Ο Νέρωτας κι ο Θάνατος, τα δυο βουνά μαλώνουν
το ποιο ν' απλώσειν αγκαλιά, το ποιο φιλί να δώσει.
Ο Θάνατος αγκάλιασε κι ο Νέρωτας φιλάει.
Γυρίζει, τότ' ο Νέρωτας και λέγει του Θανάτου:
"Μη με μαλώνεις, Θάνατε, πρόσταγμα του Θεούλη,
που σε προστάζει και φιλάς, σφιχταγκαλιάζεις νιάτα.
Εγώ είμ' ο γερο - Νέρωτας, που Νέρωνα με κράζουν
τι 'μαιν ο πρώτος εμπρηστής για τις καρδιές των χόμων·
κάθε καρδιά και φλάμπουρο, κάθε κορμί και ρίγος.
Κι όταν το παίρν΄η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γιομίζουν τα κορμιά μ' υγρά κι οι ανάσες καιν λαιμάρια.
Έχω και το χρυσό γκαημό, το χρυσοπαιδεμένο,
δίπλα στην πέτρα κάθεται και λέει της το φαρμάκι:
Πέτρα, μνημάτων άγγιγμα, που ο ήλιος σε ξεγδέρνει,
σύρε και φόρα νυχτικό, κάμε πως είσαι κόρη
και πλάγιασε στο πλάι του, μην και τον ξεγελάσεις.
Κι αν σε ρωτήσει το γιατί σαν πέτρα 'χεις την όψη,
πές του το πως σε πέτρωσα, εγώ, ο καημός του πόθου.
Γιατί 'μουνα πολλά βαρύς, στράγγιξα τα ζουμιά σου".
άσμα: Μ. Θεοδωράκη - Ν. Γκάτσου
σε πότισα ροδόσταμο
τραγούδι και επίλυση αποριών Πέρκινς:
Μελίνα Μερκούρη
παραποιούμενο, όπως κι εδώ από τον Δ. Μηνακάκη
τη συνδρομή των Δ. Παπαγιαννάκη (βιολί) - Δ. Μαντζουράτου (πιάνο)
Τώρα που το επανασκέπτομαι, ο τελευταίος στίχος θα μπορούσε να ήταν δύο:
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιατί 'μουνα πολλά βαρύς, στράγγιξα τα ζουμιά σου.
Με πότισες ροδόσταμο, σε πότισα φαρμάκι.