Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

του Βούρβαχη και του Μακρή



του Bούρβαχη 


η μάνα του ξυπόλητη στις πλάκες 
ξεπουπούλιζε τον κόκορα 
σα ν άδειαζε τις τελευταίες 
στιγμές αν νοείται στίγμα 
από μπερέτας σφαίρα  

λάλησε στο σκοτάδι ο κόκορας 
κανένας πέτρος ενοχή δεν έπαθεν 
ο σακαφιάς, δερβίσικο παιδί, 
στα χείλη του πατέρα 
μαγκιά και καταφρόνια 
όνειρο πού· 
σκασμένο απ' τη συμπίεση 
όνειρο σα λάστιχο 
λάστιχο σαν ψυχή που ντεραπάρισε 
και στούκαρε στη φυλλωσιά του 
ίσως στα γούστα το χε ρίξει από νωρίς 
λυπημένος αφού στο ρίο 
η ευτυχία μετριέται χωρίς βούρβαχη 
που δεν τη φούμαρε με κλαρκ ή μίνγκους 
που δυο δεν τα κανε τα εκατομμύρια 
που δεν θρηνήθηκε για χρόνια 
στα χαρτιά 






του Mακρή 


σαν τον μεγάλο απεριόριστο μακρή 
ο βούρβαχης έδωσε πρόωρο τέλος 
όχι τόσον αποφασιστικά - 
σχεδόν αποφασισμένα 
κι αγνά
αγνοώντας 
όσους 
θα τους πουλούσαμε 
κάποτε φούμαρα και 
πληροφορίες 

ο χαρτοκόπτης στο λαιμό 
παρίστανε το τράβα τού γιακά 
από τη μάνα 
που τον έπνιγε 
γι αυτό τού σκάλωσε
η θεατρική απόπειρα 

άσε 
άσε και την ακρόπολη 
και το μετρό και το μουσείο 
και πα να φύγουμε 
πα να γλιτώσουμε από 
των γουοναμπί προγόνων 
το νταβατζιλίκι 
από των τουριστών 
την έφεση στον ήλιο 
αλλού ν αρχίσουμε τα σαμποτάζ 
στης ύπαρξής μας το κοινό το τρέμολο 

αφού
δεν είμαστε του χάους κολαούζοι 
δεν αντηχεί το γέλιο στα όριά μας πια 
άδειοι κι υπόκωφοι χωρίς τα γύρω 
τίποτα να κρατάμε μοναχά  
μιας δόξας ανεπρόκοπης στειλιάρι 
το στιλ μιας του βαράθρου αποπνιξίας 

αφού 
του πίνε μας το είναι 
δεν την εχόρτασε τη φυλακή 
του φύγε η ξαστεριά 
μολύβωσε τα σύννεφα 
κι η κρύπτη της υπόγας 
αναφτερώθηκε στου ταβανιού 
τους ουραγνούς 


πάω, μακρή, 
πάω να σε περιπτύξω 
σα τζίχλα του ίντερνετ πάω
να κολλήσω τα σκισμένα 
τα χαρτιά των αποθέσεων 
μιαν ώρα ταπεινή 
για τη φρουρά του πλάθους





2 σχόλια: