
εκεί θε να πονέσω θε ν α φουγκραστώ
του καμπουράκου την ανάσα γιατί μάθε
δεν είναι αυτή ωδή όχι όχι
στον βάλτερ μπένγιαμιν δεν μπόρεσα
μάσκα της σκέψης νεκρική δεν φόρεσα
μπόρεσα μόνο μια πορδή
στον καμπουράκο





BNF




το ποίημα 
walter b. ή πορδή στον καμπουράκο
δημοσιεύθηκε στο τεύχος 20
του ποιητικού σκεύους και όχι μόνο ΤΕΦΛόΝ

πριν λίγες ημέρες κυκλοφόρησε
το τεύχος 21

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου