... υπηρέτει δε προθύμως και τας ευλαβείς κυρίας, τας προσερχομένας εις τον ναόν ίνα εκκλησιασθώσι με τα καπέλα των, με τα πτερά των, με τες μυρωδιές των, με τα ριπίδιά των, διασχίζων συχνά τους στοίχους των, προσφέρων εις αυτάς καθίσματα, ακούων τα ευχαριστώ των, και ποτέ έως τώρα δεν ημάρτησεν, ειμή δια της ακουσίας επαφής της γινομένης εν ημέραις μάλιστα συρροής κόσμου, όπως την Μεγάλην Εβδομάδα, και εις άλλας εορτάς. Εκείναι δε εφαίνοντο τόσον αθώαι, τόσον αγναί, και τόσον αδιάφοροι! Προφανέστατα, ουδ' υπώπτευαν καν το ότι υπό το ράσον του μοναχού ήτο δυνατόν να κρύπτηται σαρκική τις ορμή. Και αι πλείσται δεν δυσηρεστούντο δια την ακουσίαν επαφήν, και όλαι σχεδόν δεν απέφευγον τον προς τους άνδρας συγχρωτισμόν.
Ο καλόγηρος την εσπέραν εκείνην ήκουε τι του έλεγαν αι δύο αδελφαί μάλλον με τους οφθαλμούς παρά με τα ώτα. Εκοίταζε τα χείλη δι’ων εξήρχοντο αι λαλιαί, τα εκοίταζεν ως να ήθελε να ροφήσει τας λέξεις και να γλείψει και τα χείλη, εξ ων απέρρεον. Του εφαίνετο ότι αι λέξεις εκείναι είχαν σημασίαν άλλην, άρρητον, όχι την εκφραζομένην, την κοινήν. Απήντα δε εική, διά κοινών τόπων και μονοσυλλάβων. Αι δύο αδελφαί εφαίνοντο σχεδόν ωραίαι υπό το φως της λυχνίας. Της μιας μάλιστα, της νοστιμούλας, έλαμπε το ύπωχρον χρώμα, το ηλιώδες και μελιχρόν. Και αι δύο είχον γίνει ζωηρότεραι διά της συναναστροφής και διά του ολίγου οίνου. Έπειτα αι διάφοροι κινήσεις των μυώνων του προσώπου, τα μειδιάματα, αι γέλωτες, αι στάσεις, και αι χειρονομίαι, επί πάσι δε το ατημελές της οικιακής περιβολής, όλα συνέτεινον εις το να φαίνωνται άλλαι, αγνώριστοι. Η μεν Ελπινίκη είχε τας ωλένας γυμνάς μέχρι του αγκώνος κι εφόρει λεπτόν, λευκότατον σάκκον, της δε Κατίνας, της νοστιμούλας, έτυχε να λείπει το επάνω κομβίον του λευκού περιστηθίου της, το δε υποκάμισόν της ήτο άνευ περιλαιμίου, και εντεύθεν εφαίνετο γυμνός ο τράχηλός της και μέρος του στήθους της.
Και ένθεν και ένθεν αυτής αι δύο κορασίδες εγίνοντο αμυδραί, αόριστοι, ητμίζοντο, ελάμβανον ύπαρξιν ονειρώδη, μετεμορφούντο όλως. Και μετ’ ολίγον επεφαίνοντο φύουσαι μικρά πτερύγια εις τους ώμους, αι χείρες των εγίνοντο άφαντοι, οι λαιμοί των ελεπτύνοντο, εμηκύνοντο, τα πρόσωπά των ωξύνοντο, εγίνοντο ρύγχη, μετεμορφούντο εις δράκοντας απειλητικούς. Και εις το μέσον των η γραία μετέβαλλε πάλιν μορφήν, ήνοιγε το στόμα της ως φρέαρ, τα μέλη του σώματός της εξηλείφοντο, εγίνετο όλη στόμα, στόμα χάσκον και έτοιμον να καταπίει. Αυτή ήτο η πύλη της Κολάσεως, κι εκείναι οι δύο δράκοντες οι αγρυπνούντες μη τις των αμαρτωλών εξέλθει της Γεέννης.
Tου Παπαδιαμάντη, βρε, το Καλογεράκι
ίδρωνε όταν σίμωνε το καλοκαιράκι.
Ήθελε τα χείλη από κοπέλες δυο να γλείψει·
τυραννία ο έρωτας και πηγάδι η θλίψη.
Όμως δεν την άντεξε, βρε, ο Σαμουήλης·
φρίσσει στην επέλαση της βρωμιάρας ύλης.
Ύλη από την Κόλαση, σκούληκας στο χώμα,
Πύλη της Κολάσεως χάσκει σ' ένα στόμα.
Όπου φύγει έφυγε, βρε, ο πατερούλης
στ' Άγιον Όρος τράβηξε, γέλια ο Ζερζεβούλης.
Έτσι ο Διάολος νίκησε του κορμιού το πάθος:
το φυλάκισε ξανά εις το όρος Άθως.
στ' Άγιον Όρος τράβηξε, γέλια ο Ζερζεβούλης.
Έτσι ο Διάολος νίκησε του κορμιού το πάθος:
το φυλάκισε ξανά εις το όρος Άθως.
ή
Αν δεν φας σκατά διαόλου,
τότε πας κατά διαόλου.
το έχουμε μαθαπεί, διάολος με διάολο έχει μεγάλη διαφορά! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήάντε ρε, χρόνια πολλά!
Δεν είναι ίδιοι όλοι οι διάολοι, το ξέρω·
Διαγραφήάλλοι σιωπούν και άλλοι τραγουδάνε φάλτσα.
Μα όλοι με θέλαν από νέο. Και τώρα, γέρο,
μ' έχουνε σίγουρο. Αυτός, λεν, διαόλου κάλτσα.